14.3 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
Αρχική#Cocooning_TimeΗ ψυχολογία της καραντίνας

Η ψυχολογία της καραντίνας


Της Άννας Σπυροπούλου,

Ημέρα καραντίνας: Ούτε κι εγώ ξέρω ποια…

Τα συνταρακτικά γεγονότα που μας μοίρασε απλόχερα η νέα δεκαετία προς πάσα κατεύθυνση, επιφέρουν δυσάρεστες συνέπειες κατά κύριο λόγο, στο «μέσα μας». Γιατί ο περιορισμός στο σπίτι από την ερχόμενη Δευτέρα –καλώς εχόντων των πραγμάτων- θα λάβει τέλος, η αγορά εργασίας θα εκκινήσει και η ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών σταδιακά αλλά σταθερά, θα επανέλθει σε φυσιολογικούς ρυθμούς. Επιστροφή, δηλαδή, στην κανονικότητα. Εύκολο να λεχθεί και απολύτως δύσκολο να πραγματωθεί. Πώς, όμως, ο καθείς εξ ημών πέρα από την ευκαιρία που του δόθηκε για περισσότερο και ποιοτικότερο προσωπικό χρόνο (κάτι στο οποίο ελπίζω και εύχομαι να συνέβαλε και η παρούσα εμβόλιμη ενότητα και τα άρθρα των συντακτών μας), βίωσε τον ψυχολογικό χρόνο∙ όπου καταργείται ο ωρολογιακός χρόνος και τη θέση του λαμβάνει η ακλόνητα εδραιωμένη συνήθεια του μυαλού να αναζητεί την πληρότητα της ζωής στο μέλλον, εκεί όπου δε μπορεί να βρεθεί και να αγνοεί το μόνο σημείο πρόσβασης σε αυτήν: την παρούσα στιγμή.

Η κατάργηση του χρόνου αποτελεί τον εσωτερικό σκοπό μας και συντελεί στον διαχωρισμό της σκέψης από την επίγνωση, ο οποίος βρίσκεται στον πυρήνα του πρωταρχικού σκοπού. Ο πρωταρχικός σκοπός δεν είναι οι στόχοι ή οι ενέργειές μας, αλλά η κατάσταση συνειδητότητας από την οποία προκύπτουν, ενώ η πραγμάτωσή του θεμελιώνει μια νέα πραγματικότητα. Από την άλλη, ο εξωτερικός περιλαμβάνει υποχρεωτικά και το μέλλον και είναι πάντα δευτερεύων. Για παράδειγμα, κάθε φορά που έχουμε άγχος ή ένταση, ο εξωτερικός σκοπός ελέγχει την κατάσταση και εμείς παύουμε να βλέπουμε τον εσωτερικό. Έχουμε ξεχάσει ότι αυτό που πρωτεύει είναι η κατάσταση της συνειδητότητάς μας και όλα τα άλλα έπονται.

Σε αυτό το άρθρο αφήνω πίσω μου τις προτάσεις ποιοτικής αξιοποίησης των καραντινάτων ημερών και επικαλούμαι τις εσωτερικές διεργασίες συνειδητότητας που απορρέουν από κρίσιμα τρέχοντα συμβάντα. Ξεκινώντας και μόνο από τη θέα της ανοιχτής τηλεόρασης και το ζάπινγκ στα αθηναϊκά κανάλια, οι κόρες των ματιών συστέλλονται καθώς αντικρίζουν βαρύγδουπους τίτλους και κινδυνολογίες παντός τύπου. Και επειδή πρέπει να (παρα)πληροφορείς, εξακολουθείς να την αφήνεις ανοικτή, ώσπου να αισθανθείς τους κτύπους της καρδιάς σου να βρίσκονται σε μια γρηγορότερη ρότα από τη συνηθισμένη. Το σώμα ήδη σου υπαγορεύει τι σκέφτεσαι και παράλληλα αισθάνεσαι: αγωνία για το άγνωστο του ιού, «πονοκέφαλο» για το αν προσβληθείς εσύ ή κάποιο άλλο μέλος της οικογένειάς σου από τον covid-19.

