Της Δέσποινας Άλβα,
Τις τελευταίες εβδομάδες η πολυαναμενόμενη τεχνολογία 5G επανήλθε στο προσκήνιο και πρωταγωνιστεί στο διαδίκτυο, με μια σειρά συνωμοσιολογικών θεωριών να κατακλύζουν τα κοινωνικά δίκτυα. Η θεωρία ότι τα δίκτυα 5G ευθύνονται ή επιδεινώνουν τη νόσο Covid-19, αποδείχθηκε ανακριβής -και μάλλον τρομολαγνική- παραπληροφόρηση, κατόπιν της πρόσφατης ανακοίνωσης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Ωστόσο, δεν είναι η πρώτη φορά που τα δίκτυα τηλεπικοινωνιών πέμπτης γενιάς αμφισβητούνται. Η τεχνολογική επανάσταση των δικτύων 5G, στο πρόσφατο παρελθόν, έχει αποτελέσει αντικείμενο διεθνούς διαμάχης, με τις δύο ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη να πρωταγωνιστούν σε μια «κούρσα» τεχνολογικής υπεροχής. Συγκεκριμένα, ΗΠΑ και Κίνα μάχονται για την επικράτησή τους στην παροχή της εν λόγω τεχνολογίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Η τεχνολογική καινοτομία, παρέχει στα κράτη τη δυνατότητα ελέγχου και διαμόρφωσης των παγκόσμιων τεχνολογικών εξελίξεων, γεγονός που αποτελεί σημαντική πηγή οικονομικής ισχύος, με τη δυνατότητα ακόμα και επηρεασμού ή αλλαγής της παγκόσμιας οικονομικής τάξης.
Η χρήση της τεχνολογίας 5G πρόκειται να εγκαινιάσει μια εποχή υψηλών ταχυτήτων και απεριόριστων δυνατοτήτων. Ειδικότερα, προβλέπεται ότι το νέο παγκόσμιο δίκτυο θα είναι 10 ως και 100 φορές ταχύτερο, με δυνατότητα ταυτόχρονης σύνδεσης μεγαλύτερου αριθμού συσκευών, καθώς και βελτίωσης της επικοινωνίας. Επιπλέον, τομείς όπως η βιομηχανία, η υγεία και η εκπαίδευση, αλλά και αντικείμενα καθημερινής χρήσης πρόκειται να διασυνδεθούν με το νέο δίκτυο. Η χρήση αυτοκινήτων χωρίς οδηγούς, ή οικιακών συσκευών εξ αποστάσεως είναι μόλις μερικά παραδείγματα της εμπλοκής της νέας τεχνολογίας σε πολλαπλές λειτουργίες της κοινωνίας. Είναι, λοιπόν, έκδηλο ότι οι χώρες που θα καταφέρουν να αναπτύξουν πρώτες την τεχνολογία 5G θα αποτελούν ηγέτιδες δυνάμεις στην παγκόσμια γεωπολιτική σκηνή.
Η Κίνα, μέχρι στιγμής, φαίνεται ότι έχει επιτύχει υπεροχή στην παροχή των νέων τηλεπικοινωνιακών δικτύων, ελέγχοντας το μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς όπου θα διατεθεί η νέα τεχνολογία. Πιο συγκεκριμένα, ο κινεζικός κολοσσός Huawei αποτελεί το μεγαλύτερο κατασκευαστή εξοπλισμού τηλεπικοινωνιακών δικτύων παγκοσμίως, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί τη 2η μεγαλύτερη βιομηχανία παραγωγής κινητών τηλεφώνων. Μάλιστα, οι κινεζικές εταιρείες Huawei και ZTE κατέχουν το 40% της παγκόσμιας 5G υποδομής. Ήδη, σε περισσότερες από 50 κινεζικές πόλεις, το δίκτυο 5G έχει εγκατασταθεί επιτυχώς.
Ίσως είναι η πρώτη φορά που οι ΗΠΑ δεν αποτελούν ταγό σ’ ένα νέο και σημαντικό τεχνολογικό τομέα και κατ’ επέκταση, δεν εγγυώνται εξ ολοκλήρου την παροχή μιας τεχνολογικής καινοτομίας. Τερματίζοντας δεύτερη στην κούρσα τεχνολογικού εξοπλισμού, η Ουάσιγκτον, στην προσπάθειά της να διατηρήσει τα σκήπτρα της διαμόρφωσης των παγκόσμιων εξελίξεων και τις επόμενες δεκαετίες, επιλέγει να κηρύξει ένα νέο ψηφιακό «Ψυχρό Πόλεμο». Πιο συγκεκριμένα, τον περσινό Μάιο, ο Donald Trump εξέδωσε διάταγμα, με το οποίο απαγόρευε σε όλες τις αμερικανικές εταιρείες να χρησιμοποιούν τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό που κατασκευάζεται από εταιρείες που, θεωρητικά, απειλούν την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Το διάταγμα φαίνεται ότι φωτογραφίζει τον κινεζικό κολοσσό Huawei, ο οποίος, λίγες μέρες αργότερα, κατόπιν συμμόρφωσης της Google με τις αποφάσεις της αμερικανικής κυβέρνησης, αποκλείστηκε από τη δυνατότητα ενημερώσεων λογισμικού Android. Ο ιδιόρρυθμος πόλεμος διαδικτύου κορυφώθηκε, όταν ανώτεροι αξιωματούχοι της αμερικανικής κυβέρνησης, ανακοίνωσαν ότι οι ξένες εταιρείες που χρησιμοποιούν αμερικανικό εξοπλισμό παραγωγής μικροκυκλωμάτων «chip», οφείλουν να πάρουν άδεια από τις ΗΠΑ για εξαγωγές και μεταφορές προϊόντων στη Huawei. Τέλος, το 2018, είχε προηγηθεί η σύλληψη της Ανώτατης Οικονομικής Διευθύντριας και κόρης του προέδρου του κινεζικού κολοσσού, Meng Wanzhou, στον Καναδά, με την κατηγορία δραστηριοποίησης της εταιρείας στο αποκλεισμένο εμπορικά, λόγω αμερικανικών κυρώσεων, Ιράν.
