Του Νίκου Μελιτσιώτη,
Στις 19 Αυγούστου του έτους 1071 μ. Χ., η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία συγκρούεται με μια νέα, επικίνδυνη δύναμη, αυτή των Σελτζούκων Τούρκων. Η έκβαση αυτής της σύγκρουσης θα αποτελέσει την αρχή του τέλους για την πάλαι ποτέ κραταιά Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τη συνέχιση της εξάπλωσης για τη νέα, αναδυόμενη δύναμη των Σελτζούκων.
Το 1063 μ. Χ. τον θρόνο της Βασιλεύουσας κατείχε ο Κωνσταντίνος Ι΄ Δούκας (1059–1067 μ. Χ.). Τα προβλήματα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει ήταν εξαιρετικά δυσεπίλυτα, ιδιαίτερα στον κλάδο της οικονομίας. Έτσι, προκειμένου
να μην αυξήσει τους ήδη δυσβάστακτους για τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα φόρους, προέβη σε δραστική περικοπή των στρατιωτικών δαπανών. Έτσι εξασφάλισε μια οικονομική ανάσα, αποδυνάμωσε όμως σε μεγάλο βαθμό τα στρατιωτικά σώματα των θεμάτων. Αντ’ αυτών, την επάνδρωση του στρατεύματος ανέλαβαν οι μισθοφόροι από διάφορες περιοχές, οι οποίοι έλκονταν από τα πλούτη της Πόλης και συνέρρεαν στην πρωτεύουσα.
Σε αυτήν την κατάσταση βρισκόταν η Αυτοκρατορία, όταν το 1064 μ. Χ. με ηγέτη τους τον Άρπ – Αρσλάν (1063 –1073 μ. Χ.), οι Σελτζούκοι λεηλάτησαν το Άρνι και εν συνεχεία κατέλαβαν το Αχλιάτ, το Μαντζικέρτ και το Καρς. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1067 μ. Χ., επανήλθαν λεηλατώντας τη Μελετίνη, την Αντιόχεια και την Καισάρεια. Η αντίσταση π
ου συνάντησαν ήταν εξαιρετικά ισχνή, γεγονός που οφείλεται τόσο στην αποδυνάμωση του τοπικού στρατού όσο και στις τακτικές μάχης των Σελτζούκων. Έχοντας ξεκινήσει την πορεία τους ως νομάδες κτηνοτρόφοι ήταν εξαίρετοι ιππείς αλλά χωρίς καμία εμπειρία σε μάχη εκ του συστάδην. Έτσι επιδίδονταν σε πόλεμο φθοράς με τον εξής τρόπο: κάθε φορά που συναντούσαν απόσπασμα βαρύτερα οπλισμένο, προσποιούνταν υποχώρηση και τους καταπονούσαν με βροχή βελών από τους ικανότατους ιπποτοξότες τους. Μόλις η συνοχή των αντιπάλων χανόταν, το ιππικό εφορμούσε και τους αποτελείωνε.
Το 1067 μ. Χ. ο αυτοκράτορας Ιωάννης Δούκας πεθαίνει. Η χήρα του, Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα, νυμφεύεται τον Ρωμανό Δ΄ Διογένη, προκειμένου να περιορίσει τη δύναμη της οικογένειας των Δουκών. Με την ανάληψη του θρόνου ξεκίνησε το τιτάνιο έργο της αναδόμησης του στρατού. Το 1068 μ. Χ. πετυχαίνει μια μικρή νίκη στην Τεφρική, όμως το 1069 μ. Χ. λεηλατείται εκ νέου η Μελετίνη και το Ικόνιο.
Όμως, ο στόχος του Άρπ – Αρσλάν είναι οι εύφορες περιοχές που ανήκουν στους Φατιμίδες Άραβες. Έτσι, παράλληλα με τις λεηλασίες που διαπράττει κατά των πλούσιων εδαφών της Ανατολής, πολεμά με τους Άραβες στον Λίβανο. Δυσκολεύεται, όμως, αρκετά έχοντας ανοικτά δύο ισχυρά μέτωπα. Έτσι το 1069 εγγυάται, με συνθηκολόγηση, την παύση των εχθροπραξιών κατά του Βυζαντίου.
