Του Ευθυμίου Αθανασίου,
Αναμφίβολα, το τελευταίο διάστημα η Ευρωπαϊκή Ένωση ταλανίζεται από πληθώρα ζητημάτων, με κυρίαρχο την κρίση του κορωνοϊού και τις αναπόφευκτες οικονομικές του επιπτώσεις. Το Brexit, παρόλο που θα αναμενόταν να αποτελεί ένα κεφάλαιο καλά κρυμμένο στο «χρονοντούλαπο» της ιστορίας, δεδομένης της παρόδου τεσσάρων σχεδόν ετών από το δημοψήφισμα του 2016, συνεχίζει να κατέχει θέση βαρύνουσας σημασίας στην ατζέντα της Ένωσης. Μπορεί στις 31 Ιανουαρίου να ακούστηκε το κύκνειο άσμα της πορείας 47 ετών του Ηνωμένου Βασιλείου ως κράτος-μέλος της Ε.Ε., παράλληλα όμως εγκαινιάστηκε μια νέα εποχή για τις σχέσεις των δύο, αυτή της μεταβατικής περιόδου. Οι δύο πλευρές οφείλουν να λάβουν, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου, αποφάσεις για το είδος και την ποιότητα της συνύπαρξής τους στο διεθνές σύστημα. Ο πρώτος γύρος των διαπραγματεύσεων ξεκίνησε στις 2 Μαρτίου και είχε διάρκεια τεσσάρων ημερών. Ο επικεφαλής των διαπραγματεύσεων, εξ ονόματος της Ε.Ε, Michel Barnier συνάντησε το Βρετανό ομόλογό του David Frost στις Βρυξέλλες, όπου ιχνηλατήθηκαν οι συγκλίσεις και οι αποκλίσεις των δύο πλευρών αναφορικά με τη μελλοντική τους σχέση. Η επέλαση του Covid-19, ωστόσο, αποτέλεσε τροχοπέδη στην ομαλή εξέλιξη των προγραμματισμένων συναντήσεων, όπως γι’ αυτήν που είχε οριστεί για τις ημερομηνίες 18-22 Μαρτίου. Συγκεκριμένα, η διάγνωση του Michel Barnier με κορωνοϊό και η απομόνωση του David Frost, απόρροια της εμφάνισης ήπιας συμπτωματολογίας της νόσου, επέφεραν ένα διάστημα απραγίας που έληξε την Τετάρτη 15 Απριλίου. Ύστερα από επικοινωνία που είχαν οι δύο, «κλείδωσαν» οι ημερομηνίες των επερχόμενων τηλεδιασκέψεων διαμορφώνοντας ένα «απαιτητικό πρόγραμμα», για να προλάβουν την προθεσμία, όπως τόνισε η Κομισιόν.
Στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι μια συμφωνία ελευθέρου εμπορίου, που θα εξασφαλίσει στενές εμπορικές σχέσεις με το Ηνωμένο Βασίλειο στη βάση του δίκαιου ανταγωνισμού των επιχειρήσεων. Πρόκειται, δηλαδή, για το σενάριο ενός deal Brexit, της επίτευξης μιας εμπορικής συμφωνίας που θα αποφέρει αμοιβαία οφέλη. Προκειμένου να λειτουργήσει αναίμακτα μια τέτοιου είδους συμφωνία, η Ε.Ε. θα επιδιώξει να εντάξει το Ηνωμένο Βασίλειο σε συγκεκριμένα κανονιστικά πλαίσια και να επιβλέψει τη δράση του μέσω παρεμβάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε περιπτώσεις νομικών διενέξεων εμπορικού χαρακτήρα. Η επίτευξη αυτού του στόχου, όμως, παρακωλύεται από την αρνητική στάση του Ηνωμένου Βασιλείου σε οποιαδήποτε πρόταση θέτει εν αμφιβόλω ακόμη και ένα μικρό τμήμα της εθνικής του κυριαρχίας. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Boris Johnson, έχει καταστήσει ξεκάθαρη τη θέση του δηλώνοντας ότι θα προτιμήσει τη ρύθμιση των εμπορικών σχέσεων της χώρας του με την Ένωση από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου μέσω δασμών, εάν η εναλλακτική λύση είναι μία εμπορική σχέση ρυθμιζόμενη από κανονισμούς της Ε.Ε.. Σίγουρα, η βρετανική στάση δεν προκαλεί έκπληξη, αφού η ροπή προς τη διακυβερνητικότητα υπήρξε έκδηλη ακόμα και κατά το διάστημα που η χώρα αποτέλεσε κράτος-μέλος της Ένωσης. Εντείνει, ωστόσο, την ανησυχία για ένα άτακτο, χωρίς συμφωνία Brexit.
Μία συμφέρουσα εμπορική συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο, όμως, δεν αποτελεί πανάκεια για την Ένωση. Η σχέση που επιδιώκει να οικοδομήσει με το πρώην μέλος της είναι πιο πολυσχιδής και ουσιαστική, περιλαμβάνοντας ζητήματα, όπως τη συνεργασία στην ανταλλαγή δεδομένων, την καταπολέμηση του κυβερνοεγκλήματος και την αρμονική συνύπαρξη στα πλαίσια των διεθνών οργανισμών. Στοχεύει, επομένως, στην επίτευξη συνολικής συμφωνίας που να καλύπτει ολόκληρο το εύρος των προς συζήτηση θεμάτων των μεταφορών, της αλιείας, της ανταλλαγής δεδομένων, της άμυνας και της ασφάλειας. Αντίθετα, το Ηνωμένο Βασίλειο φαίνεται να εμπνέεται από τις εμπορικές σχέσεις της Ε.Ε. με τον Καναδά. Ενδιαφέρεται, δηλαδή, να επικεντρωθούν οι διαπραγματεύσεις σε μία εμπορική συμφωνία ελευθέρων συναλλαγών απαλλαγμένη από επιμέρους ζητήματα, τα οποία οι δύο πλευρές θα διευθετήσουν με ξεχωριστές τομεακές συμφωνίες.
