Της Αναστασίας Χατζηιωαννίδου,
Κάποτε –όχι πριν πολλά χρόνια, ασχέτως αν η επέλαση του κορωνοϊού κάνει εκείνη την καθημερινότητα να φαντάζει ξαφνικά πολύ μακρινή– παρευρέθηκα σε μια ομιλία πολιτικής υφής, από εκείνες που τείνουν να πραγματοποιούνται με ολοένα αυξημένη συχνότητα την τελευταία δεκαετία. Για να είμαστε ξεκάθαροι: αναφέρομαι σε ομιλία της οποίας η θεματολογία αφορούσε σε ζητήματα πολιτικών ιδεολογιών, όχι σε προεκλογική ομιλία συγκεκριμένων προσώπων. Νεοαφιχθείσα καθώς ήμουν στο οικοσύστημα της ακαδημαϊκής κοινότητας, με πλήρη συναίσθηση της εφηβικής άγνοιάς μου, και φέροντας μετ’ εμού τη βαθιά πεποίθηση ότι ο άνθρωπος οφείλει πρωτίστως να ακούει με ευλαβική προσοχή τους γνώστες, έφτασα στο χώρο της εκδήλωσης με την αφελή σχεδόν βεβαιότητα πως το πάνελ θα στελέχωναν πολιτικοί επιστήμονες, νομικοί, ίσως και κοινωνιολόγοι. Όπως γίνεται, νομίζω, φανερό, έμελλε να απογοητευτώ οικτρά: με εξαίρεση την ομιλία ενός πανεπιστημιακού μου δασκάλου, η παρουσία του οποίου εν πολλοίς παλινόρθωσε το επίπεδο της εκδήλωσης, την πολιτική ανάλυση μονοπώλησαν δύο εν ενεργεία βουλευτές. Η ρητορική τους δεινότητα, ωστόσο, δεν κατόρθωσε να καλύψει τα χασματώδη κενά ουσίας.
Περιέργως, οι ομιλίες τους έτυχαν θερμότατης υποδοχής από το κοινό, κυρίως από θεατές που ανήκαν στη μέση και τρίτη ηλικία. Καθώς η συζήτηση προχωρούσε, βρέθηκα μπροστά σε ένα προφανές παράδοξο (αν και για τα ελληνικά δεδομένα αρκετά προβλέψιμο, όπως αντιλήφθηκα εκ των υστέρων): από το αξιοσημείωτο πλήθος των ερωτήσεων που τέθηκαν από τους θεατές, εκείνες που απευθύνονταν στον μοναδικό καθ’ ύλην αρμόδιο ομιλητή, ήτοι τον καθηγητή στον οποίο αναφέρθηκα, έτειναν προς το μηδέν. Λέω «έτειναν» για να μην παραβλέψω να κάνω ιδιαίτερη μνεία στις παρεμβάσεις εκείνες που, χωρίς καμίαν περίσκεψιν και αιδώ, λίγο – πολύ επέπλητταν τον δάσκαλο που τόλμησε – ο αναίσχυντος – να μην υιοθετήσει στον επιθυμητό βαθμό τις απόψεις της αίθουσας, να μην συμμετάσχει στο ναρκισσιστικό αυτολιβάνισμα που επέβαλλε η περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Δεν ήξερε, δε ρώταγε;
Όσο κι αν θα θέλαμε ίσως να θεωρήσουμε τέτοιες καταστάσεις ως μεμονωμένα περιστατικά –και η αλήθεια είναι πως οι μετέπειτα εμπειρίες μου από αντίστοιχες εκδηλώσεις είχαν ξεκάθαρα θετικό πρόσημο– εντούτοις το διαδίκτυο είναι πάντα εδώ για να μας προσγειώσει στη σκληρή πραγματικότητα. Θα περίμενε κανείς πως η ταχύτητα μετάδοσης της πληροφορίας που η ψηφιακή επανάσταση επέφερε, και κυρίως η ευκολία των συναναστροφών με ειδικούς εγνωσμένου κύρους από όλο το επιστημονικό φάσμα, θα λειτουργούσε ίσως θεραπευτικά γι’ αυτή την τάση απαξίωσης της διανόησης και της επιστήμης, που διαπερνά σχεδόν οριζόντια την ελληνική κοινωνία. Σε πείσμα κάθε λογής αισιόδοξων προγνωστικών, η νοοτροπία αυτή φαίνεται να κερδίζει έδαφος με σταθερή επιτάχυνση, όσο κι αν κάτι τέτοιο συγκρούεται θεμελιωδώς με την εμμονή της ελληνικής οικογένειας να σπουδάσει τα βλαστάρια της στις υψηλόβαθμες σχολές, έναν φετιχισμό που μάλιστα της κοστίζει ακριβά. Όμως είσαι η ελληνική κοινωνία και οι αντιφάσεις είναι μέρος της καθημερινότητάς σου. Θέλουμε να μαθαίνουμε, φτάνει να επιβεβαιώνουμε όσα ήδη, άγνωστο γιατί και πώς, δεχόμαστε ως αναντίρρητες αλήθειες. Θέλουμε να γνωρίζουμε, φτάνει να γνωρίζουμε μέχρι εκεί που δεν διαταράσσονται οι προκαταλήψεις μας.