Παρά τη συνθηκολόγηση, ο Ρωμανός Δ΄ είχε ήδη ξεκινήσει, μετά τις τελευταίες λεηλασίες, να συγκεντρώνει μεγάλη δύναμη προκειμένου να ανακαταλάβει τις πόλεις του Μαντζικέρτ και του Αχλιάτ και να απαλλαγεί μια για πάντα από τον επικίνδυνο αντίπαλό του. Οι πληροφορίες για το μέγεθος του στρατεύματος διαφέρουν, με κάποιες πηγές να το αναγάγουν στο υπερβολικό 1.000.000 και κάποιες να το τοποθετούν μεταξύ 200–600.000 ανδρών. Το πιθανότερο πάντως είναι τον Φεβρουάριο του 1071 να ξεκίνησαν από την Κωνσταντινούπολη 100.000 άνδρες, εκ των οποίων περίπου οι 50.000 ήταν μάχιμοι, με τους υπόλοιπους να αποτελούν τους υπηρέτες, ιπποκόμους και τεχνίτες, οι οποίοι θα συνέβαλαν στην κατάληψη των πόλεων.
Αξίζει να τονιστεί η εξαιρετική πολυεθνικότητα του βυζαντινού στρατού. Πέρα από τα στρατεύματα που είχαν κληθεί από τα θέματα και αποτελούσαν το 50% του στρατού, τον αυτοκράτορα ενίσχυσαν οι βυζαντινοί μεγαλοκτηματίες, οι οποίοι διέθεσαν τους προσωπικούς «στρατούς» τους στην υπηρεσία του. Επίσης, η Βαράγγειος φρουρά και τα αυτοκρατορικά Τάγματα αποτελούσαν τη σωματοφυλακή του. Φυσικά μεγάλο μέρος του στρατού αποτελείτο από Βούλγαρους, Σύρους, Σλάβους, Αρμένιους, Πατζινάγκες και Αλανούς, Ούζους (ή Ουγούζους) Τούρκους, Ίβηρες, Νορμανδούς, Γερμανούς και Γότθους μισθοφόρους. Παρά το μέγεθός του, το στράτευμα ήταν αρκετά αδύναμο και ανομοιογενές. Οι Βυζαντινοί ήταν άπειροι στον πόλεμο και οι μισθοφόροι μάχονταν μόνο για το χρήμα. Σημειώθηκαν μάλιστα και ανταρσίες μισθοφόρων, ιδιαίτερα Γερμανών.
Προκειμένου να αποκτήσει το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού, ο Ρωμανός Δ΄ στέλνει ήδη από τον Φεβρουάριο απεσταλμένους (οι οποίοι μάλλον λειτούργησαν ως κατάσκοποι) προκειμένου να ανανεώσει τη συνθήκη ειρήνης του 1069 μ. Χ. Προσωρινά ξεγελά τον Αρπ – Αρσλάν, ο οποίος διακόπτει την πολιορκία της Έδεσσας και κινείται προς το αραβοκρατούμενο Χαλέπι.
Έτσι τον Μάρτιο του 1071 μ. Χ. ο Βυζαντινός στρατός κινείται προς τους στόχους του, Μαντζικέρτ και Αχλιάτ. Μόλις λαμβάνει την είδηση αυτήν ο Αρπ – Αρσλάν, εγκαταλείπει την πολιορκία του Χαλεπιού και τρέχει προς υπεράσπιση των εδαφών του.
