Του Νίκου Ζερζελίδη,
Η ΕΕ βρίσκεται και πάλι στη δίνη μιας κρίσης, αυτή τη φορά λόγω της κρίσης του κορωνοϊού. Η κρίση αυτή εχει αποκαλύψει τις εγγενείς αδυναμίες της ΕΕ, απο την εμφανή ανετοιμότητά της στην παρεμπόδιση της εξάπλωσης της νόσου, στα ανοιχτά σύνορα και την έλλειψη αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών της να μεριμνήσουν για την αντιμετώπιση της πανδημίας σε πρώιμο στάδιο μέσω βοήθειας στις πληγείσες χώρες, όπως την Ιταλία και την Ισπανία. Από την αρχή της κρίσης του κορωνοϊού στην Κίνα τον περασμένο Δεκέμβριο μέχρι και τα πρώτα κρούσματα σε διάφορες χώρες της ΕΕ, η Ένωση έδειξε αδράνεια για τον ερχόμενο κίνδυνο, κρίνοντας πως αποτελεί ένα μακρινό πρόβλημα που απασχολεί κυρίως την Κίνα. Η στάση αυτή αποτυπώθηκε και μεταξύ των ηγετών της ΕΕ, οι οποίοι ήταν στραμμένοι σε άλλα ζητήματα της ΕΕ, όπως η έγκριση του προϋπολογισμού για την περίοδο 2021-2027. Οι εθνικές κυβερνήσεις ήταν εντελώς απροετοίμαστες για μια υγειονομική κρίση παγκοσμίων διαστάσεων όσον αφορά την επάρκεια μασκών προσώπου και ιατρικού εξοπλισμού προσωπικής φροντίδας και προστασίας. Η ηγεσία της ΕΕ και το Ευρωπαϊκό κέντρο πρόληψης και ελέγχου ασθενειών δεν είχαν εικόνα του ιατρικού εξοπλισμού που διέθετε η κάθε χώρα, καθώς δε διατηρούν δεδομένα των εθνικών αποθεμάτων ιατρικού εξοπλισμού. Παράλληλα, η διστακτικότητα που παρατηρούνταν μεταξύ των κρατών μελών της για λήψη συντονισμένης δράσης κατά του κορωνοϊού, όπως έγινε γνωστό στην τηλεδιάσκεψη μεταξύ των Υπουργών Υγείας στις 13 Φεβρουαρίου, αποτυπώνεται στην αποτυχία της ηγεσίας της ΕΕ να σχεδιάσει αποτελεσματικά τη συνεργασία των κρατών μελών σε διακρατικό επίπεδο και να θέσει σε λειτουργία προσχεδιασμένο πλάνο ενεργειών σε περίπτωση μιας κρίσης επιδημίας ή πανδημίας.
Στις 28 Φεβρουαρίου, η Ιταλία, ως η πρώτη χώρα σε κρούσματα κορωνοϊού στην ΕΕ, ενεργοποίησε το μηχανισμό πολιτικής προστασίας της ΕΕ ζητώντας μάσκες προσώπου και ιατρικό εξοπλισμό προσωπικής προστασίας. Ο μηχανισμός αυτός, ο οποίος συντονίζεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, βασίζεται στην εθελοντική συνδρομή των μελών της ΕΕ. Η αντίδραση όμως, στο αίτημα της Ιταλίας ήταν απρόσμενη, καθώς κανένα κράτος μέλος δεν έσπευσε σε βοήθεια, λόγω του πανικού που άρχισε να σπέρνεται εξαιτίας της σοβαρότητας της κατάστασης της χώρας, με αποτέλεσμα η καθεμία να ασχοληθεί με τη δική της προετοιμασία απέναντι στην κρίση της πανδημίας. Σε αντίθεση με τα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ, η Κίνα με τη Ρωσία έσπευσαν να βοηθήσουν την Ιταλία συνεισφέροντας με την αποστολή ιατρικού εξοπλισμού. Την ίδια μέρα όμως που τα νοσοκομεία της Ιταλίας γέμιζαν από ασθενείς και η Ιταλία αιτήθηκε τη βοήθεια από τα υπόλοιπα μέλη της ΕΕ, έγινε υπαρκτός ο κίνδυνος ξεσπάσματος μιας ακόμα κρίσης στο μεταναστευτικό ζήτημα. Η Τουρκία, προχώρησε στην εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού ζητήματος, προωθώντας μέσω κυβερνητικών φορέων, προπαγάνδας και ψευδών ειδήσεων χιλιάδες μετανάστες και πρόσφυγες προς τα ελληνοτουρκικά με την ψευδή πρόφαση πως τα σύνορα της Ελλάδας και συνάμα της Ευρώπης είναι ανοιχτά. Η κίνηση αυτή της Τουρκίας σκοπό είχε να ασκήσει πίεση στην ΕΕ για την ικανοποίηση μιας σειράς αιτημάτων, κυρίως στο μέτωπο της Συρίας.
