Της Συμέλας Θεοδοσιάδου,
Το ελληνικό Σύνταγμα (εφεξής «Σ»), όπως είναι γνωστό διαρθρώνεται σε τμήματα και κάθε τμήμα σε κεφάλαια. Το Τμήμα Ε’, που αναφέρεται στη Δικαστική Εξουσία, η οποία κατοχυρώνεται στα άρθρα 87-100Α Σ , λοιπόν, του τυπικού γραπτού κειμένου, περιέχει τις απαραίτητες συνταγματικές ταγές που εξειδικεύουν τη δικαστική εξουσία, όπως αυτή διακρίνεται και εξαγγέλλεται στο άρθρο 26§3 Σ. Στο δεύτερο κεφάλαιο του αυτού τμήματος υπό τον τίτλο «Οργάνωση και δικαιοδοσία των δικαστηρίων» στο άρθρο 99 Σ καθιερώνεται συνταγματικώς το Ειδικό Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας, το οποίο και θα παρουσιαστεί εν προκειμένω.
Ως ορίζεται στο γράμμα του άρθρου 99§1 Σ, «Αγωγές κακοδικίας κατά δικαστικών λειτουργών δικάζονται, όπως νόμος ορίζει, από ειδικό δικαστήριο…». Ο νόμος που εξειδικεύει αυτού του είδους την ειδική δικαιοδοσία είναι ο Νόμος υπ’αριθμόν 693/1977 «Περί Εκδικάσεως Αγωγών Κακοδικίας» (εφεξής «Νόμος»). Το Ειδικό αυτό Δικαστήριο συγκροτείται όπως προκύπτει από το 99§1 Σ και το 1§1 Ν από τους εξής:
- 2 Δικαστές του Συμβουλίου της Επικρατείας και μάλιστα, τον Πρόεδρό του, που προεδρεύει κι επί του προκειμένου Δικαστηρίου και έναν Σύμβουλο Επικρατείας
- 1 Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου
- 1 Αρεοπαγίτη Δικαστή
- 2 Τακτικούς Καθηγητές νομικών μαθημάτων εκ των πανεπιστημιακών νομικών σχολών της χώρας
- 2 δικηγόρους-μέλη του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου των δικηγόρων
Εντούτοις, δεν είναι βεβαίως δικαιοπολιτικά νοητό, πόσο μάλλον ορθό κατά το μέσο νου, ένας δικαστικός σχηματισμός να αποτελείται από άρτιο αριθμό δικαστών, εν προκειμένω 8, καθώς κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στην αδυναμία επίτευξης πλειοψηφίας για τη λήψη αποφάσεως. Οι συμπληρωματικές ρυθμίσεις των 99§2 Σ και 1§2 Νόμου ολοκληρώνουν την ερμηνεία για τη συγκρότηση του εν δυνάμει δικαστικού σχηματισμού, διασαφηνίζοντας πως: «Από τα μέλη του ειδικού δικαστηρίου εξαιρείται κάθε φορά εκείνο που ανήκει στο σώμα ή τον κλάδο της δικαιοσύνης που για ενέργεια ή παράλειψη λειτουργών του καλείται να αποφανθεί το δικαστήριο. Εφόσον πρόκειται για αγωγή κακοδικίας κατά μέλους του Συμβουλίου της Επικρατείας ή λειτουργών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, στο ειδικό αυτό δικαστήριο προεδρεύει ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου». Από τη συμπλήρωση αυτή καθίσταται σαφές ότι τελικώς πρόκειται για ένα Δικαστήριο με επταμελή σύνθεση -άρθρο 3 Νόμου-, ο πυρήνας της οποίας αναδεικνύεται από τα μη δικαστικά μέλη, ήτοι οι Καθηγητές και οι Δικηγόροι. Ο θεσμός της εξαίρεσης δικαστικού προσώπου βρίσκει εφαρμογή και σε αυτόν τον δικαστικό σχηματισμό, ωστόσο το κριτήριο για την εφαρμογή του είναι το σώμα ή ο κλάδος της δικαιοσύνης, στον οποίο ανήκει ο παθητικώς νομιμοποιούμενος. Η ratio του θεσμού παραμένει η διασφάλιση της αμερόληπτης κι αντικειμενικής ευθυκρισίας επί της επίδικης υποθέσεως έναντι της συναδελφικής αλληλεγγύης, που φέρει ιδιαίτερη βαρύτητα, όπως θα διαπιστωθεί στη συνέχεια, λόγω της ιδιότητας των διαδίκων και της διαδικαστικής φύσης της.
