14.6 C
Athens
Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΚοινωνίαΣύνταγμα, πανδημία και δικαιώματα

Σύνταγμα, πανδημία και δικαιώματα


Της Αγγελικής Κωνσταντάρα,

Τον τελευταίο μήνα έχουμε καταστεί μάρτυρες μίας πρωτόγνωρης κατάστασης. Για να βγούμε μία βόλτα πρέπει να ενημερώσουμε την Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας –ούτε η μάνα μας να ήταν–, ενώ χιλιάδες επιχειρήσεις έχουν βάλει προσωρινά λουκέτο. Αποκορύφωμα δε για πολλούς πιστούς αποτελεί η τέλεση των λειτουργιών της Μεγάλης Εβδομάδας κεκλεισμένων των θυρών, καθώς και η απαγόρευση λατρείας εντός των ιερών ναών. Παρατηρείται λοιπόν μία, εκ πρώτης όψεως, παραβίαση πολλών συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων μας, κάτι που θα μπορούσε να δημιουργήσει την ψευδή εντύπωση ότι είτε το κράτος αυτή τη στιγμή παρανομεί είτε ότι η πανδημία μπορεί να δικαιολογήσει οποιοδήποτε μέτρο στο βαθμό που εξυπηρετείται το περιβόητο δημόσιο συμφέρον. Επιτρέπεται τελικά από το Σύνταγμα η στάθμιση των δικαιωμάτων μας ή αυτή καθίσταται απαράδεκτη λόγω του απόλυτου χαρακτήρα τους;

Η απάντηση είναι ότι ο περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών είναι καταρχήν επιτρεπτός συνταγματικά. Το άρθρο 25 του Συντάγματος, που καθιερώνει την αρχή του κράτους δικαίου και την ανεμπόδιστη άσκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων, προβλέπει ότι «οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Από αυτή τη διάταξη προκύπτει ότι κάθε νομοθετική ρύθμιση περιορισμού δικαιωμάτων θα πρέπει να βρίσκει έρεισμα είτε σε τυπικό νόμο, ψηφισμένο από την Βουλή προς διασφάλιση της δημοκρατικής αρχής, είτε στο ίδιο το Σύνταγμα, όπως προβλέπεται για την έκδοση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου σε «έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης». Σύμφωνα με τα παραπάνω, η απαγόρευση ελεύθερης εισόδου, εξόδου και κίνησης στη χώρα είναι κατ’ εξαίρεση επιτρεπτή όταν επιβάλλεται η λήψη μέτρων για την προστασία της δημόσιας υγείας (ερμηνευτική δήλωση άρθρου 5 Συντ.), κάτι που δικαιολογεί συνταγματικά την πρόταξη της δημόσιας υγείας έναντι της ελευθερίας κίνησης.

Σε κάθε περίπτωση πάντως ο περιορισμός δεν θα πρέπει να θίγει τον πυρήνα του εκάστοτε δικαιώματος, ώστε αυτό να αναιρείται στην ουσία του, δηλαδή να μην μπορεί να ασκηθεί. Η θρησκευτική ελευθερία λόγω χάρη αποτελεί διφυές δικαίωμα και συνίσταται τόσο στην ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης όσο και στο δικαίωμα λατρείας σε ιερούς ναούς. Επομένως, η απαγόρευση συμμετοχής στα μυστήρια στο χώρο του ναού εν όψει κορωνοϊού μπορεί μεν να εμποδίζει την λατρεία, δεν προσβάλλει όμως στην ουσία του το δικαίωμα, καθώς δεν θίγει –μάλλον ενισχύει– την ελευθερία συνείδησης. Ας μην ξεχνάμε και την παράγραφο 4 του σχετικού άρθρου 13 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «κανένας δεν μπορεί, εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το κράτος ή να αρνηθεί να συμμορφωθεί προς τους νόμους.»