Οι ΗΠΑ κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου σχετικά με την παροχή του δικτύου πέμπτης γενιάς από το κινεζικό κράτος, αντιμετωπίζοντας την εταιρεία Huawei ως «Δούρειο Ίππο» για άσκηση οικονομικής και πολιτικής επιρροής. Ειδικότερα, η Ουάσιγκτον υποστηρίζει ότι η Huawei είναι συνδεδεμένη και ελεγχόμενη από την κυβέρνηση του Πεκίνου, με αποτέλεσμα να δύναται να διοχετεύει σε αυτή σημαντικές κρατικές πληροφορίες. Το γεγονός ότι ο ιδρυτής της εταιρείας, Ren Zhengfei, αποτέλεσε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος εντείνει ακόμα περισσότερο το φόβο διαρροής πληροφοριών. Με το επιχείρημα του ενδεχομένου κατασκοπείας, έως και κυβερνοεπίθεσης, οι ΗΠΑ καλούν τους συμμάχους τους να μην προχωρήσουν στην υιοθέτηση του δικτύου 5G.
Η Γηραιά Ήπειρος αποτελεί ακόμα μία φορά το μήλον της έριδος ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα, με τα κράτη να διχάζονται ως προς τις επιλογές τους. Η Ουάσιγκτον άσκησε βέτο στους παραδοσιακούς της συμμάχους, με τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Mike Pompeo, να προειδοποιεί με διακοπή της ανταλλαγής πληροφοριών με τους συμμάχους του ΝΑΤΟ, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. Ωστόσο, κράτη όπως η Ιταλία, η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, εμφανίζονται θετικά διακείμενα σε μια συνεργασία τους με την Κίνα, υποστηρίζοντας ότι ο περιορισμός της κινεζικής εταιρείας, θα καθυστερούσε την ανάπτυξη του δικτύου 5G κι ως εκ τούτου, την τεχνολογική εξέλιξη και οικονομική ανάπτυξη της Ένωσης. Μάλιστα, στις αρχές του τρέχοντος έτους, η Ευρωπαϊκή Ένωση, με ανακοίνωση μη δεσμευτικών Οδηγιών, δεν απέκλεισε τον κινεζικό τεχνολογικό κολοσσό παρά τις υποψίες της Ουάσιγκτον για κατασκοπεία.
Αυτή τη φορά, οι ευρωπαϊκές πολιτικές αποτελούν ένα «αγκάθι» για τις ευρωατλαντικές σχέσεις, αφού οι ΗΠΑ βλέπουν τους παραδοσιακούς συμμάχους τους στη Δύση σταδιακά να απομακρύνονται. Φαίνεται, δε, ότι οι ΗΠΑ στο νέο αυτό «Ψυχρό Πόλεμο» δεν έχουν τη δυνατότητα να επαναλάβουν το ρόλο του υπερπόντιου εξισορροπητή που είχαν στο παρελθόν, καθώς δεν υπάρχουν ενιαία συμφέροντα ή κοινός φόβος απειλής με τους Ευρωπαίους εταίρους. Συμπερασματικά, έχει καταστεί σαφές ότι η Κίνα, επιβιώνοντας από τον «οικονομικό στραγγαλισμό» των ΗΠΑ, έχει θέσει ισχυρά θεμέλια, προκειμένου να καταστεί η οικονομική και γεωπολιτική υπερδύναμη που επιθυμεί. Ενόσω ο ανασχηματισμός της οικονομικής και πολιτικής τάξης του κόσμου αποτελεί μια πιθανότητα στο μέλλον, οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να επαγρυπνούν για τη διατήρηση του οικονομικού τους πλεονεκτήματος. Ωστόσο, δεν αποκλείεται η επέλαση του Covid-19 να κλονίσει στο μέλλον τα θεμέλια συνεργασίας μεταξύ Ε.Ε. και Κίνας.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1997, όπου και διαμένει ως σήμερα. Είναι απόφοιτη του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της, πραγματοποίησε πρακτική άσκηση στη Β2 Διεύθυνση του Υπουργείου Εξωτερικών, όπου ασχολήθηκε με τις Διεθνείς Οικονομικές Σχέσεις της Ελλάδας με χώρες Βαλκανικής, Ρωσίας και λοιπών χωρών Κ.Α.Κ.. Από τον Οκτώβριο του 2018, είναι δόκιμη ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων στον Τομέα Ρωσίας, Ευρασίας και Νότιο-Ανατολικής Ευρώπης. Ομιλεί την αγγλική, γαλλική και ρωσική γλώσσα. Τέλος, αγαπάει ιδιαίτερα τα ταξίδια, τα οποία θεωρεί πηγή προσωπικής εξέλιξης.