Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Η περίοδος των Μέσων Χρόνων ή ο Μεσαίωνας, όπως είναι ευρύτερα γνωστός, είναι ένας τομέας που αποκτά όλο και μεγαλύτερο έδαφος στην Ελλάδα, ενώ όσο περνάει ο καιρός τόσο περισσότερο ξεπερνιούνται οι αντιλήψεις περί σκοταδισμού. Την ώρα που η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έχει μεταφέρει στην Ανατολή το βάρος της, στη Δύση επικρατούν σταδιακά «νέα φύλα» που έρχονται από τον Βορρά και εγκαθίστανται στα εδάφη της. Με την πάροδο των αιώνων κάποια από αυτά τα φύλα θα δημιουργήσουν τοπικά βασίλεια. Ένα από αυτά τα βασίλεια είναι αυτό των Φράγκων με τη δυναστεία των Μεροβιγγείων που δημιουργείται τον 5ο αιώνα και διατηρείται μέχρι τα μέσα περίπου του 8ου αιώνα, όταν η εξουσία περνά στα χέρια της δυναστείας των Καρολιδών ή Πιπινιδών. Εμείς, λοιπόν, θα διατρέξουμε σε αυτήν την εναλλαγή των δύο Φραγκικών δυναστειών.
Χρονικά βρισκόμαστε στα 741, ενώ ο τόπος δράσης είναι η Νευστρία (σημερινή βόρεια Γαλλία). Τότε, ο Πεπίνος Γ΄ (ή Πιπίνος), ο επονομαζόμενος «Βραχύς» (λόγω της μικρής του σωματικής διάπλασης), ανέρχεται στο αξίωμα του Μαγιορδόμου, μια θέση πολύ κοντά στον βασιλιά, με ευρείες διοικητικές αρμοδιότητες. Οι βασιλείς της περιόδου αυτής (τέλη 7ου με 8ο αιώνα) είναι στην ουσία ανδρείκελα των Μαγιορδόμων. Ο Πεπίνος, λοιπόν, μαζί με τον αδελφό του Καρλομάνο (Μαγιορδόμος της Αυστρασίας) φέρνουν στον θρόνο των Μεροβιγγείων (το 742/43) τον Χιλδέριχο Γ΄ και παράλληλα διευθετούν τις εσωτερικές διαμάχες που προκύπτουν. Το 747 ο Πεπίνος είναι ο μόνος κυρίαρχος, καθώς ο αδελφός του ενδύεται το μοναχικό σχήμα. Το επόμενο μεγάλο βήμα θα έρθει το 751, έτος κατά το οποίο ο Πεπίνος εκθρονίζει τον τελευταίο Μεροβίγγειο βασιλιά Χιλδέριχο Γ΄ (μάλιστα ξύρισε τόσο το κεφάλι του ίδιου, όσο και του γιου του, καθώς η μακριά κόμη ήταν σύμβολο βασιλικής εξουσίας και τους έκλεισε σε μοναστήρι) και χρίζεται βασιλιάς των Φράγκων από τον αρχιεπίσκοπο της Μαγεντίας Βονιφάτιο έχοντας και την υποστήριξη της παπικής εκκλησίας.
Το ερώτημα που εύλογα γεννάται είναι γιατί ο Πεπίνος να έχει τη στήριξη της παπικής έδρας; Η απάντηση είναι πως ο Πάπας Ζαχαρίας και έπειτα ο διάδοχός του Στέφανος Β΄ (από το 752 έως το 757) την περίοδο αυτήν απειλούνταν από τις επεκτατικές διαθέσεις των Λομβαρδών, έτσι στο πρόσωπο του Πεπίνου έβλεπαν έναν πιθανό νέο και αποτελεσματικό σύμμαχο. Οι Λομβαρδοί κατέλαβαν το 751 τη Ραβέννα και τις πέντε πόλεις γύρω από αυτήν (το αποκαλούμενο Εξαρχάτο). Μετά από αυτήν την πρώτη νίκη τους κατευθύνθηκαν και προς την ίδια τη Ρώμη. Ο Πάπας Στέφανος ζήτησε αρχικά βοήθεια από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε΄, ωστόσο ο τελευταίος δεν ανταποκρίθηκε στρατιωτικά σε αυτό το αίτημα, καθώς τότε ήταν αντιμέτωπος με την απειλή των Αράβων, αλλά αρκέστηκε στην αποστολή πρέσβεων ελπίζοντας πως θα επιλύσει το πρόβλημα με διπλωματικά μέσα. Συνειδητοποιώντας ο Πάπας Στέφανος πως αυτή η λύση δεν έχει αποτέλεσμα, στράφηκε προς τον νέο βασιλιά των Φράγκων τον Πεπίνο. Στα τέλη, λοιπόν, του 753 ο Πάπας φτάνει στην αυλή του Πεπίνου και ζητά τη βοήθειά του. Ο Πεπίνος δέχεται πρόθυμα να βοηθήσει τον Πάπα και ο τελευταίος, ως δείγμα της ευγνωμοσύνης του, επανέχρισε το 754 τον Πεπίνο -μαζί με τους γιους του- βασιλιά των Φράγκων (rex Francorum) και του απένειμε τον τίτλο του «πατρικίου Ρωμαίων» (patricius Romanorum), δίνοντάς του έτσι μεγαλύτερο κύρος. Ο Πεπίνος έχοντας λάβει αυτούς τους τιμητικούς τίτλους από τον ίδιο τον Πάπα εκστρατεύει κατά των Λομβαρδών με επιτυχία δύο φορές το 755 και το 756. Κατάφερε με αυτόν τον τρόπο να αναχαιτίσει την απειλή των Λομβαρδών και έδωσε στον Πάπα τα χαμένα εδάφη από το Εξαρχάτο της Ραβέννας.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η ισχυροποίηση και η αναγνώριση από τις άλλες ισχυρές οικογένειες της νέας δυναστείας των Πιπινιδών ως βασιλείς των Φράγκων. Μετά τον θάνατο του Πεπίνου Γ΄, το 768 στον θρόνο έρχεται ο γιος του Κάρολος, που είναι ευρύτερα γνωστός στις μέρες μας ως Καρλομάγνος ή Κάρολος Μέγας. Αυτός έχοντας ως κληροδότημα το μεγάλο έργο του πατέρα του -ο οποίος μέχρι το τέλος πάλευε να επεκτείνει τα εδάφη του βασιλείου- θα δώσει νέα πνοή και υπόσταση στο Φραγκικό βασίλειο, ιδρύοντας την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Φραγκικού Έθνους (Α.Ρ.Α.Φ.Ε.). Αλλά αυτό είναι ένα θέμα για ένα διαφορετικό επόμενο άρθρο.
Βιβλιογραφία
- Ζαχαρίας Ν. Τσιρπανλής, Η Μεσαιωνική Δύση (5ος-15ος αι.), Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 126-133
- Αλέξης Γ.Κ. Σαββίδης, Βυζάντιο, Μεσαιωνικός Κόσμος, Ισλάμ, είκοσι πέντε δοκίμια ιστορίας και παιδείας, Εκδόσεις Παπαζήση 2008, σελ. 99-117