Εκτός από τα παραπάνω, ο περιορισμός των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να γίνεται με σεβασμό σε δύο θεμελιώδεις αρχές: την αρχή της αναλογικότητας και την αρχή της ισότητας. Όσον αφορά την πρώτη, απαιτείται το περιοριστικό δικαιώματος μέτρο να είναι πρόσφορο, κατάλληλο δηλαδή για την αντιμετώπιση της υφιστάμενης κρίσης, αναγκαίο, εφόσον δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί κάποια άλλη, ηπιότερη, ενδεχομένως, ρύθμιση και stricto sensu αναλογικό, ώστε τα απορρέοντα από το μέτρο μειονεκτήματα να μην υπερσκελίζουν τα πλεονεκτήματα. Με αυτό τον τρόπο εξασφαλίζεται η εναρμόνιση και όχι η θυσία των ατομικών δικαιωμάτων στο βωμό του δημοσίου συμφέροντος, το οποίο έτσι προσδιορίζεται από τα συνταγματικώς προβλεπόμενα όργανα βάσει των συνταγματικών επιταγών. Εφαρμόζοντας την αρχή της αναλογικότητας στην αντιμετώπιση της πανδημίας, θα διαπιστώσουμε ότι ο περιορισμός της κυκλοφορίας, στο βαθμό που λαμβάνει χώρα για περιορισμένο χρονικό διάστημα και δεν παραγνωρίζει βασικές βιοτικές ανάγκες (διατροφή, άσκηση), είναι πράγματι κατάλληλος για την αποτροπή της εκτεταμένης διασποράς και αναγκαίος, καθώς τα προηγούμενα χαλαρότερα μέτρα δεν είναι επαρκή –όπως αποδείχθηκε στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ– για την διατήρηση του αριθμού των κρουσμάτων σε χαμηλά επίπεδα. Τα δε οφέλη από τη ρύθμιση αναμφίβολα υπερισχύουν των δυσχερειών, καθώς η δυσφορία, η αλλαγή της καθημερινότητας μας, ακόμα και η πτώση του δείκτη οικονομικής ανάπτυξης δεν μπορούν να συγκριθούν με το τραγικό ενδεχόμενο υπερφόρτωσης των ΜΕΘ και της συνακόλουθης θέσης ασθενών σε σειρά προτεραιότητας έναντι άλλων, με αποτέλεσμα τη σοβαρή επιδείνωση της υγείας των τελευταίων…

Η αρχή της ισότητας από την άλλη πλευρά απορρέει από το άρθρο 4 του Συντάγματος και καθιερώνει την ίση μεταχείριση των πολιτών ενώπιον του νόμου. Αυτή η ισότητα όμως δεν εξασφαλίζεται με την εφαρμογή του ίδιου μέτρου σε κάθε περίπτωση και με τον ίδιο τρόπο, αλλά με τρόπο αντικειμενικό και κατάλληλο, ώστε να εφάπτεται στις ανάγκες κάθε περίστασης. Για παράδειγμα, θα ήταν άδικη η χορήγηση ισόποσων επιδομάτων σε κάθε νοικοκυριό, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη αντικειμενικά κριτήρια, όπως ο αριθμός των μελών, το εισόδημα κτλ. Πώς όμως πραγματώνεται αυτή η συνταγματική αρχή εν καιρώ πανδημίας; Η απάντηση μπορεί να δοθεί εν μέρει, αν λάβουμε υπόψη την επικινδυνότητα του ιού και την κοινή για όλους πραγματικότητα. Η εύκολη μεταδοτικότητα της νόσου απαιτεί την προσοχή όλων μας, καθώς ακόμη κι αν οι ίδιοι δεν εκδηλώσουμε συμπτώματα, η επαφή μας με άλλο πρόσωπο μπορεί να αποβεί μοιραία. Κάποιοι σε αυτό το σημείο εγείρουν ενστάσεις σχετικά με το κατά πόσο θα έπρεπε τα αυστηρά μέτρα περιορισμού στο σπίτι να ισχύουν για όλους, από τη στιγμή που η πλειοψηφία των σοβαρά νοσούντων ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες. Εκτός από το κοινωνικό-ψυχολογικό επιχείρημα περί κοινωνικού αποκλεισμού, θα πρέπει να επικαλεσθούμε τον κανονιστικό χαρακτήρα των μέτρων, δηλαδή την καθολική τους ισχύ, δεδομένης της αρχής της ισότητας. Η απομόνωση εξάλλου μίας μόνο πληθυσμιακής ομάδας, τη στιγμή που τα κρούσματα προέρχονται από κάθε ηλικία και συζούν σε πολλές περιπτώσεις με άτομα ευπαθούς ομάδας, εκτός από αντισυνταγματική θα ήταν και επικίνδυνη.