Μήλον την έριδος αποτελεί το επίμαχο θέμα της αλιείας, το οποίο, σύμφωνα με τον Michel Barnier, είναι αναπόσπαστο από την εμπορική συμφωνία. Η κοινή πολιτική αλιείας εκχωρεί στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. το δικαίωμα να ψαρεύουν σε χωρικά ύδατα των υπόλοιπων κρατών-μελών, κάτι που ισχύει και στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου μέχρι τη λήξη της μεταβατικής περιόδου. Είναι σημαντικό για την Ένωση και ιδιαίτερα για χώρες, όπως η Γαλλία, που στηρίζει το 30% των αλιευτικών δραστηριοτήτων της σε βρετανικά ύδατα, να διατηρηθεί το τρέχον αλιευτικό καθεστώς, εξ ου και γίνεται λόγος για «αμοιβαία διαρκή πρόσβαση στα βρετανικά ύδατα με σταθερές ποσοστώσεις». Οι βρετανικές δηλώσεις, όμως, σχετικά με την επανάκτηση του ελέγχου των χωρικών τους υδάτων, υπογραμμίζουν τη διάσταση απόψεων με την Ε.Ε. Παράλληλα, απουσιάζει η έγκαιρη κατάθεση επίσημου κειμένου για την αλιεία εκ μέρους του Ηνωμένου Βασιλείου, προκειμένου να υπάρξει ο κατάλληλος διαπραγματευτικός χρόνος που θα οδηγήσει σε συμφωνία. Προσπερνώντας το ζήτημα της κρατικής κυριαρχίας, τα ετήσια έσοδα από την αλιεία αντιστοιχούν μόλις στο 0,1% του βρετανικού ΑΕΠ, καθιστώντας έναν ενδεχόμενο «πόλεμο» για την αλιεία ασύμφορο για το Ηνωμένο Βασίλειο, δεδομένου ότι μπορεί να κοστίσει στη χώρα την απώλεια της ευρωπαϊκής αγοράς.
Δημιουργείται, έτσι, αξιοσημείωτο χάσμα, το οποίο οι δύο πλευρές καλούνται να γεφυρώσουν μέχρι τον Ιούνιο, οπότε θα ελεγχθεί η πρόοδος των διαπραγματεύσεων. Ο Johnson έχει προειδοποιήσει ότι θα προβεί σε no deal Brexit, εάν η αξιολόγηση της προόδου είναι αρνητική, σενάριο που γίνεται πιθανότερο λόγω της παρεμπόδισης της διαπραγματευτικής διαδικασίας από τον κορωνοϊό. Η παράταση της προθεσμίας λήξης της μεταβατικής περιόδου θα έδινε τον απαραίτητο χρόνο σε Ε.Ε. και Ηνωμένο Βασίλειο, να αναζητήσουν τη χρυσή τομή σε θέματα αντιπαράθεσης και να λάβουν λελογισμένες αποφάσεις για τις μελλοντικές τους σχέσεις. Τα καταστατικά της Ε.Ε. προβλέπουν παράταση της διορίας, εάν οι δύο πλευρές συμφωνήσουν μέχρι 1 Ιουλίου. Ο Βρετανός ηγέτης, ωστόσο, κρίνει ασύμφορη μια τέτοια εξέλιξη δεδομένου ότι η παραμονή της χώρας του στην Ενιαία Αγορά μέχρι το τέλος της μεταβατικής περιόδου συνεπάγεται και υπακοή σε κανόνες του ευρωπαϊκού δικαίου, για τους οποίους το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει λόγο, αφότου αποχώρησε από τα ευρωπαϊκά όργανα. Η αρνητική του στάση απέναντι στο ενδεχόμενο παράτασης της προθεσμίας, εξάλλου, έχει επισφραγιστεί και από αντίστοιχη νομοθεσία στο βρετανικό κοινοβούλιο. Οι συζητήσεις για πιθανή παράταση, επίσης, θα σήμαιναν την εκκίνηση χρονοβόρων διαδικασιών και θα έφερναν νέα ζητήματα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, όπως την ακριβή συνεισφορά του Ηνωμένου Βασιλείου στον προϋπολογισμό της Ένωσης. Εφόσον το σενάριο της παράτασης, λοιπόν, αποδυναμώνεται, ευλόγως ενισχύονται οι πιθανότητες της αποχώρησης χωρίς συμφωνία. Η προσοχή όλων, επομένως, είναι στραμμένη στις τηλεδιαβουλεύσεις που λαμβάνουν χώρα την τρέχουσα εβδομάδα, καθώς και στις επερχόμενες συζητήσεις, που έχουν προγραμματιστεί για τις εβδομάδες 11 Μαΐου και 1 Ιουνίου, αντίστοιχα.