Του Μανώλη Στυλιανάκη,
Είναι δύσκολη η καραντίνα, υπό την έννοια ότι αργά κυλάει ο χρόνος όντας εσώκλειστος σ’ ένα διαμέρισμα. Όσο σπιτόγατος κι αν είναι κανείς, πρέπει να εξεύρει δημιουργικούς τρόπους να επενδύσει ωφέλιμα τον χρόνο του. Ένας απ’ αυτούς είναι η αυτομόρφωση. Πράγματι, πολλές ιδιωτικές και πασίγνωστες πλατφόρμες ασύγχρονης τηλεκπαίδευσης έχουν λάβει πρωτοβουλίες δωρεάν διάθεσης του πληροφοριακού υλικού τους στο φιλομαθές κοινό τους. Κάτι αντίστοιχο πρέπει να σκέφτηκαν και οι σοφές κεφαλές των αρίστων που επανδρώνουν την «φιλελεύθερη» κυβέρνησή μας, η οποία αποφάσισε να ενσκήψει στο ζήτημα του εγγραμματισμού των πολιτών με τον δικό της τρόπο και αναφέρομαι στο περίφημο voucher της τηλεκατάρτισης. Πολύ ωραία ιδέα, αλλά δυστυχώς δεν ευοδώθηκε. Ζητήσαμε ποιοτική εκπαίδευση και η «εκπΕδευση» που λάβαμε ήταν τύπου «σκοιλ ελικικού προσθέσεις και ελέγχου λοιμώχθηκαν». Για να μην σχολιάσουμε αγγλικά του στυλ «downloading = μεταμόρφωση».
Κάποιοι ομιλούν, όχι αδίκως, για διαφθορά και πάρτι ημετέρων και διασπάθιση ευρωπαϊκών κονδυλίων, ενώ οι πιο αγαθοί και καλόβουλοι απλά κάνουν λόγο για ανικανότητα ή αστοχία, στην καλύτερη των περιπτώσεων. Σε κάθε περίπτωση, το συμπέρασμα είναι ένα. Το κράτος είναι ανίκανο να φέρει εις πέρας την οποιαδήποτε αποστολή, ακόμα κι όταν ο επικεφαλής είναι απόφοιτος του Harvard. Ας συγκρίνουμε τα επιτεύγματα της αγοράς με τα ψευδανδραγαθήματα του κράτους και των κυβερνώντων. Υπήρχαν 80.000.000€ από το ΕΣΠΑ που έμειναν παρκαρισμένα να «λιμνάζουν» και κάποιος σκέφτηκε να τα δώσουμε για τηλεκαταρτίσεις της πλάκας.
Την ίδια στιγμή, πλατφόρμες όπως το Coursera, το Edx, το khan academy, το Udemy έχουν άρει τα premiums για όσο θα κρατήσει το lockdown. Φαντάζομαι κάθε φοιτητής που σέβεται τον εαυτό του έχει ακουστά την coursera. Είναι μια εταιρεία εκπαίδευσης διεθνούς εμβέλειας που συμβάλλεται με τα κορυφαία πανεπιστήμια και οργανισμούς στον κόσμο για να προσφέρουν online μαθήματα στον οποιονδήποτε, δωρεάν, μαζικά, ανοιχτά και διαδικτυακά. Στην πλατφόρμα φιλοξενούνται μαθήματα από ορισμένα από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου, όπως το MIT, Harvard, Stanford, Michigan, Princeton, Pennsylvania, αλλά και πολλά άλλα ανά τον κόσμο. Αν ήμουν στη θέση του κυρίου Γεωργιάδη, απλά θα έκανα ένα tweet διαφημίζοντας τα ήδη υπάρχοντα εργαλεία τηλεκπαίδευσης που προσφέρει ο ιδιωτικός τομέας και θα προσπαθούσα αυτά τα 80.000.000€ να τα διαθέσω σε κάτι πιο σημαντικό, όπως αγορά φαρμάκων και ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού.