Στις αρχές του καλοκαιριού ο Ρωμανός Δ΄ στέλνει τον Νορμανδό μισθοφόρο Ρουσέλ ντε Μπουαγιέ να καταλάβει τις περιοχές γύρω από το Μαντζικέρτ και το Αχλιάτ. Προς αναχαίτισή του ο Σελτζούκος ηγέτης στέλνει τον στρατηγό του Σουντάκ με 5.000 άνδρες, ενώ κρατά κοντά του μόλις 4.000 άνδρες οι οποίοι αποτελούσαν την προσωπική του φρουρά, τους Μαμελούκους. Σε αυτήν την ενέργεια, ο Ρωμανός στέλνει 10.000 ιππείς υπό τον Ιωσήφ Ταρχανιώτη προς ενίσχυση του Ρουσέλ. Με τον υπόλοιπο στρατό καταλαμβάνει το Μαντζικέρτ με αρκετή ευκολία. Παρά το άρτιο του εξοπλισμού των ιππέων αυτών, ηττώνται από τον Σουντάκ με βαριές απώλειες.
Στη συνέχεια ο αυτοκράτορας στέλνει νέες δυνάμεις υπό τους Νικηφόρο Βρυέννιο και Βασιλάκιο, οι οποίες αποδεκατίζονται και ο πρώτος τραυματίζεται στην προσπάθεια αποτροπής της αιχμαλωσίας του δεύτερου. Μετά από τη δεύτερη αυτήν ήττα, ο Ρωμανός βαδίζει ο ίδιος με τον στρατό του προς τον Σουντάκ, ο οποίος έχει υποχωρήσει κατά τη συνήθη τακτική τους και ενωθεί με τον Αρπ – Αρσλάν, ο οποίος έχει στρατολογήσει στη διαδρομή του 10.000 Κούρδους μισθοφόρους και έχει ενισχυθεί από τις φρουρές του Μαντζικέρτ και του Αχλιάτ. Στο τέλος της ημέρας οι δύο πλευρές στρατοπεδεύουν, με τους Σελτζούκους να παρενοχλούν διαρκώς τους Βυζαντινούς με βολές από τους ιπποτοξότες τους.
Την επόμενη μέρα ο Σελτζούκος ηγέτης προτείνει ειρήνη στον αντίπαλό του, την οποία αυτός απορρίπτει ή όπως ανέφερε, θα την ξανασυζητούσε στην πρωτεύουσα των Σελτζούκων! Η αυτοπεποίθησή του αυτήν πηγάζει από την πεποίθηση πως θα επέστρεφαν οι δυνάμεις των Ρουσέλ και Ταρχανιώτη, καθώς και οι πολυάριθμες εφοδιοπομπές, οι οποίες είχαν σταλεί προς εύρεση πόρων για τη συντήρηση του στρατού. Επίσης, πίστευε πως ο στρατός του παρά τις φθορές, παρέμενε ακόμη ισχυρότερος από αυτόν του Άρπ – Αρσλάν. Δυστυχώς, όμως, καμία από τις δύο πεποιθήσεις του δεν επιβεβαιώθηκαν. Οι δυνάμεις των Σελτζούκων απεδείχθησαν μεγαλύτερες, ενώ οι δύο στρατηγοί μετά την ήττα τους, υποχώρησαν πληροφορούμενοι την άφιξη της κύριας δύναμης του Άρπ – Αρσλάν σε απόσταση 200 χιλιομέτρων, φτάνοντας στη Μελετίνη! Επίσης στη δύσκολη αυτήν κατάσταση ήρθε να προστεθεί η αυτομόληση στο στρατόπεδο των Σελτζούκων Τούρκων των Ούζων (ή Ουγούζων) Τούρκων μισθοφόρων.
Στις 19 Αυγούστου 1071 μ. Χ. οι δύο στρατοί παρατάσσονται. Οι Βυζαντινοί παρατάσσονται σε δύο γραμμές. Η πρώτη, αυτή του μετώπου, διαιρείται σε τρία αποσπάσματα. Το αριστερό επανδρώνεται από τις μονάδες των δυτικών θεμάτων και των Πετσενέγκων μισθοφόρων υπό τον Νικηφόρο Βρυέννιο. Το κέντρο το οποίο διοικεί ο ίδιος ο αυτοκράτορας, αποτελείται από τα Αυτοκρατορικά Τάγματα, από ένα μέρος των Βυζαντινών δυνάμεων και από τη Βαράγγειο φρουρά. Το δεξί απαρτιζόταν από Βυζαντινούς, Ούζους (όσοι απέμειναν) και Αρμένιους μισθοφόρους. Η δεύτερη γραμμή αποτελείτο από Βυζαντινούς, Γερμανούς και Νορμανδούς ιππείς υπό τον πολιτικό αντίπαλο του Ρωμανού Ανδρόνικου Δούκα. Το σύνολο του στρατού αριθμούσε περίπου 30.000 άνδρες.