Συνοψίζοντας, τα ατομικά δικαιώματα είναι καταρχήν απαραβίαστα και η Πολιτεία υποχρεούται να εγγυάται την ελεύθερη άσκησή τους. Γι’ αυτό και όπως αναφέρθηκε, το Δημόσιο συμφέρον δεν μπορεί να υπερβαίνει το Σύνταγμα και κατ’ επέκταση να δικαιολογεί τον αυθαίρετο και υπέρμετρο παραμερισμό ατομικών ελευθεριών στο όνομα της «κοινής ωφέλειας». Ο περιορισμός αντίθετα δεν νοείται χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση και πάντα απαλλαγμένος με τη σειρά του από περαιτέρω περιορισμούς. Το Σύνταγμα αναδεικνύεται αρκετά ισχυρό ώστε να θέσει το ίδιο τα όρια «παράκαμψης» ουσιαστικών διατάξεών του, θέτοντας αυστηρές προϋποθέσεις. Να υπογραμμίσουμε τέλος πως οποιοδήποτε περιοριστικό μέτρο λαμβάνεται αυτή την περίοδο είναι προσωρινό και συνοδεύεται από μία σειρά ρυθμίσεων που αποσκοπούν ακριβώς στην μείωση κατά το δυνατόν σοβαρών παράπλευρων απωλειών. Υπομονή, πειθαρχία, εμπιστοσύνη και δύναμη συνθέτουν την επιτυχή έκβαση του παγκόσμιου αγώνα κατά του κορωνοϊού. Θα τα καταφέρουμε!


Αγγελική Κωνσταντάρα

Γεννήθηκε το 2001 στην Πάτρα, όπου και πέρασε τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια. Σπουδάζει στην Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Η επιλογή της σχολής αυτής είναι σε αρμονία με τα ενδιαφέροντά της, καθώς έχει συμμετάσχει σε συνέδρια προσομοίωσης επιτροπών του Ο.Η.Ε (MUN), της Unesco αλλά και σε προσομοίωση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (ICJ) σε ρόλο δικαστή αλλά και συνηγόρου. Της αρέσει επίσης να συμμετέχει σε ρητορικά αγωνίσματα, όπως το debate. Στον ελεύθερό της χρόνο, απολαμβάνει να παίζει πιάνο, να ταξιδεύει και να παρακολουθεί ταινίες, ενώ η χορωδία είναι το δεύτερό της σπίτι.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Σωτηρία Γιαννακοπούλου
Σωτηρία Γιαννακοπούλου
Γεννήθηκε το 1997 στη Δράμα. Από μικρή ηλικία είχε έντονο ενδιαφέρον για την πολιτική, το οποίο έμελλε να καθορίσει και την επιλογή των σπουδών της. Σήμερα είναι απόφοιτη του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. Έχει δουλέψει ως ασκούμενη στο Υπουργείο Εξωτερικών και σε εταιρεία δημοσκοπήσεων, ενώ έχει συμμετάσχει σε προσομοιώσεις πολιτικών θεσμών τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα και ενδιαφέροντα της αποτελούν οι διεθνείς σχέσεις και η πολιτική ανάλυση με την οποία φιλοδοξεί να ασχοληθεί και  σε μεταπτυχιακό επίπεδο.