Του Ραφαήλ Νικόλαου Μπελενιώτη,
Υπήρξε ένας από τους πιο εξέχοντες Βρετανούς ρομαντικούς ποιητές και σημάδεψε τη ποίηση του 20ου αιώνα. Ο Ρούπερτ Μπρουκ γεννήθηκε στη κεντρική Αγγλία, στην πόλη του Ράγκμπι στις 3 Αυγούστου του 1887.
Ήταν μέλος μιας εύπορης και αριστοκρατικής οικογένειας της Βρετανίας και από μικρός έλαβε την κατάλληλη εκπαίδευση και κατάφερε να εντοπίσει τις καλλιτεχνικές ανησυχίες του και να τις καλλιεργήσει κατάλληλα δίπλα στους καλύτερους δασκάλους και θεωρητικούς καθηγητές της εποχής. Φοίτησε στο σχολείο της πόλης του, στο οποίο δίδασκε και ο πατέρας του, επίσης άνθρωπος των γραμμάτων και φίλος των καλών τεχνών που προωθούσε το ταλέντο του γιου του και την επιμονή του να γράφει ποίηση. Από μικρός διακρίθηκε τόσο για την απόδοση του στα μαθήματα, για την οξυδέρκειά του αλλά και για τις γυμναστικές επιδόσεις του στο ράγκμπι όσο και στο αγγλικό ποδόσφαιρο.
Το 1906 αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ με στόχο να σπουδάσει φιλολογία, λόγω της ιδιαίτερης κλίσης του τόσο στα θεωρητικά μαθήματα όσο και στη ποίηση. Γρήγορα δικτυώθηκε και ήρθε σε επαφή με ανήσυχους νέους της εποχής του, συμφοιτητές του στη σχολή του Κέιμπριτζ αλλά και ανθρώπους ομάδων με τους οποίους ήρθε σε επαφή αργότερα. Έγινε μέλος της πολιτικής σοσιαλιστικής ομάδας «Φαβιανή Εταιρεία», έναν σχηματισμό πλούσιων, μποέμ νέων της εποχής με προοδευτικές αντιλήψεις και κοσμικό τρόπο ζωής που φλέρταραν με τις σοσιαλιστικές ιδέες της εποχής. Επίσης άνηκε και σε πολλές λογοτεχνικές ομάδες, όπως ήταν η ομάδα «Γεωργιανοί Ποιητές» και η «Ομάδα του Μπλούσμπερι».
Ως νέος είχε πολλές ανησυχίες και ένα εκρηκτικό ταξιδιάρικο πνεύμα. Ήταν επίσης πολύ όμορφος. Συνεχώς αναθεωρούσε πράγματα που πίστευε και απολάμβανε τους πειραματισμούς σε όλα τα επίπεδα της ζωής του, μη έχοντας καταλήξει ούτε για τον ερωτικό προσανατολισμό του. Είχε γράψει ότι από τη φύση του κατά το ένα τέταρτο ήταν ομοφυλόφιλος και κατά το ήμισυ ετερόφυλος.
Από το 1912 ως και το 1914 περιπλανήθηκε στον κόσμο, από την Αμερική μέχρι και τον Καναδά και την Πολυνησία. Η αγαπημένη του ενασχόληση ήταν οι περιπλανήσεις του γύρω από το χωριό του Γκράντσεστερ, το οποίο ύμνησε στο ποίημά του “The Old Vicarage, Grantchester” το 1912.
Με την κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου αναγκάσθηκε να γυρίσει πίσω στην Αγγλία μιας και επιστρατεύθηκε με τον βαθμό του ανθυποπλοιάρχου. Συμμετείχε στο Αγγλικό ναυτικό στρατιωτικό άγημα που είχε επιχειρήσει στην Καλλίπολη, δεν πρόλαβε όμως να δει την καταστροφή του Αγγλικού στρατεύματος που ακολούθησε την απόβαση καθώς βρήκε τραγικό θάνατο από τσίμπημα μολυσμένου κουνουπιού.
Πέθανε από σηψαιμία και άφησε τη τελευταία πνοή του σε ένα πλωτό γαλλικό στρατιωτικό νοσοκομείο, στις 23 Απριλίου του 1915. Θάφτηκε στην Ελλάδα, στην Σκύρο, στην σκιά μιας ελιάς, στα δυτικά του νησιού.
Τα σονέτα του που εκδόθηκαν μετά θάνατον, τον έκαναν αμέσως διάσημο. Εξέφραζαν μια ρομαντική και ιδεαλιστική ιδέα για τον θάνατο, και θεωρήθηκε η τελευταία αχτίδα μιας ρομαντικής στάσης απέναντι στη ζωή, μέσω της ποίησης, λίγο πριν η ποίηση στραφεί στον πόλεμο και στον εφιάλτη των χαρακωμάτων του Μεγάλου Πολέμου.
Στη Σκύρο υπάρχει ένα άγαλμα προς μνήμην του, το οποίο είχε φιλοτεχνήσει ο Μιχάλης Τόμπρος και στα αποκαλυπτήρια του, το 1931, είχαν παραβρεθεί ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Άγγελος Σικελιανός.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1999. Είναι τελειόφοιτος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, με κατεύθυνση στην Ιστορία. Αρέσκεται στο να αποκωδικοποιεί την τρέχουσα επικαιρότητα μέσω της αρθρογραφίας.