Της Βασιλείας Τζιτζικάκη,
Με τον όρο “Dark Tourism” εννοείται ένα είδος τουρισμού το οποίο έχει ως βασικό του ενδιαφέρον την επίσκεψη σε τόπους «μεγάλου πόνου». Πρώτη φορά διατυπώθηκε το 1996 από τους Lennon και Foley για να περιγράψει τη σχέση μεταξύ τουριστικών αξιοθέατων και το ενδιαφέρον για το θάνατο και το μακάβριο. Οι επισκέψεις λοιπόν των τουριστών που ενδιαφέρονται για το συγκεκριμένο είδος τουρισμού είναι εκείνες οι οποίες σχετίζονται με τον θάνατο και τον πόνο, τις φυσικές ή ανθρωπογενείς καταστροφές και φρικαλεότητες.
Ενδεχομένως, για κάποιον που ακούει πρώτη φορά τον όρο dark tourism, αυτός να είναι σοκαριστικός. Το μόνο σίγουρο είναι πως το συγκεκριμένο είδος τουρισμού δεν αφήνει κανέναν παγερά αδιάφορο, καθώς προκαλεί είτε τρομερό ενδιαφέρον είτε τρόμο και σύγχυση στο άκουσμά του. Με σκοπό όμως να απενοχοποιηθεί, αξίζει να αναφερθεί ότι το πιθανότερο είναι όλοι μας να έχουμε επισκεφθεί τέτοιου είδους τοποθεσίες και να γίναμε έτσι έστω και για μία στιγμή «σκοτεινοί τουρίστες». Για παράδειγμα, το Άουσβιτς, το γνωστό στρατόπεδο συγκέντρωσης είναι ίσως από τα κορυφαία παραδείγματα dark tourism, καθώς είναι ένας μνημειακός τόπος ο οποίος παρουσιάζει με μεγάλη λεπτομέρεια και φοβερά βιωματικό τρόπο τις συνθήκες διαβίωσης αλλά και εξόντωσης των κρατουμένων έχοντας φυλαγμένα τα προσωπικά αντικείμενα αλλά ακόμη και τα μαλλιά των θυμάτων!
Ακόμα, μία επίσκεψη σε συμμαχικά κοιμητήρια πεσόντων στρατιωτών είναι μία φοβερή εμπειρία που μπορεί να περιγράψει και να διδάξει με πιο ρεαλιστικό τρόπο την ιστορία. Ένας άλλος πολύ γνωστός μνημειακός τόπος είναι η Σπιναλόγκα, το μικρό νησάκι που βρίσκεται βόρεια από τον κόλπο της Ελούντας στην Κρήτη και το οποίο μετετράπη σε νησί λεπρών το 1903. Η συγκεκριμένη τοποθεσία «κουβαλάει» τόσο πόνο καθώς χαρακτηρίστηκε και ως «Διεθνές Λεπροκομείο» διότι φιλοξενούσε λεπρούς από πολλές χώρες. Στις μέρες μας, προσελκύει το ενδιαφέρον χιλιάδων τουριστών από όλο τον κόσμο, οι οποίοι έχουν την δυνατότητα να το επισκεφθούν με τα καραβάκια που ξεκινούν κάθε μία ώρα από τον Άγιο Νικόλαο, την Ελούντα και την Πλάκα. Το συγκεκριμένο νησί λοιπόν θα μπορούσε να «στεφθεί» ως το νούμερο ένα dark αξιοθέατο της χώρας μας.
Σε όλο τον κόσμο υπάρχουν τέτοιου είδους αξιοθέατα τα οποία προσελκύουν το ενδιαφέρον των επισκεπτών καθώς από την αρχαιότητα ακόμα ο άνθρωπος ελκυόταν από την ιδέα του μακάβριου και του θανάτου και γι’ αυτό από τότε τα προσκυνήματα θεωρούνταν συνηθισμένη μορφή ταξιδιού. Σύμφωνα με έρευνες, η επίσκεψη σε τοποθεσίες όπως για παράδειγμα τα νεκροταφεία συνήθως έγκειται στην ανάγκη του επισκέπτη για αναπόληση και θαυμασμό για την ιστορία. Είναι ένα είδος τουρισμού που προκαλεί ανατριχίλα και συγκίνηση στον ταξιδιώτη και το αποτέλεσμα αυτού είναι η διαρκής αναζήτηση ώστε να μάθει όλο και περισσότερα.