Η ηγεσία της ΕΕ ήταν στραμμένη στο πρόβλημα αυτό, προκειμένου να μην ξεφύγει από τον έλεγχό της με οδυνηρές συνέπειες τόσο για την Ελλάδα όσο και την υπόλοιπη Ευρώπη, χωρίς ξεκάθαρη μεταναστευτική πολιτική αναδιανομής την προσφύγων στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ. Ας μην ξεχνάμε πως η μεταναστευτική κρίση που ξεκίνησε το 2015 είχε πυροδοτήσει εθνικιστικά συναισθήματα και την άνοδο του ευρωσκεπτικισμού, τα οποία έχουν αποδειχθεί πιο επιζήμια ζητήματα για την ΕΕ σε σχέση με ιούς, όπως ο SARS και ο Ebola. Σε αυτό το σημείο οφείλουμε να αναφέρουμε τον αντίκτυπο της κρίσης του κορωνοϊού στις οικονομίες των κρατών μελών της ΕΕ. Με την πλειοψηφία των χωρών να έχει αποφασίσει το κλείσιμο των επιχειρήσεων, καταστημάτων και υπηρεσιών, ακόμα και βιομηχανιών σε ορισμένες χώρες αλλά και τη μείωση των εμπορικών και χρηματιστηριακών συναλλαγών στην ΕΕ και τον κόσμο, η ΕΕ βρίσκεται στα πρόθυρα μιας ακόμα οικονομικής κρίσης ανάλογης, αν όχι πιο σοβαρής, με αυτή του 2008. Η νομισματική πολιτική της μείωσης των επιτοκίων σε συνδυασμό με την ποσοτική χαλάρωση της τάξης των 750 δις € από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για την εξασφάλιση της ρευστότητας στην αγορά δεν αποδείχθηκε αρκετή.
Οι χώρες του Νότου κυρίως σε σχέση με αυτές του Βορρά, δεν διαθέτουν το δημοσιονομικό χώρο για την κάλυψη των απαιτούμενων δαπανών ενίσχυσης του υγειονομικού τους συστήματος και την αντιμετώπιση μιας μελλοντικής ύφεσης μέσω μιας επεκτατικής πολιτικής. Με βάση τα δεδομένα αυτά, οι χώρες του Νότου πιέζουν για την έκδοση ενός Ευρωομολόγου που θα παρέχει ρευστότητα σε χώρες των οποίων η οικονομία χρειάζεται μεγαλύτερη στήριξη σε σχέση με αυτές του Βορρά κατά τη διάρκεια της κρίσης του κορωνοϊού, το αποκαλούμενο κορωνο-ομόλογο. Η ΕΚΤ έχει την ευκαιρία να αναδειχθεί «σωτήρας» της Ευρωζώνης και της ΕΕ, καθώς με την παροχή ρευστότητας μπορεί να σταματήσει τη διασπορά μεγαλύτερου πανικού στον οικονομικό και χρηματοπιστωτικό τομέα. Οι χώρες που αντίκεινται στην έκδοση όμως ενός τέτοιου Ευρωομολόγου, αλλά και στη δημιουργία ενός κοινού ταμείου για την αντιμετώπιση κρίσεων είναι οι χώρες του Βορρά, κυρίως η Γερμανία και η Ολλανδία.