Έπειτα, μέσα στην ημέρα, επιλέγεις να πας για περπάτημα ή τρέξιμο, ώστε να υπάρξει σωματική και ψυχική ανάταση. Δύο αλληλένδετες υποστάσεις, που σύμφωνα με τον Πλάτωνα και τη Χριστιανική διδασκαλία, το σώμα είναι φθαρτό, ενώ η ψυχή αιώνια. Προχωράς και βλέπεις σχεδόν όλες τις επιχειρήσεις κλειστές και «το λογιστικό» (κατά τον Πλάτωνα) αναρωτιέται πώς η ελληνική οικονομία μετά από αυτό το πλήγμα θα σταθεί και πάλι στα πόδια της, πόσες άραγε από αυτές τις επιχειρήσεις θα ανοίξουν, πώς εγώ, εσύ, ο καθένας θα γυρίσει πίσω στην εργασία του, τι συνθήκες θα επικρατήσουν εκεί ή με ποιον τρόπο θα μπορέσεις να βγεις στον στίβο της αγοράς εργασίας, έχοντας ολοκληρώσει προπτυχιακές και ίσως και μεταπτυχιακές σπουδές, θα μείνεις άνεργος και αν ναι για πόσο; Πραγματικά βάσανα! Και δυστυχώς υπάρχουν και πολύ χειρότερα… Επηρεάζεσαι από αυτές τις σκέψεις, αλλά η συνθήκη της άσκησης σού καθαρίζει κάπως το μυαλό και η Άνοιξη «μάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη», στο Δεύτερο Σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων, αναζωογονεί τη ματιά σου, το λογιστικό σου, το συναίσθημά σου.

Αυτό το αριστούργημα της νεότερης ελληνικής ποίησης, εμπνευσμένο από τα γεγονότα της πολιορκίας και της Εξόδου του Μεσολογγίου και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, μου έδωσε την αφορμή και την ευκαιρία να το παραλληλίσω με την τωρινή τραγική κατάσταση εγκλεισμού, που πραγματώνεται την πιο ωραία εποχή του χρόνου. Με αυτόν τον τρόπο, θα δούμε ότι ένα αποσπασματικό έργο τόσων αιώνων, έχει ερείσματα της ψυχολογικής πορείας των ανθρώπων στο τώρα και στο πάντα. Ελεύθεροι πολιορκημένοι; Ελεύθεροι στο πνεύμα, στην ψυχή οι Μεσολογγίτες και εν προκειμένω όλοι οι Έλληνες, δεν υποδουλώνονται (μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά) στον ζυγό του εχθρού, είτε λέγεται Αγαρηνός και σπαθί είτε παγκοσμιοποίηση και βιολογικός πόλεμος. Στέκομαι στο Δεύτερο Σχεδίασμα ως αντιπροσωπευτικότερο της κατάστασης.

«Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει∙

Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι’ η μάνα το ζηλεύει.

Τα μάτια η πείνα εμαύρισε∙ στα μάτια η μάνα μνέει.»

«Βασιλεύει» νεκρική σιωπή, η εικόνα των δρόμων κατά την πολιορκία του Μεσολογγίου ισοδυναμεί με την εικόνα των έρημων και βουβών δρόμων της σύγχρονης Ελλάδας. Η απόλυτη ακινησία διακόπτεται από την κίνηση της φύσης, αεικίνητη και άχρονη. Πρωταγωνιστής ένα πουλί που «λαλεί», μια καθ’ όλα φυσιολογική εικόνα που διαδέχεται μια τραγική φιγούρα. Η «μάνα», η προστάτιδα της ανθρώπινης ύπαρξης, βρίσκεται σε υποδεέστερη μοίρα από το πουλί, καθώς δεν έχει να ταΐσει το παιδί της. Η  μητέρα του 21ου αιώνα και κατ’ επέκταση, ο «άμαχος πληθυσμός» έχει τις ίδιες ανησυχίες με εκείνη τη μάνα, αν θα καταφέρει να επιβιώσει, να θρέψει την οικογένειά του και να φανεί αντάξιος των δεδομένων συνθηκών∙ αφού ο πόλεμος όποιας μορφής κι αν είναι στοχεύει στην οικονομική επικράτηση και τον επεκτατισμό. Η «πείνα» και συνακόλουθα η ανησυχία, η αμφιβολία αποτυπώνεται στα «μάτια», την έδρα των συναισθημάτων.

Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:

«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ’ έχω γω στο χέρι;

Όπου συ μούγινες βαρύ κι’ ο Αγαρηνός το ξέρει.»

Οι Σουλιώτες στο πλευρό του αγώνα των Μεσολογγιτών, μπορεί να είναι ο κάθε ένας από εμάς δίνοντας την εσωτερική του μάχη, «πολεμώντας» με τα μέσα και τις δυνατότητες που έχει ή με μια άλλη ερμηνεία οι γιατροί και νοσηλευτές, άγρυπνοι φρουροί έτοιμοι με τα λιγοστά τους «όπλα» να χυθούν στη μάχη της καταπολέμησης του ιού και της προάσπισης της ανθρώπινης ζωής. Προσωποποιώντας το «τουφέκι», αποστρέφεται με δάκρυα σε εκείνο και το αποκαλεί «έρμο» και «σκοτεινό» μιας και θεωρεί μάταιη την προσπάθειά του να νικήσει τον εχθρό. Ενώ η απελπισία του παρατείνεται από το γεγονός ότι ο «Αγαρηνός» γνωρίζει την εξάντληση και αδυναμία του.