Κάθε άνθρωπος, που διαθέτει τον ελάχιστο απαραίτητο δείκτη νοημοσύνης, ξοδεύει τα λεφτά που έχει στο πορτοφόλι του ορθολογικά κατά τρόπο που μεγιστοποιεί την ατομική συνάρτηση ωφέλειάς του. Κάποιος θα τα ξοδέψει σε πίτσες, σουβλάκια και κρέπες, κάποιος φιλομαθής σε βιβλία, κάποιος άλλος σε ταξίδια και εκδρομές, κάποιο παιδί σε παιχνίδια και ούτω καθεξής. Από την αντίπερα όχθη, υπάρχει μία πανστρατιά ιδιωτών παραγωγών και επιχειρηματιών, οι οποίοι καθοδηγούμενοι από το κίνητρο τους κέρδους και την κερδοσκοπική τους διάθεση, ανταγωνίζονται για το ποιος θα ικανοποιήσει τις ανάγκες μας περισσότερο και καλύτερα, προκειμένου να κερδίσουν τα πολύχρωμα χαρτονομίσματα που φυλάσσουμε στο πουγκί μας. Τα ταχυφαγεία θα φτιάξουν τα καλύτερα burgers, τις καλύτερες πίτσες και τα πιο νόστιμα Junk food, τα βιβλιοπωλεία θα κινήσουν γη και ουρανό για να εντοπίσουν τα καλύτερα best-seller με τις πιο φαντασμαγορικές πλοκές για να ικανοποιήσουν τους βιβλιοφάγους πελάτες τους, τα ταξιδιωτικά πρακτορεία θα προσπαθήσουν να κλείσουν για τους πελάτες τους τα καλύτερα πακέτα και στις πιο ανταγωνιστικές τιμές, τα εστιατόρια θα προσλάβουν τους πιο ταλαντούχους μάγειρες για να παρασκευάσουν τα πιο εύγευστα και ευφάνταστα πιάτα.
Γενικά, κάθε επιχείρηση θα χρησιμοποιήσει τους πεπερασμένους πόρους που έχει στη διάθεσή της με σκοπό να προσελκύσει πελάτες. Αν δεν το καταφέρει, τότε χάνει πελάτες, έχει ζημιά, κι αν δεν αλλάξει πλεύση, κλείνει. Απεναντίας, το κράτος και οι κρατικές επιχειρήσεις εξαιρούνται απ’ αυτόν τον κανόνα. Δεν έχει σημασία αν μία κρατική επιχείρηση κάνει καλά τη δουλειά της ή αν οι πολίτες μένουν ικανοποιημένοι απ’ τις υπηρεσίες που προσφέρει. Σε κάθε περίπτωση θα παραμείνει ανοιχτή σε μία νεκροζώντανη κατάσταση, απομυζώντας τους φόρους μας και παρασιτώντας εις βάρος των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας, όπως τα αγριόχορτα σ’ έναν κήπο. Εν προκειμένω έχουμε το «σκοιλ ελικικού». Αν πηγαίνατε σε μία ιδιωτική σχολή, ένα φροντιστήριο ή ένα κέντρο εκμάθησης ξένων γλωσσών και τα εγχειρίδια, οι σημειώσεις και η μαθησιακή εμπειρία που θα λαμβάνατε ήταν τέτοιας ποιότητας, θα φεύγατε από τον πρώτο μήνα και θα ζητούσατε και τα λεφτά σας πίσω. Θα τους κράζατε και στη σελίδα τους στο facebook κι αν κάποιος γνωστός σάς ζητούσε πληροφορίες θα του λέγατε «μη πας χάλια ήταν, πεταμένα λεφτά». Και η επιχείρηση αναποδράστως θα έκλεινε. Τώρα απλά έγιναν πασαλείμματα για το θεαθήναι.
