Της Σταυρούλας Τζιόρα,
Η ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται από γενικές αστάθειες οι οποίες έχουν λάβει μέγεθος χρεοκοπίας και έχουν οδηγήσει σε πλήρη αποσταθεροποίηση τη χώρα. Χαρακτηριστική είναι η φράση του Χαρίλαου Τρικούπη «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν», την οποία φέρεται να χρησιμοποίησε σε ομιλία του στη Βουλή το 1893 τονίζοντας την αδυναμία αποπληρωμής του δημοσίου χρέους. Η κυβέρνηση Τρικούπη κήρυξε πτώχευση με δυσβάσταχτες συνέπειες για τον ελληνικό λαό. Σχεδόν σαράντα χρόνια μετά τη χρεοκοπία του 1893, η Ελλάδα πτωχεύει ξανά το 1932, επί κυβερνήσεως Ελευθερίου Βενιζέλου. Πώς, όμως, φτάσαμε σε ακόμη μία χρεοκοπία;
Έπειτα από τη χρεοκοπία του 1893, η ελληνική οικονομία κατάφερε να επανέλθει μόλις 17 χρόνια μετά και αφού είχε επιτύχει στους Βαλκανικούς πολέμους, από όπου και απέκτησε μεγάλες εκτάσεις με συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς. Χάρη στους νέους αυτούς πληθυσμούς αλλά και μετέπειτα στους πρόσφυγες του Μικρασιατικού Πολέμου αυξήθηκαν οι πόροι και παράλληλα αναπτύχθηκε η βιομηχανία της χώρας, που άρχισε με τον τρόπο αυτόν να ορθοποδεί οικονομικά. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Μικρασιατική Εκστρατεία πρόσθεσαν οικονομικά βάρη στη χώρα. Ωστόσο, καμία από τις Μεγάλες Δυνάμεις δεν προτίθετο να βοηθήσει το χρεωμένο ελληνικό κράτος. Το 1922 η πολυδάπανη Μικρασιατική Εκστρατεία είναι σε εξέλιξη, αλλά το ελληνικό κράτος δε διαθέτει επαρκείς οικονομικούς πόρους για τη χρηματοδότησή της. Τότε, ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης προχώρησε στη διχοτόμηση της δραχμής. Ο Υπουργός Οικονομικών και Επισιτισμού αναγκάστηκε να προβεί σε εσωτερικό δανεισμό. Η κυβέρνηση Δημητρίου Γούναρη κατάφερε με τον τρόπο αυτόν να εξασφαλίσει το ποσό των 1.550.000 δραχμών, με το οποίο καλύφθηκαν οι άμεσες ανάγκες έως το φθινόπωρο του 1922 αδυνατώντας όμως να λύσει το οικονομικό πρόβλημα της χώρας. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1920 στην Ελλάδα υπήρχαν 1.400.000 πρόσφυγες, δηλαδή περίπου το 30% του ελληνικού πληθυσμού. Τον πληθυσμό αυτόν έπρεπε η Ελλάδα να τον στεγάσει και να δημιουργήσει τις κατάλληλες υποδομές για την επιβίωσή του και την εύρεση εργασίας.
Ωστόσο, οι πρόσφυγες στάθηκαν αρωγοί στην προσπάθεια των Ελλήνων να αναπτύξουν τη χώρα τους, καθώς αποτέλεσαν φθηνά εργατικά χέρια αυξάνοντας την ελληνική παραγωγή και παράλληλα τη ζήτηση των προϊόντων. Το ελληνικό κράτος τούς διένειμε γη την οποία εκμεταλλεύτηκαν αυξάνοντας τα έσοδα του κράτους. Η Ελλάδα αρχίζει έτσι να ανακάμπτει οικονομικά, με την αύξηση των εξαγωγών και τα φθηνά εργατικά χέρια. Σημαντική ώθηση έδωσαν και τα δύο προσφυγικά δάνεια τα οποία ενέκρινε η Κοινωνία των Εθνών, η οποία για να συνεχίσει τη δανειοδότηση επέβαλε γενναίες μεταρρυθμίσεις από την κυβέρνηση Βενιζέλου. Ο Βενιζέλος το καλοκαίρι του 1928 επιστρέφει στην κεντρική πολιτική σκηνή και κερδίζει θριαμβευτικά τις εκλογές με συντριπτική πλειοψηφία, μοναδική για τα ελληνικά κοινοβουλευτικά δεδομένα. Ξεκινάει, λοιπόν, τη μεγάλη τετραετία του, όπως αποκαλείται ιστορικά, με στόχο την ολική αναμόρφωση της Ελλάδας. Ο ίδιος παρουσίασε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων έτσι ώστε η Ελλάδα να μπει σε αναπτυξιακή τροχιά.