Οι αντιπαραθέσεις Βορρά-Νότου εν μέσω κρίσεων αποτελούν φυσικό επακόλουθο της κακής αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης, της διαφορετικής αντίληψης μεταξύ των χωρών της ΕΕ για την ίδια την Ένωση ως πολιτικό εγχείρημα και την πολιτική ολοκλήρωσή της, αλλά και της διαφορετικής κουλτούρας των χωρών όσον αφορά καίρια ζητήματα. Οποιαδήποτε αποτυχία για την πρόοδο στο οικονομικό μέτωπο για τη λήψη μιας κοινής ευρωπαϊκής απόφασης θα μπορούσε να υποβαθμίσει καίρια την εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία της ΕΕ και τη στήριξη του οικοδομήματος από τα ίδια τα κράτη μέλη της Ένωσης και τους πολίτες της. Ο περαιτέρω εσωτερικός κατακερματισμός της Ένωσης θα μπορούσε να αποδυναμώσει τη διαπραγματευτική και γεωπολιτική της ισχύ και οι χώρες της ΕΕ θα μπορούσαν να στραφούν σε εναλλακτικές επιλογές για ξένες επενδύσεις και στενότερες οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία και την Κίνα.
Παράλληλα, με γνώμονα τον καταστροφικό αντίκτυπο του κορωνοϊού σε οικονομικό επίπεδο και σε επίπεδο γοήτρου για την ίδια την ΕΕ, μια ακόμα αποτυχία για εκείνη να αντιμετωπίσει μια κρίση διεθνών διαστάσεων λαμβάνοντας μακροπρόθεσμα μέτρα για την αντιμετώπιση μελλοντικών προκλήσεων και τη θωράκισή της σε οικονομικά πλαίσια θα μπορούσε να διογκώσει φαινόμενα εγωιστικών εθνικών πολιτικών, εθνικισμού και λαϊκισμού ανάμεσα στις χώρες μέλη της. Η ανατροπή του αρνητικού κλίματος θεωρείται απαραίτητη για την επιβίωση της ΕΕ ως μοναδικού πολιτικού εγχειρήματος στον κοσμο, καθώς είναι ορατός ο κίνδυνος οικονομικής και πολιτικής κατάρρευσής της, λόγω των αργών αντανακλαστικών της και της αδράνειάς της σε μεγάλες προκλήσεις όπως η ευρωκρίση του 2008, η μεταναστευτική κρίση του 2015 αλλά και η κρίση της πανδημίας του κορωνοϊού σήμερα. Η αλληλεγγύη και ο επαναπροσδιορισμός ενός κοινού οράματος μεταξύ των κρατών μελών για την ίδια την Ένωση είναι αναγκαία για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών της ΕΕ στο οικοδόμημα αυτό με κύριο στόχο σήμερα την αντιμετώπιση της κρίσης της πανδημίας με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές.
Είναι διεθνολόγος, 26 χρονών και κατάγεται από το Κιλκίς. Απόφοιτος του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών του σπουδών, συμμετείχε σε πολυάριθμα συνέδρια-προσομοιώσεις διεθνών και ευρωπαϊκών θεσμών τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Έκανε πρακτική στη Διεθνή Αμνηστία στην Αθήνα αλλά και δύο προγράμματα Εράσμους για σπουδές και εθελοντισμό στην Τσεχία και στην Πορτογαλία αντίστοιχα. Τον Ιούνιο του 2019 ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Λέιντεν της Ολλανδίας στις Πολιτικές Επιστήμες με εξειδίκευση στον Εθνικισμό, στις Εθνοτικές Συγκρούσεις και την Ανάπτυξη. Μιλάει 5 ξένες γλώσσες. Αυτή την περίοδο υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία στο Πυροβολικό Σώμα του Ελληνικού στρατού.