Του Χρήστου Αμανατίδη,
Στις αρχές του 19ου αιώνα ο χώρος που σήμερα καταλαμβάνει η Γερμανία ήταν διαιρεμένος σε πολλά γερμανόφωνα κρατίδια, χαλαρά συνδεδεμένα στη Γερμανική Συνομοσπονδία. Τα πιο ισχυρά μέλη της ήταν η Πρωσία και η Αυστροουγγαρία και καθεμία από αυτές τις δύο δυνάμεις επιθυμούσε να επιβάλλει την ηγεμονία της σε αυτήν την ένωση.
Η Πρωσία υπό την ηγεμονία του βασιλιά της, Γουλιέλμου Α΄ και τη δράση του Πρωθυπουργού της, Όττο φον Μπίσμαρκ, κατόρθωσε να επιβάλλει την κυριαρχία της στον γερμανικό κόσμο μετά τη νίκη της σε τρεις απανωτούς πολέμους: το 1864 νίκησε τη Δανία, το 1866 κατατρόπωσε στη μάχη και εξοβέλισε από τη Συνομοσπονδία την Αυστροουγγαρία, ενώ το 1870-1871 συνέτριψε την ισχυρότερη μέχρι τότε ηπειρωτική δύναμη της Ευρώπης, τη Γαλλία. Με αυτήν την τελευταία νίκη επέβαλλε τη Γερμανική Ενοποίηση και ίδρυσε τη «Γερμανική Αυτοκρατορία».
Όσες μεγάλες δυνάμεις της εποχής (Μεγάλη Βρετανία και Ρωσία) δεν είχαν εμπλακεί άμεσα σε αυτό το ζήτημα, δεν ήταν εχθρικές απέναντι σε αυτήν τη νέα πραγματικότητα: η Μεγάλη Βρετανία επιθυμούσε μια ισχυρή γερμανική παρουσία, η οποία θα εμπόδιζε περαιτέρω επέκταση της Γαλλίας και της Ρωσίας στην κεντρική Ευρώπη, αλλά και θα τις αποσπούσε από υποθέσεις αποικιακής φύσεως στην Αφρική και την Ασία. Αντίστοιχα, η Ρωσία πίστευε ότι μια ενωμένη Γερμανία θα αναχαίτιζε τη Γαλλία και την Αυστροουγγαρία και θα κατέπνιγε τις επιδιώξεις του πολωνικού εθνικισμού που της προκαλούσαν συχνά προβλήματα. Καμία από τις δύο δυνάμεις δεν υποπτευόταν ότι αυτό το νέο οικοδόμημα στις αρχές του 20ου αιώνα θα γινόταν τόσο ισχυρό που να τις απειλήσει με κίνδυνο καταστροφής.
Στους κόλπους της νέας ένωσης, ο έλεγχος της διακυβέρνησης, της εκπαίδευσης και των άλλων τοπικών υπηρεσιών ανήκε στο κάθε γερμανικό κρατίδιο. Όλα τους, όμως, ήταν υποτελή στην Πρωσία και τον βασιλιά της, που μαζί με τον καγκελάριό του ήταν οι δύο βασικοί πυλώνες εξουσίας στη «Γερμανική Αυτοκρατορία».
Με τη Γερμανική Ενοποίηση ολοκληρωμένη, φυσική επιλογή για τη θέση του Γερμανού Καγκελαρίου ήταν ο Μπίσμαρκ. Αυτός, όπως και τα υπόλοιπα μέλη του Υπουργικού συμβουλίου, ήταν υπεύθυνοι όχι στο Κοινοβούλιο (Ράιχσταγκ), αλλά στον Κάιζερ και μόνο. Και καθώς το Κοινοβούλιο δεν ήταν σε θέση να νομοθετήσει με δική του πρωτοβουλία, ο Μπίσμαρκ μπορούσε να είναι σίγουρος πως θα επιβάλλει το σχέδιό του, ακόμα και αν ερχόταν στην αρχή αντιμέτωπος με διαφωνίες. Αποσκοπώντας στη διατήρηση της εσωτερικής ενότητας και της πρωσικής ηγεμονίας που απέρρεε από αυτήν, κινήθηκε να ασφαλίσει τη νεοσύστατη Γερμανία από οποιονδήποτε σοβαρό κίνδυνο.