Οι Σελτζούκοι αντίστοιχα παρατάχθηκαν σε σχήμα ημισελήνου, ιδανικό για τον πόλεμο φθοράς που διεξήγαγαν. Υπό τον στρατηγό Ταράνγκ παρατάχθηκαν περίπου 20.000 άνδρες, στην πλειονότητά τους ιππείς, ενώ ο ίδιος ο Άρπ – Αρσλάν διοικούσε τον στρατό του από την κορυφή του λόφου, κρατώντας κρυμμένους σε παρακείμενα φαράγγια 10.000 ιππείς. Υπολογίζεται η δύναμή τους στους 30.000 άνδρες.
Με την προέλαση του στρατού των Βυζαντινών, οι Σελτζούκοι ξεκίνησαν να υποχωρούν, παρασύροντας και καταπονώντας τους με καταιγισμό βελών, ώσπου το απόγευμα οι κατάκοποι Βυζαντινοί έφτασαν στο στρατόπεδο των Σελτζούκων. Τότε ο Ρωμανός φοβούμενος επίθεση στο αφύλακτο στρατόπεδό του, διατάζει συντεταγμένη υποχώρηση με αντιστραμμένο λάβαρο.
Η διαταγή, όμως, μπέρδεψε τις δύο πτέρυγες, στις οποίες επικράτησε σύγχυση. Έτσι το κέντρο βρέθηκε να υποχωρεί και οι πτέρυγες να αδρανούν. Την ευκαιρία άδραξε ο Αρπ – Αρσλάν, ο οποίος διέταξε μεταβολή και επίθεση κατά των βυζαντινών δυνάμεων, με τον ίδιο να ηγείται των εφεδρειών.
Η καταστροφή είχε μόλις αρχίσει. Με πρώτο το δεξί πλευρό να ηττάται και να διαλύεται, το αριστερό ακολουθεί, παρ’ όλη τη γενναία αντίσταση που προέβαλε. Έτσι σύντομα το κέντρο βρέθηκε περικυκλωμένο και παρά τη σθεναρή αντίσταση που πρόβαλλαν οι Βαράγγοι σωματοφύλακες, ο ίδιος τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι και αιχμαλωτίστηκε, ενώ το άλογό του σκοτώθηκε.