Σε αυτό το ειδυλλιακό τοπίο, όπου ο δάσκαλος καλείται να λογοδοτήσει στον γονιό για το θράσος του να μη βαθμολογήσει με άριστα το παιδί του, όπου ο δημοσιογράφος αντιπαραβάλλει στο δημόσιο λόγο την άποψη ενός ειδικού με εκείνη του αγαπημένου μας Τοτέμ, του «ανθρώπου της διπλανής πόρτας» (για να θεοποιήσει διακριτικά τη δεύτερη ως μνημείο απλότητας), ο επιστήμονας είναι το μαύρο πρόβατο, ένας ενοχλητικός, γραφικός τυπάκος (τι ειρωνεία) που επιμένει, λες κι επίτηδες, να μας λέει όσα δε θέλουμε ν’ ακούσουμε, μέσα στη μακάρια αυταπάτη της λαϊκής σοφίας μας. Έλα όμως που η λαϊκή σοφία δεν επαρκεί για να διδάξει επιστήμες, να καταρτίσει νόμους και να παρασκευάσει εμβόλια.
Κι όσο αυτές οι ενστάσεις απορρίπτονται με το λογικά μεγαλειώδες επιχείρημα «είδαμε τι έκαναν και οι μορφωμένοι» σε όλες τις πιθανές παραλλαγές του αλλά πάντα με τη μοναδικά αμίμητη αναίδεια της ημιμάθειας, η πραγματικότητα δε σταματά να έρχεται αμείλικτα πάνω στο κεφάλι μας. Όπως θύμα της νοοτροπίας αυτής αποτελεί εσχάτως ο καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας, ο οποίος παρουσιάζεται ως, ούτε λίγο ούτε πολύ, το όργανο μιας «χουντικής» προπαγάνδας που τρομοκρατεί τον κόσμο από χόμπι όσο τα πράγματα τάχα δεν είναι τόσο σοβαρά όσο μας λένε, έτσι στη θέση του έχουν κατά καιρούς έρθει πλείστοι όσοι αποπειράθηκαν να νουθετήσουν το διαχρονικά απείθαρχο νήπιο: από τους οικονομολόγους που έκρουσαν πολλάκις τον κώδωνα του κινδύνου για τις παθογένειες της ελληνικής οικονομίας και αποτυπώθηκαν στο συλλογικό μας ασυνείδητο ως δάκτυλοι ξένων συμφερόντων που απειλούν να υφαρπάξουν τον ήλιο και το ούζο μας, μέχρι τα «βοθροκάναλα της διαπλοκής» και τους νομικούς που ξεκαθάριζαν ότι η Συμφωνία των Πρεσπών δεν «ακυρώνεται» γιατί διεθνείς συμβάσεις δεν καταργούνται μ’ ένα νόμο κι ένα άρθρο, ο χλευασμός και η απαξίωση της διανόησης έχουν πια αποκρυσταλλωθεί ως κοινός τόπος στη σκακιέρα της εγχώριας πολιτικής σκηνής.
Κάπως έτσι, καθώς ο ποιητής που με θλίψη του μας χαρακτήριζε «τόσο τραγικά αυτοδίδακτους» δικαιώνεται πανηγυρικά, η ελληνική κοινωνία καλείται να κάνει αυτό που τόσο συστηματικά αποφεύγει: να δει τον εαυτό της στον καθρέφτη. Ίσως αυτή η συγκυρία της (κατά κοινή ομολογία πολύ καλής) πορείας μας στο μέτωπο της πανδημίας να είναι η αφορμή για να αναλογιστούμε πώς θέλουμε να είμαστε, σε ποιους θέλουμε να μοιάσουμε. Τότε η γιαγιά μας, αυτή η γιαγιά που όλοι είχαμε, θα κερδίσει στη γωνία τον ποιητή: Μάθε, παιδί μου, γράμματα. Συνηθίζουμε να είμαστε περήφανοι για την αρχαία μας κληρονομιά. Ας θυμηθούμε τα δελφικά παραγγέλματα: Νόμῳ πείθου. Παιδείας ἀντέχου. Αμήν.