Ο πρώτος εχθρός που κατά τη γνώμη του έπρεπε να αντιμετωπιστεί ήταν οι πιστοί της Καθολικής Εκκλησίας. Οι ιερείς της παρείχαν βοήθεια στο κίνημα αυτονομίας των νότιων γερμανικών επαρχιών που στην πλειονότητά τους ήταν πιστές στη «δραστήρια» Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Με παρόμοιο τρόπο συμπεριφέρθηκαν απέναντι στους καθολικούς κατοίκους της Αλσατίας, της Λωρραίνης και της Πολωνίας. Επιπλέον, οι ίδιοι ιερείς είχαν επιβεβαιώσει το δικαίωμα του Πάπα να επεμβαίνει στα κοσμικά ζητήματα και το 1870 δημοσίευσαν το δόγμα του παπικού αλάθητου.
Μέσα στην τριετία 1872-1875, ο Μπίσμαρκ επιτέθηκε στον Καθολικισμό. Κανένας δε μπορούσε να διορισθεί στην Εκκλησία αν δεν ήταν Γερμανός υπήκοος και δεν είχε υποβληθεί σε εξετάσεις νομιμοφροσύνης. Τα θεολογικά σεμινάρια τέθηκαν υπό τη σκέπη του κράτους και εκατοντάδες ιερείς που αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με τις νέες κρατικές επιταγές, διώχθηκαν από τη Γερμανία.
Με την ίδια αποφασιστικότητα αντιμετώπισε και τους σοσιαλιστές, τους οποίους ταύτιζε με τους αναρχικούς και που αύξαναν την επιρροή τους όλο και περισσότερο. Η επιθετική του πολιτική απέναντί τους δεν οφειλόταν όμως μόνο σε προσωπικές αντιλήψεις: ανυπομονούσε να εξασφαλίσει την πλήρη υποστήριξη των μεγαλοβιομηχάνων, των οποίων τα συμφέροντα ικανοποιούνταν στο εσωτερικό με την πολιτική του «προστατευτισμού».
Οι εργάτες έχασαν το δικαίωμα να σχηματίζουν ενώσεις και να εκδίδουν έντυπα, ενώ οι μεγαλύτερες πόλεις εξασφάλισαν τη δυνατότητα να διώχνουν τους σοσιαλιστές από τα εδάφη τους. Από την άλλη, όμως, ο Μπίσμαρκ προχώρησε σε μέτρα κοινωνικής πρόνοιας, δοκιμάζοντας να αποδυναμώσει έτσι τη σοσιαλιστική επιχειρηματολογία. Με αυτό το σκεπτικό, στο έτος 1883-1884 οι νόμοι που ψηφίστηκαν παρείχαν στους εργάτες ασφάλεια ασθενείας, ατυχήματος και γήρατος. Μέχρι το 1890 που ο Μπίσμαρκ ωθήθηκε σε παραίτηση, η Γερμανία είχε υιοθετήσει, με εξαίρεση τα επιδόματα ανεργίας, σχεδόν όλα τα σύγχρονα μέτρα κοινωνικής πρόνοιας.
Παρ΄ όλο που στο διάστημα 1878-1886 η Καθολική Εκκλησία ανέκτησε τη θέση που είχε πριν τους διωγμούς του Μπίσμαρκ και το σοσιαλιστικό κίνημα συνέχισε να αυξάνει το μερίδιό του επί της πολιτικής ισχύος, η νομοθεσία που χρησιμοποιήθηκε για την αντιμετώπιση αυτών των δύο ζητημάτων δείχνει την ατσαλένια θέληση του «Σιδηρού Καγκελαρίου» και λειτούργησε ως προάγγελος της μεγαλύτερης πολιτικής επιδίωξής του. Μιας επιδίωξης που θα μελετηθεί στο δεύτερο μέρος αυτού του αφιερώματος.
Βιβλιογραφία
- E.M. Burns: Ευρωπαϊκή Ιστορία. Ο δυτικός πολιτισμός: Νεότεροι χρόνοι, σσ. 635-640, 751-756
- John E. Mearsheimer: Η τραγωδία της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων, σσ. 333, 375-377
- Θα ήθελα να αποδώσω ιδιαίτερες ευχαριστίες στον καθηγητή Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Ιωάννη Μουρέλο, για τις πληροφορίες που άντλησα στις διαλέξεις που έδινε σε εβδομαδιαία βάση από τις 17 Φεβρουαρίου ως τις 30 Μαρτίου και στις 13 Απριλίου με θέμα το σύστημα συμμαχιών του Μπίσμαρκ, στο πλαίσιο του μαθήματος ειδίκευσης τον 19ο αιώνα της Ευρωπαϊκής Ιστορίας.