Όσον αφορά τη δεύτερη γραμμή της εφεδρείας, η οποία είχε δυνατότητα και υποχρέωση να παρέμβει στο σημείο που χρειαζόταν περισσότερο, διοικείτο δυστυχώς από έναν πολιτικό αντίπαλο του Ρωμανού. Ο λόγος για τον Ανδρόνικο Δούκα, αδερφό του προκατόχου του Ρωμανού Κωνσταντίνου Ι΄. Γι’ αυτόν και για την αριστοκρατία που συγκέντρωνε γύρω του η δυναστεία των Δουκών, ο Ρωμανός ήταν ένας επικίνδυνος άνδρας, ο οποίος απειλούσε τη συνέχεια της δυναστείας και μια πιθανή νίκη του θα τον ισχυροποιούσε στα μάτια του λαού. Έτσι, μόλις είδε το αντιστραμμένο αυτοκρατορικό λάβαρο διέταξε άμεση υποχώρηση, καθώς ο αυτοκράτορας είχε σκοτωθεί! Έτσι εγκατέλειψε το πεδίο της μάχης και γύρισε στην Κωνσταντινούπολη. Όμως ο αυτοκράτορας, όχι μόνο δεν είχε σκοτωθεί, αλλά έτυχε αξιοπρεπέστατης μεταχείρισης από τον αντίπαλό του. Φρόντισαν τα τραύματά του και του πρότειναν συνθήκη ειρήνης, η οποία περιλάμβανε:
- παροχή ετήσιου φόρου και στρατιωτικής βοήθειας
- απελευθέρωση όλων των μουσουλμάνων αιχμαλώτων
- επιστροφή του Μαντζικέρτ στους Τούρκους και παραχώρηση μερικών ακόμα φρουρίων
Μετά την υπογραφή της, ο αυτοκράτορας επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου βρήκε τον θρόνο κατειλημμένο από τον Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα Παραπινάκη, ο οποίος μαζί με τους Ανδρόνικο και Ιωάννη Δούκα, αφού ξεγέλασαν τον Ρωμανό και τον ανάγκασαν να παραδοθεί, τον τύφλωσαν βίαια και τον έκλεισαν στη φυλακή, όπου και πέθανε μια εβδομάδα αργότερα, τον Ιούλιο του 1072. Με τον θάνατό του, η συμφωνία με τον Άρπ – Αρσλάν θεωρήθηκε άκυρη και οι Σελτζούκοι ξεκίνησαν ξανά τις ανελέητες λεηλασίες.
Οι συνέπειες της μάχης του Μαντζικέρτ μπορούν να χαρακτηριστούν μακροπρόθεσμες. Όχι μόνο κατακερματίστηκε ένα σημαντικό μέρος του στρατού της αυτοκρατορίας, με την απώλεια πολλών ιππέων και ιδιαίτερα των τελευταίων κλιβανάριων, του εξαιρετικού ιππικού των βυζαντινών, αλλά τα σύνορα έμειναν επί της ουσίας ανυπεράσπιστα, έρμαιο των μαινόμενων Σελτζούκων οι οποίοι προήλασαν σε βάθος και έφτασαν στην ίδρυση του Σουλτανάτου του Ικονίου, με την επικράτεια αυτού να περιλαμβάνει τις πλουσιότερες των περιοχών που ανήκαν κάποτε στην εξουσία του βυζαντινού αυτοκράτορα. Θα μπορούσε με ασφάλεια κάποιος να πει πως η εδαφική συρρίκνωση της αυτοκρατορίας είχε ξεκινήσει και θα τελείωνε το 1453, στις 29 Μαΐου, έξω από την πύλη του Αγίου Ρωμανού.
Βιβλιογραφία
- Δεληγιάννης Π. (2008) Βυζάντιο εναντίον Ισλάμ 634–1461, Αθήνα: Εκδόσεις Περισκόπιο, σσ. 56 – 60
- Ψαρουλάκης Γ. (Επιμ.) () Ιστορικά Τετράδια 11: Βυζάντιο οι μάχες που άλλαξαν την Ιστορία, Αθήνα: Compupress, σσ. 13 – 14
- Βασίλιεφ Α. Α. (1995) Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324–1453, Τόμος Πρώτος, Αθήνα: Εκδόσεις Πάπυρος, σσ. 446 – 454
- Heath I., McBride A. (s. d.) Men-at-arms series 89 Byzantine Armies 886–1118, Oxford: Osprey Publishing, σσ. 24 – 28
- Συλλογικό έργο (2015) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Βυζαντινός Ελληνισμός – Μεσοβυζαντινοί Χρόνοι – τόμος 19, 8η έκδοση, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, σσ. 148-149
Γεννήθηκε το 1997 στην Καλαμάτα και είναι επί πτυχίω φοιτητής στο τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Συμμετείχε σε αρχαιολογικά και ιστορικά συνέδρια και ημερίδες ως εισηγητής και εθελοντής. Είναι ένθερμος μελετητής της Βυζαντινής Ιστορίας. Ασχολείται με τον παραδοσιακό χορό και τη συλλογή και μελέτη νομισμάτων.