Πού ‘ναι όλοι αυτοί οι μεγαλόσχημοι δημοσιογράφοι με τις φλογερές τους πένες να καυτηριάσουν τα κακώς κείμενα της κυβέρνησης; Πού είναι όλοι αυτοί που το έπαιζαν «μάρτυρες της αλήθειας» και αλληλοβραβεύονταν για το θάρρος τους να τα βάζουν με τους Γολιάθ της εξουσίας μα τώρα τηρούν σιγήν ιχθύος; Μόνο κάτι αβαρή, αναιμικά και νερόβραστα λογύδρια πήρε το μάτι μου, δυσανάλογα ήπια σε σχέση με τα λιβερογραφήματα που θα διαβάζαμε τώρα αν αυτά είχαν σε άλλη περίοδο. Προσωπικά δεν έχω πρόβλημα μ’ αυτό. Σε μία φιλελεύθερη, οικονομικά και κοινωνικά, δημοκρατία είναι δικαίωμα του κάθε δημοσιογράφου να ασκεί ή να μην ασκεί κριτική ή να θέτει την γραφίδα του στην υπηρεσία του κόμματός του. Ουδέν πρόβλημα. Το πρόβλημα δημιουργείται όταν τα μίντια επιδοτούνται από τους φόρους μας, στο πλαίσιο δήθεν εκστρατειών ενημέρωσης. Σε μία πραγματικά ελεύθερη αγορά δεν υπάρχουν φράγματα εισόδου και όποιος θέλει φτιάχνει εφημερίδα, κανάλι στην τηλεόραση, σε webtv, στο youtube, podcast, blog, σελίδα στο facebook, think tank, ιστοσελίδα και ό,τι άλλο θέλει ο καθένας.
Σίγουρα μία εφημερίδα που κάνει αποκαλύψεις, ρεπορτάζ και τα εξώφυλλά της ξεκινάνε με τίτλους «Στο φως τα ντοκουμέντα για το πού φαγώθηκαν τα λεφτά» θα πουλήσει περισσότερα φύλλα από μία κομματικά στρατευμένη εφημερίδα που λιβανίζει έναν πολιτικό με διθυράμβους και ψαλμωδίες απ’ την αρχή έως την τελευταία σελίδα, καταντώντας μονότονη και βαρετή και φλερτάροντας με το λουκέτο, διότι όπως λέει και η παροιμία «το πολύ το “κύριε ελέησον” το βαριέται και ο Θεός». Αλλά αυτό επαφίεται στη διοίκηση και στην αρχισυνταξία του εκάστοτε μέσου ενημέρωσης.
Η αγορά τα λύνει αυτά, όπως τα έχει λύσει ήδη στις ΗΠΑ που θεωρείται ο παράδεισος της ελευθερίας του λόγου, του τύπου και του πλουραλισμού των απόψεων. Τα πράγματα όμως αλλάζουν όταν στην εξίσωση μπαίνουν και οι κρατικές επιδοτήσεις, διότι τότε μία εφημερίδα, που υπό άλλες συνθήκες μπορεί να είχε κλείσει, επιβιώνει χάρη στην κρατική υποστήριξη ως αντάλλαγμα της φιλοκυβερνητικής αγιογραφικής προπαγάνδας. Αυτό το αλισβερίσι συνιστά τορπίλη στα θεμέλια της δημοκρατίας μας και καιρός είναι να κοπεί ο ομφάλιος λώρος που συνδέει τα μίντια με την εκάστοτε κυβέρνηση. «Μα είναι καμπάνια ενημέρωσης για τον COVID-19» θα πει κάποιος. Και τι άλλο θα μπορούσε να είναι; Πώς αλλιώς θα μπορούσε να ονομαστεί αυτή η συναλλαγή; Υπάρχει περίπτωση πρωθυπουργός, στην ερώτηση «γιατί δίνετε στα μίντια τόσα εκατομμύρια», να απαντήσει «διότι θέλω να τα έχω καλά με τους καναλάρχες!»; Προφανώς όχι, και γι΄ αυτό όλο αυτό βαφτίζεται «καμπάνια ενημέρωσης» ή «πρόγραμμα τηλεκατάρτισης». Ποτέ δεν έλειψαν οι δικαιολογίες σε μία κρατικοδίαιτη κυβέρνηση να δικαιολογήσει τις ατασθαλίες της…
Και πράγματι, η κυβέρνηση έχει οργανώσει μία «καμπάνια ενημέρωσης» που κοστολογείται στα 11.000.000 ευρώ, ενώ με ανακοίνωσή του ο υφυπουργός και κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας αναφέρει ότι η εκστρατεία επικοινωνίας και ενημέρωσης ενισχύεται με 9 εκατομμύρια ευρώ επιπλέον και διαμορφώνεται σε 20 εκατομμύρια ευρώ συνολικά. Πρώτα απ’ όλα γιατί χρειαζόμαστε μια μιντιακή καμπάνια ενημέρωσης; Το κράτος έχει την ΕΡΤ. Την πληρώνουμε που την πληρώνουμε, ας δώσει μέσα από την ΕΡΤ τηλεοπτικό χρόνο και βήμα η κυβέρνηση σε ακαδημαϊκούς και επιστήμονες να ενημερώσουν τους πολίτες. Ας δώσουν και στον κύριο Τσιόδρα 3 ώρες κάθε μέρα να έχει την δική του εκπομπή να μιλάει και να παραδίδει μαθήματα λοιμωξιολογίας και ιολογίας. «Μα κανένας δεν παρακολουθεί ΕΡΤ», θα αντιτείνει κάποιος. Τότε γιατί συνεχίζει να υπάρχει ακόμα η ΕΡΤ, όταν ένας ιδιωτικός τηλεοπτικός σταθμός ή μία εφημερίδα θα είχαν κλείσει προ πολλού με τα ποσοστά ακροαματικότητας και τηλεθέασης της ΕΡΤ; Μα γιατί είναι κρατική επιχείρηση και οι κρατικές, όπως εξηγήσαμε προηγουμένως, δεν υπόκεινται στους κανόνες της αγοράς και ως εκ τούτου μπορούν να λειτουργούν σε κατάσταση ζόμπι.