Άλλωστε, πρέπει να σημειωθεί πως είναι ένα είδος εναλλακτικού τουρισμού και αυτό σημαίνει ότι ο εκάστοτε τουρίστας σε κάθε ταξίδι του σκόπιμα ή ασυναίσθητα θα χρησιμοποιήσει, στατιστικά τουλάχιστον, ένα είδος εναλλακτικού τουρισμού. Ένα πολύ σύνηθες παράδειγμα είναι ότι ο καθένας θα δοκιμάσει να φάει κάτι τοπικό στο ταξίδι του. Αυτή η ενέργεια συνεπάγεται γαστρονομικό τουρισμό. Όταν λοιπόν ένα dark αξιοθέατο βρίσκεται σε μία διάσημη πόλη, όπως το Κολοσσαίο στη Ρώμη στο οποίο γινόντουσαν αγώνες μεταξύ ζώων και μονομάχων, μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ένας χώρος μεγάλου πόνου και «αίματος» και ένα αξιοθέατο «σκοτεινού τουρισμού». Με αυτόν τον τρόπο γίνεται αυτομάτως θέλγητρο για έναν προορισμό και η επίσκεψη σε αυτόν ένας εναλλακτικός τρόπος τουρισμού.
Αξιοθέατα τα οποία όλοι γνωρίζουμε την ύπαρξή τους αλλά δεν έχουμε αντιληφθεί ότι είναι αξιοθέατα με dark χροιά είναι η Χιροσίμα στην Ιαπωνία, το μνημείο της Γενοκτονίας της Ρουάντα, το μνημείο του Ολοκαυτώματος στο Βερολίνο, το Τσερνόμπιλ στην Ουκρανία και όλα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω.
Κανείς όμως δεν έχει αναλογιστεί ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να γίνει κέντρο του εν λόγω είδους, καθώς προσφέρει πληθώρα αξιοθέατων σε όλα τα μήκη και πλάτη της. Η Σπιναλόγκα όπως αναφέρθηκε ήδη, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το κυριότερο αξιοθέατο του συγκεκριμένου είδους, όπως επίσης και η Γυάρος, το Παλαμήδι, ο Λευκός Πύργος, το νησί της Κυρά-Φροσύνης στη λίμνη Παμβώτιδα αλλά και η ίδια η λίμνη, οι φυλακές του Ωρωπού, το Γεντί Κουλέ και πολλά μνημεία που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν προκειμένου να διαδοθεί η ιστορία τους.
Στην Ελλάδα, η ειδική αυτή μορφή τουρισμού δεν έχει διαδοθεί ιδιαίτερα αν και γίνονται προσπάθειες για την προώθησή της. Στο εξωτερικό από την άλλη πλευρά έχουν αναπτυχθεί στρατηγικές μάρκετινγκ και πλέον αποτελεί φαινόμενο για τον τουρισμό. Στην Ελλάδα το συγκεκριμένο είδος μπορεί να αναπτυχθεί με τις απαραίτητες ενέργειες από το κράτος και τους ιδιωτικούς φορείς και μπορεί να αποτελέσει ένα ισχυρό και σταθερό είδος τουρισμού λόγω της σημαντικότητας, του εύρους και της συναισθηματικής φόρτισης που προσφέρει και το διέπει. Τέλος, ο «σκοτεινός τουρισμός» και η τάση του στις πιο «σκοτεινές ημέρες της ιστορίας» δεν παύει να είναι ένα είδος το οποίο ως στόχο του έχει να μεταλαμπαδεύσει στους επισκέπτες την ιστορία μέσα από βιωματικές επισκέψεις, συναισθηματικά φορτισμένες και να μεταδώσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το ιστορικό πλαίσιο και την κουλτούρα του εκάστοτε λαού.
Γεννήθηκε το 1996 στη Θεσσαλονίκη, όπου και διαμένει μέχρι σήμερα. Είναι απόφοιτος του τμήματος Βαλκανικών Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Αυτήν την περίοδο κάνει το μεταπτυχιακό της στο Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδος με τίτλο «Διοίκηση Τουριστικών Επιχειρήσεων και Οργανισμών». Έχει εργαστεί στο έργο «Ψηφιοποίηση Εφημερίδων στην Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης» με αποκλειστικό δωρητή το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Μιλάει τέσσερις γλώσσες. Ενδιαφέρεται κυρίως για τα ταξίδια, τον πολιτισμό αλλά και την φωτογραφία.