Οι παραπάνω στίχοι περικλείουν δύο «εκκωφαντικές» εικόνες όπου περιγράφεται η ψυχολογική διάσταση της ανθρώπινης τραγικότητας και η οποία παρουσιάζεται αμετάβλητη σε κάθε εποχή και σε κάθε μορφή διαμάχης. Όμως, η τραγικότητα επιτείνεται λαμβάνοντας χώρα την ωραιότερη εποχή του χρόνου, την Άνοιξη, ακριβώς όπως και στη δική μας σύγχρονη εκδοχή του εγκλεισμού. «Μάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη, η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι». Η πρόκληση της φύσης και το δίλημμα των αγωνιστών αισθητοποιείται με τους στίχους: «Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει∙ Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει», γιατί πέρα από την πολιορκία, το μεγαλύτερο εμπόδιο που υψώνεται μπροστά στους αγωνιστές και στον κάθε άνθρωπο χωριστά είναι να δαμάσει τον πόθο του για την ομορφιά της ζωής, με κύριο εκφραστή την άνοιξη. Μια ηθική δοκιμασία να μη λυγίσει στη δυσκολία, τον πόνο και την αβεβαιότητα, ώστε να βγει νικητής και να τη χαρεί στο έπακρο. Να την κάνει ασπίδα, σκοπό και μέσο του για την απελευθέρωση των δεσμών και τον θρίαμβο της φύσης, της ομορφιάς, της ζωής.

Κατ’ εμέ, δε θα υπήρχε καταλληλότερος τρόπος από τη λογοτεχνική μας παραγωγή, ώστε να σας περιγράψω από ψυχαναλυτική πλευρά τι συμβαίνει σε μια μοιραία και δύσκολη σκηνή της πραγματικότητας. Χρόνος: άχρονος, τόπος: οπουδήποτε, όπλο: η δύναμη της ανθρώπινης ψυχής.

Κλείνω με την ευχή οι μέρες της καραντίνας να αποτελέσουν παρελθόν και το μέλλον όσο δυσοίωνο κι αν φαντάζει, να αποτελέσει το φωτεινό παράδειγμα πως όλοι δηλαδή, ενωμένοι αλλά και ο καθένας μεμονωμένα οφείλουμε να αντισταθούμε και να παλέψουμε τις τροχοπέδες της ζωής∙ γιατί ο άνθρωπος έχει τεράστια ψυχικά αποθέματα, αρκεί να αφυπνίσει την εσωτερική του δύναμη και να αποκτήσει επίγνωση της συνειδητότητάς του.


Άννα Σπυροπούλου

Γεννήθηκε στο Βόλο το 1997. Είναι απόφοιτη του Τμήματος Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ειδικεύτηκε στον τομέα της Μεσαιωνικής και Νεότερης Φιλολογίας. Από νεαρή ηλικία είχε αντιληφθεί την αγάπη της για τη λογοτεχνία, διαβάζοντας και αναλύοντας πλήθος λογοτεχνικών κειμένων. Έχει συμμετάσχει σε συνέδρια φιλολογικού ενδιαφέροντος. Στοχεύοντας σε μεταπτυχιακό τίτλο της Ειδικής Αγωγής, έχει παρακολουθήσει σεμινάριο και έχει λάβει πιστοποίηση του συστήματος ανάγνωσης και γραφής Braille. Ενδιαφέροντα της μεταξύ άλλων αποτελούν το κλασικό μπαλέτο, το πιάνο και τα ταξίδια.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Άννα Σπυροπούλου
Άννα Σπυροπούλου
Γεννήθηκε στο Βόλο το 1997. Είναι απόφοιτη του Τμήματος Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ειδικεύτηκε στον τομέα της Μεσαιωνικής και Νεότερης Φιλολογίας. Από νεαρή ηλικία είχε αντιληφθεί την αγάπη της για τη λογοτεχνία, διαβάζοντας και αναλύοντας πλήθος λογοτεχνικών κειμένων. Έχει συμμετάσχει σε συνέδρια φιλολογικού ενδιαφέροντος. Στοχεύοντας σε μεταπτυχιακό τίτλο της Ειδικής Αγωγής, έχει παρακολουθήσει σεμινάριο και έχει λάβει πιστοποίηση του συστήματος ανάγνωσης και γραφής Braille. Ενδιαφέροντα της μεταξύ άλλων αποτελούν το κλασικό μπαλέτο, το πιάνο και τα ταξίδια.