Της Βασιλικής Σέμκου,
5 Ιανουαρίου 1972. Ο Βασίλειος Λυμπέρης μαζί με άλλους 4 συνεργούς διαπράττουν ένα φρικτό έγκλημα με θύματα την πεθερά, τη σύζυγο και τα 2 ανήλικα παιδιά του πρώτου, τους οποίους και έκαψαν ζωντανούς τα ξημερώματα της ημέρας εκείνης μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Η υπόθεση συγκλονίζει την ελληνική κοινωνία και το δικαστήριο αποφασίζει και καταδικάζει τον σύζυγο, πατέρα και γαμπρό τετράκις εις θάνατο. Μετά από πολύμηνη φυλάκιση ο Λυμπέρης, το πρωί της 25ης Αυγούστου 1972, εκτελείται με τουφεκισμό από 12μελές απόσπασμα. Αυτή ήταν και η τελευταία εκτέλεση θανατοποινίτη στην χώρα μας, αφού το 1994 καταργήθηκε νομοθετικά και το 2001 συνταγματικά (με εξαίρεση το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, για το οποίο υπήρξε και τελική κατάργηση το 2004). Όπως και στην Ελληνική περίπτωση, έτσι και σε παγκόσμιο επίπεδο η επιβολή της θανατικής ποινής ως τιμωρίας στους εγκληματίες βίαιων εγκλημάτων έχει ανά τους καιρούς απασχολήσει την επικαιρότητα, ταράσσοντας τη συνείδηση των ανθρώπων.
Σύμφωνα με στοιχεία που αντλούνται από την Διεθνή Αμνηστία, από τις 195 ανεξάρτητες χώρες, 105 δεν έχουν σε ισχύ την θανατική ποινή, 7 την διατηρούν για τα εγκλήματα πολέμου, 29 την διατηρούν στην νομοθεσία τους, χωρίς ωστόσο να την εφαρμόζουν και 54 την διατηρούν τόσο συνταγματικά όσο και στην πράξη. Σε ένα μεγάλο ποσοστό των χωρών, οι οποίες έχουν καθιερώσει δημοκρατικούς θεσμούς και εφαρμόζουν ποινές και διώξεις με γνώμονα το συνταγματικό πλαίσιο, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η θανατική ποινή είναι καταδικαστέα. Τι συμπέρασμα όμως μπορούμε να εξάγουμε από αυτές τις 54 χώρες, οι οποίες αν και μειοψηφούν, διατηρούν και επιβάλουν ακόμα ως ποινή τον θάνατο; Υπάρχει ηθική στον θάνατο με την μορφή της ποινής και αν ναι, ποιος μπορεί και την ηθικοποιεί; Αν πάλι όχι, πώς μπορεί μια κοινωνία να απονέμει την κατάλληλη δικαιοσύνη με την αξιοποίηση άλλων μεθόδων και ποινών;
Η δύναμη των ανθρώπων και ο έλεγχος που συνήθως έχουμε την εντύπωση ότι κατέχουμε ως όντα, καταρρέουν μπροστά στο σκληρό πρόσωπό του θανάτου που δεν ξεχωρίζει κανέναν και τίποτα. Όλοι είναι ίσοι απέναντι του και είναι το τέλος κάθε δεδομένου που συχνά έχουμε την τάση να θεωρούμε ότι έχουμε στην καθημερινότητα μας. Η άσχημη πλευρά του θανάτου (εάν μπορεί να χαρακτηριστεί ως εξής) είναι και η πλευρά εξαιτίας της οποίας θεωρείται, ότι η επιβολή του θανάτου ως ποινή είναι απάνθρωπη και καλλιεργεί κοινωνίες, οι οποίες «τρέφονται» με μίσος και εκδίκηση. Το δόγμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τονίζει ότι «κάθε άτομο έχει δικαίωμα στη ζωή, στην ελευθερία και στην προσωπική του ασφάλεια». Η αρχή λοιπόν του αντίλογου είναι αυτή. Η ανθρώπινη ζωή είναι αναφαίρετο δικαίωμα κάθε ύπαρξης και κανένας με οποιονδήποτε τρόπο δεν έχει το δικαίωμα να απειλεί και να στερεί την ζωή των συνανθρώπων του. Βέβαια κάπου εκεί υπάρχει και ζήτημα. Γιατί να μπορεί κάποιος να σκοτώσει αλλά η δικαιοσύνη να μην μπορεί να του απονείμει τα ανάλογα για την επονείδιστη πράξη του; Οι ηθικές αρχές που διέπουν την ανθρωπότητα (είτε πρόκειται για την θρησκεία, είτε για τον ανθρωπισμό, είτε για την λογική της κατοχυρωμένης νομοθεσίας) δεν επιτρέπουν να αντιμετωπίζεται ο φόνος με έναν ακόμη φόνο. Για πολλούς η εκτέλεση δεν είναι τίποτα παραπάνω παρά μια ακόμη δολοφονία που απλώς νομιμοποιείται από την ζυγαριά της δικαιοσύνης. Υπάρχουν όμως και άλλα επιχειρήματα που μπορεί να επικαλεστεί οποιοσδήποτε είναι ενάντια στην χρήση της θανατικής ποινής. Συγκεκριμένα, παρά το μεγάλο και σημαντικότερο κόστος της ζωής που εκτελείται στα 6 βήματα ή σε μια ηλεκτρική καρέκλα, οι επιπτώσεις βρίσκονται σε κάθε σημείο και κάθε αδυναμία μιας κοινωνίας.