Ποιες θα ήταν οι πηγές πληρωμής των πολυδάπανων έργων; Όπως και επί κυβερνήσεως Τρικούπη, οι δαπάνες αυτές καλύφθηκαν με ογκώδη δάνεια που προήλθαν από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Ο Βενιζέλος προχώρησε στην ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος και της Αγροτικής Τράπεζας, η οποία απελευθέρωσε τους αγρότες από την τοκογλυφία. Ακόμη, κατασκεύασε σχολεία, οδικά δίκτυα και νέες πόλεις για την εξυπηρέτηση των προσφύγων. Όλο αυτό το μεγαλόπνοο σχέδιο θα μπορούσε να είχε στεφθεί με επιτυχία, αλλά η διεθνής οικονομική συγκυρία δεν επέτρεψε την ολοκλήρωσή του. Η κατάρρευση του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης, το λεγόμενο κραχ του 1929, είχε αλυσιδωτές συνέπειες στις οικονομίες των ευρωπαϊκών κρατών και κατά κύριο λόγο των ασθενέστερων οικονομικά κρατών, όπως η Ελλάδα. Τα σημάδια της παγκόσμιας κρίσης άρχισαν να γίνονται αισθητά από το 1930, με την κατακόρυφη πτώση των εξαγωγών και κυρίως του καπνού που θεωρούνταν αγαθό πολυτελείας. Το 1932 τα έσοδα από την εξαγωγή καπνού ήταν τα μισά από εκείνα του 1929. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η αποπληρωμή των δανείων κατέστη αδύνατη. Έτσι, ο Βενιζέλος προέβη σε έκτακτα μέτρα αύξησης της φορολογίας. Οι αγρότες και κυρίως οι καπνοπαραγωγοί διαμαρτυρήθηκαν έντονα και ο Βενιζέλος συνειδητοποιούσε την κρισιμότητα της κατάστασης. Η μόνη λύση που του έμενε ήταν για ακόμη μία φορά ο δανεισμός. Κατέφυγε, λοιπόν, στην αναζήτηση δανειοδότη στην Ευρώπη. Ταξίδεψε στη Ρώμη, το Παρίσι, το Λονδίνο και ζήτησε δάνειο ύψους 50.000.000 δολαρίων. Ωστόσο, οι Μεγάλες Δυνάμεις αρνήθηκαν τη δανειοδότηση της Ελλάδας.
Ο διορατικός Βενιζέλος αντιλαμβανόταν ότι βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού και οι πιθανότητες χρεοκοπίας αυξάνονταν διαρκώς. Τότε, προέβη σε μία πρωτοφανή έκκληση ζητώντας τη συνεργασία της αντιπολίτευσης, δηλαδή να συγκυβερνήσει με τους Λαϊκούς, οι οποίοι αρνήθηκαν την πρότασή του. Αυτό είχε ως συνέπεια την εγκατάλειψη του κανόνα του χρυσού, στις 27 Απριλίου 1932. Ο Υπουργός των Οικονομικών Κυριάκος Βαρβαρέσος προχώρησε με νόμο στην εγκατάλειψη της μετατρεψιμότητας της δραχμής, πολιτική την οποία η κυβέρνηση Βενιζέλου προσπαθούσε να αποτρέψει από τον Σεπτέμβριο του 1931, οπότε και εγκατέλειψε τον κανόνα του χρυσού η Μεγάλη Βρετανία, καθώς γνώριζε πως θα επακολουθούσε η υποτίμηση της δραχμής η οποία θα καθιστούσε αδύνατη την εξυπηρέτηση του εξωτερικού δημοσίου χρέους, γεγονός που πραγματοποιήθηκε τον ίδιο μήνα. Ο Βενιζέλος δήλωσε στο Συμβούλιο της ΚτΕ στάση πληρωμών, οδηγώντας τη χώρα στην πτώχευση. Οι συνέπειες της πτώχευσης έγιναν αμέσως εμφανείς με τη ραγδαία αύξηση των τιμών των προϊόντων και την παράλληλη αύξηση των ανέργων από 218.000 το 1931 σε 237.000, ενώ το 1933 ο αριθμός μειώθηκε στους 156.000.
Η ελληνική οικονομία άρχισε ήδη από το 1933 να ανακάμπτει παρουσιάζοντας αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας κατά 6%. Η παγκόσμια οικονομική κρίση έπληξε βαρύτατα το ελληνικό κράτος αλλά και τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, με το οικονομικό βάρος να πέφτει πάλι στον λαό. Στα χρόνια της παγκόσμιας κρίσης άρχισαν να αναδύονται ολοκληρωτικά καθεστώτα στα ευρωπαϊκά κράτη, χωρίς φυσικά η Ελλάδα να αποτελεί εξαίρεση αφού λίγα χρόνια αργότερα, το 1936, με την ανοχή του παλατιού και την μη συμφωνία συνεργασίας των μεγάλων κομμάτων, ο Ιωάννης Μεταξάς έλαβε καταρχάς ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής και στη συνέχεια εγκατέστησε δικτατορικό καθεστώς στη χώρα.
Βιβλιογραφία
- Mazower M, (2002). Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου, μτφρ. Σπύρος Μαρκέτος, ΜΙΕΤ, Αθήνα, σσ. 77-79
- Χατζηιωσήφ Χ, (2009). Όψεις πολιτικής και οικονομικής ιστορίας 1900-1940. Αθήνα: Εκδόσεις Βιβλιόραμα, σσ. 300-335