Από την άλλη, βέβαια, υπάρχεις κανείς που περιμένει το βραδινό δελτίο του ΣΚΑΙ για την Σία Κοσιώνη για να μάθει να πλένει τα χέρια του; Για την πληροφόρησή μας πληρώνουμε μηνιαία συνδρομή στις εταιρίες παρόχους τηλεπικοινωνιών για να «σερφάρουμε» στο Internet και να «googlάρουμε» οτιδήποτε θέλουμε να μάθουμε. Άρα η κυβέρνηση με τις καμπάνιες ενημέρωσης και τις τηλεκαταρτίσεις απλά «κομίζει γλαύκας εις Αθήνας». Ειλικρινά, ζούμε στον 21ο αιώνα στην κόψη του τεχνολογικού ξυραφιού και καταιγιζόμαστε πανταχόθεν από ευκολοπρόσβατη γνώση. Η «καμπάνια ενημέρωσης» της κυβέρνησης είναι μηδενικής προστιθεμένης αξίας.
Ήθελα να ‘ξερα, με τι μούτρα θα ξαναπάει ο πρωθυπουργός της Ελλάδας στις Βρυξέλλες ή στο Βερολίνο να απαιτήσει κορωνοομόλογα; Ειλικρινά τώρα και με το χέρι στην καρδιά. Πιστεύετε στα αλήθεια ότι μια κυβέρνηση που δεν μπορεί να διαχειριστεί ένα κονδυλιάκι του ΕΣΠΑ και να στήσει αξιοπρεπώς έναν στοιχειώδη μηχανισμό τηλεκατάρτισης της προκοπής, μπορεί να διαχειριστεί μια πρωτόγνωρη και πρωτοφανών διαστάσεων πανδημία; Όποιος είναι άχρηστος στα λίγα είναι άχρηστος και στα πολλά. Και μετά πάει ο πρωθυπουργός στη Γερμανία να απαιτήσει κορωνοομόλογα δισεκατομμυρίων μόνο για εισπράξει ως απάντηση από την Μέρκελ “και να στα δώσω ρε φίλε θα τα σπαταλήσεις, άρα ποιο το νόημα”. Τι θα γίνει στην περίπτωση που η Ευρωπαϊκή ένωση αποφασίσει διά του OLAF που είναι το αρμόδιο γραφείο για τη διερεύνηση περιπτώσεων διασπάθισης των ευρωπαϊκών κονδυλίων, να διατάξει ενδελεχή έλεγχο για το πού, πώς και γιατί φαγώθηκαν τα χρήματα του ΕΣΠΑ; Είναι πασίδηλο πως αυτού του τύπου τα σκάνδαλα πελεκίζουν την αξιοπιστία της χώρας μας στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα να χάνουμε διαπραγματευτικό κεφάλαιο.
Το συμπέρασμα από τα δύο προαναλυθέντα παραδείγματα είναι σαφές και πασιφανές. Το κράτος δεν μπορεί να ξοδέψει με σύνεση και φειδώ τους φόρους που προέρχονται από την αφαίμαξη των πορτοφολιών μας, πολλώ δε μάλλον τα τζάμπα λεφτά από την ΕΕ. Γι’ αυτό λοιπόν να σταματήσει να το κάνει. Plain and simple!