Σημαντικές είναι οι επιπτώσεις στον άνθρωπο. Όπως είναι γνωστό, κάθε έγκλημα έχει πάντοτε έναν θύτη (ή και πολλούς). Σε μια εκτέλεση, ο άνθρωπος που πυροβολεί ή που κατεβάζει τον μοχλό έχει άμεσες επιπτώσεις στην ψυχολογία του αφού είναι το χέρι που αφαιρεί μια ανθρώπινη ζωή. Στο παράδειγμα της υπόθεσης Λυμπέρη, ο επικεφαλής λοχίας διστάζει να τραβήξει την σκανδάλη και αναθέτει στον επιλοχία του να εκτελέσει τον θανατοποινίτη. Ο επιλοχίας καταλήγει πριν τον σκοτώσει, να τον παραμορφώσει στο πρόσωπο, αφού δίστασε και ο ίδιος να απονέμει την δικαιοσύνη. Μάλιστα 6 μήνες μετά απαλλάχτηκε των καθηκόντων του λόγω διαταραγμένης ψυχολογίας. Ακόμα και ο πιο εκπαιδευμένος στρατιώτης δεν μπορεί να αντέξει το βάρος της πράξης του. Από τον άνθρωπο-θύτη καταλήγουμε στον άνθρωπο-θύμα. Θύμα σε κάθε περίπτωση ένας ένοχος δεν θεωρείται. Οι πρόχειρες όμως, ελλείψει στοιχείων καταδίκες, μπορούν να καταστήσουν θύμα ακόμα και τον χειρότερο εγκληματία. Το σύστημα δικαιοσύνης μπορεί να είναι ατελές και διεφθαρμένο και έτσι ο κίνδυνος να εκτελεστεί με θάνατο κάποιος αθώος είναι άμεσος και με βαρύτατες συνέπειες.
Η αθωότητα δεν αποδεικνύεται ποτέ, τιμωρείται με λάθος χειρισμούς ο ακατάλληλος άνθρωπος και συνέπεια όλου αυτού είναι και μια άλλη αιτία, που μπορεί να παρουσιαστεί για την εναντίωση στην θανατική ποινή. Η μορφή που έχει λάβει η δικαιοσύνη, με την τιμωρία των ενόχων και την φυλάκιση τους για το χρονικό διάστημα που αναλογεί στις πράξεις τους με σκοπό να μετανοήσουν και να αλλάξουν τον τρόπο ζωής τους, αναιρείται όταν αντ’ αυτής λαμβάνει τα ηνία η θανάτωση. Από τη στιγμή της καταδίκης ως και το εκτελεστικό απόσπασμα, ένας ένοχος δεν έχει ούτε τον χρόνο ούτε και την ευκαιρία να μετανιώσει για τις πράξεις του, να αναθεωρήσει και να προσπαθήσει να παραδειγματιστεί από τα λάθη του και τις συνέπειες αυτών. Στο βαρύ αυτό κλίμα μπορούν να προστεθούν ως επιχειρήματα για την ακαταλληλότητα της μεθόδου οι οικονομικοί παράγοντες και οι στατιστικές μελέτες. Σύμφωνα με πολλές ετήσιες έρευνες, η θανατική ποινή δεν έχει επιφέρει μείωση στα εγκλήματα που πραγματοποιούνται (όπως θα ήταν αναμενόμενο με τον φόβο του θανάτου) ούτε έχει ελαφρύνει τα κράτη. Σύμφωνα με στατιστικές των Η.Π.Α ένας θανατοποινίτης που παραμένει στην ουρά για εκτέλεση κοστίζει στο αμερικανικό κράτος περίπου 1.260.000 εκατομμύρια δολάρια ετησίως (με τα παράλληλα έξοδα δίκης και αποζημιώσεων). Με τα δεδομένα αυτά είναι πολύ δύσκολο να θεωρήσουμε ότι υπάρχει και η καλή πλευρά του θέματος. Ή μήπως όχι;
Υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό ανθρώπων που βρίσκουν επιχειρήματα ώστε να στηρίξουν την αναγκαιότητα της εκτέλεσης των ενόχων. Πολλά από αυτά βρίσκονται σε άμεση σύγκρουση με τα παραπάνω αλλά είναι άξια αναφοράς. Οι προαναφερθείσες συνέπειες στον άνθρωπο υπάρχουν και σε αυτήν την εκδοχή. Κάποιος άνθρωπος πεθαίνει χωρίς να έχει έρθει η κατάλληλη από την φύση για εκείνον ώρα αλλά με ένα βίαιο και απεχθή τρόπο. Μετά το πέρας της τυπικής δικαστικής διαδικασίας, μια οικογένεια καλείται να παλέψει με την απώλεια και την αγανάκτηση για το μέλος της που στερήθηκε άδικα την ζωή του. Ποια είναι λοιπόν η απονομή δικαιοσύνης; Για πολλούς το έγκλημα πρέπει να αντιμετωπίζεται σκληρά, χωρίς οίκτο και ο θάνατος είναι η καταλληλότερη συνέπεια που θα επιφέρει λύτρωση στις οικογένειες και θα αποκαταστήσει την μνήμη του θανόντος. Είναι απονομή της δικαιοσύνης για τα θύματα, η οποία θα εξασφαλίσει την δημόσια ασφάλεια και θα αποτελεί τον αποτρεπτικό παράγοντα για την διάπραξη παρόμοιων βίαιων εγκλημάτων, καθ’ ότι όλοι θα γνωρίζουν ότι ο «πέλεκυς» της δικαιοσύνης θα κρούσει και θα οδηγήσει σε θάνατο.
Κανένας δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι η φυλακή μπορεί να αποτρέψει κάποιον από το να σκοτώσει και πόσο μάλλον ότι στα πλαίσια του έγκλειστου βίου θα μετανοήσει και δεν θα επιχειρήσει να απαλλαγεί της καταδίκης του και να αποδράσει ή να παρανομήσει ξανά (αφού οι περιπτώσεις άλλων ποινών είναι επίφοβες). Ο κλινικός θάνατος είναι και θάνατος της πιθανότητας να ξεφύγει κάποιος από την ενοχή του. Στο πλαίσιο αυτό των φυλακών και των δομών της κοινωνίας αναλύονται οι υπόλοιπες αιτίες. Η άμεση εκτέλεση αντί της φυλάκισης δεν επιβαρύνει το κράτος. Το κόστος διαμονής ενός τροφίμου είναι πολύ μεγαλύτερο από τα έξοδα που θα δαπανηθούν για την πραγματοποίηση της εκτέλεσης. Σύμφωνα με όσους είναι υπέρ της καταδίκης αυτής, υπάρχει σαφής μεταβολή της συχνότητας των θανάτων από εγκληματικές ενέργειες και βελτιώνονται οι συνθήκες στις φυλακές καθώς υπάρχει χώρος για όσους πραγματικά θέλουν να προσπαθήσουν για μια δεύτερη ευκαιρία, οι οποίοι δεν κινδυνεύουν από τους επικίνδυνους αυτούς ανθρώπους και έτσι επιτελείται αποτελεσματικότερα ο σκοπός του σωφρονισμού. Πού καταλήγουμε λοιπόν;
Ποια είναι η πλευρά που έχει δίκιο και τελικά με ποιον τρόπο ωφελείται μια κοινωνία; Ποια είναι τα όρια της δικαιοσύνης και πότε υπερβαίνεται η ηθική και οι αξίες; Η ασφάλεια είναι σημαντικός παράγοντας που επιτρέπει την εύρυθμη λειτουργία των κοινωνιών και που αποτρέπει να διασαλεύονται οι ζωές των ανθρώπων. Η πρόληψη σε κάθε περίπτωση είναι η σημαντικότερη όλων των άλλων ενεργειών. Για τους λόγους αυτούς η εκδίκηση (για όσους εναντιώνονται) είναι που χαρακτηρίζει την χρήση της θανατικής ποινής. Η εντύπωση πως ό,τι έκανες θα το κάνουν και σε εσένα πρέπει να ξεπεραστεί και αντιθέτως να πραγματοποιούνται ενέργειες με σκοπό την δημιουργία συνθηκών στις οποίες υπάρχει χώρος για την ηθική. Η οποία στο τέλος κερδίζει. Ποια όμως ηθική εξηγεί, ότι σε υγιείς κοινωνίες που προάγουν το δίκαιο και τις ευκαιρίες, εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι και άνθρωποι που δεν διστάζουν να αφαιρέσουν μια άλλη ανθρώπινη ζωή; Υπάρχει άραγε όριο στο έγκλημα και την ανθρώπινη φύση που είναι απρόβλεπτη; Η ανοιχτή θέση στο συγκεκριμένο ζήτημα είναι πάντοτε αφορμή για περαιτέρω αναζήτηση και εξήγηση. Ας ορίσει καθείς την δική του οπτική για την ηθική.