Επίδικο αντικείμενο, επί του οποίου καλείται αυτό το Ειδικό Δικαστήριο να αποφανθεί, αποτελεί όπως είναι εμφανές η αγωγή κακοδικίας. Ως τέτοια καλείται η αγωγή που στρέφεται κατά δικαστικών λειτουργών για πράξεις ή παραλείψεις τους κατά την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων τους που δημιούργησαν ζημία στον ενάγοντα. Η ευθύνη των δικαστικών λειτουργών πρέπει να επικαλύπτεται όπως ορίζει και το άρθρο 6§1-2 Νόμου διαζευκτικά από:
- Δόλο, δηλαδή ευθεία ή ενδεχόμενη επιδίωξη του αυτού παρανόμου αποτελέσματος που επήλθε ή ενός άλλου αποτελέσματος που τελεί υπό άρρηκτη σύνδεση με το παράνομο αποτέλεσμα
- Βαρεία Αμέλεια, που στοιχειοθετείται στην αδικαιολογήτως μη προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή ως προς την υπόθεση, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και σύνεσης. Νομολογιακά, έχει υποστηριχθεί ότι το σφάλμα πρέπει να είναι τόσο πρόδηλο, που να καταφαίνεται έως τέτοιο και από έναν μη νομικό
- Αρνησιδικία, η οποία θεμελιώνεται κατά τρόπο αποκλειστικό στην §2 στην άρνηση των δικαστικών λειτουργών να αποφανθούν επί νομίμως υποβαλλόμενες αιτήσεις των εναγόντων ή στην αδικαιολόγητη παρέλκυση από την έκδοση δικαστικής απόφασης επί θέματος ενώ υφίσταται η απαιτούμενη δικονομική ωριμότητα, επικαλούμενοι οποιαδήποτε πρόφαση ή ασάφεια του νόμου.
Ως προς τους διαδίκους στη δίκη του Ειδικού Δικαστηρίου, ενεργητικώς νομιμοποιείται ως ενάγων/ασκών την αγωγή αυτός που επικαλείται τη ζημία που του προξένησε ο δικαστικός λειτουργός κατά την ενάσκηση των δικαστικών καθηκόντων του. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για πρόσωπο που έφερε την ιδιότητα του διαδίκου σε προηγούμενη δίκη οποιασδήποτε δικαιοδοσίας -πολιτικής, είτε ποινικής ή διοικητικής– από την απόφαση της οποίας βλάπτεται. Παθητική νομιμοποίηση εξ αντιδιαστολής φέρει ο εναγόμενος/καθ΄ου η αγωγή, ο οποίος εν προκειμένω μπορεί να είναι δικαστικός λειτουργός, προερχόμενος από κάθε βαθμίδα και κάθε δικαιοδοσία, φερ’ ειπείν από Ειρηνοδίκης έως Πρόεδρος του Αρείου Πάγου για την τακτική ποινική δικαιοδοσία. Μία αμφιβολία εγείρεται ευλόγως για το αν εμπίπτει και ο εισαγγελικός θεσμός, καθώς αποκαλείται βοηθητικό όργανο στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Εξάλλου, υφίσταται και το επιχείρημα που έχει προβληθεί σε δίκη επί αγωγής κακοδικίας υπέρ εναγομένου Εισαγγελέως ότι ο Εισαγγελέας δεν είναι δικαστής, καθώς κάνει μόνο γραπτές προτάσεις και δεν εκδίδει αποφάσεις. Ωστόσο, γίνεται δεκτό πως και τα εισαγγελικά πρόσωπα μπορούν να εναχθούν σε δίκη επί αγωγής κακοδικίας. Εάν πρόκειται για άσκηση αγωγής κακοδικίας κατά πολυμελούς σύνθεσης δικαστηρίου, αυτή πρέπει να ασκείται κατά όλων των μελών της σύνθεσης υποχρεωτικώς, επί ποινής απαραδέκτου της αγωγής. Σε αυτό το σημείο είναι κρίσιμο να επισημανθεί και η ρύθμιση του άρθρου 73 του Εισαγωγικού Νόμου του ΚΠολΔ, όπου προβλέπει τη αγωγή κακοδικίας κατά προσώπων μη δικαστών. Το άρθρο 7 του Νόμου ρητώς αποκλείει την άσκηση αγωγής κακοδικίας σε 4 περιπτώσεις. Εν συντομία, δε χωρεί τέτοια αγωγή κατά:
- των μελών του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 100 Σ,
- των μελών του Δικαστηρίου Αγωγών Κακοδικίας για αποφάσεις που εκδίδει επί κακοδικίας,
- των δικαστικών λειτουργών που μετέχουν σε δικαστικά συμβούλια σχετικά με υπηρεσιακή κατάσταση δικαστικών λειτουργών, αλλά και δικαστικών υπαλλήλων, καθώς και
- των μελών των αρμοδίων δικαστηρίων να κρίνουν περί το κύρος των κοινοτικών, δημοτικών και νομαρχιακών εκλογών.
Για να εισαχθεί παραδεκτώς μία υπόθεση με τη μορφή της αγωγής κακοδικίας στο Ειδικό Δικαστήριο που εξετάζουμε, θα πρέπει -εκτός των άλλων προϋποθέσεων- βάσει του άρθρου 6§3 Νόμου, ο ζημιωθείς ενάγων να έχει εξαντλήσει τα εκ του νόμου τακτικά επιτρεπόμενα ένδικα μέσα κατά της επιζήμιας για αυτόν δικαστικής απόφασης. Από τούτη την πρόβλεψη, καταφάσκεται, λοιπόν, ότι ο απαραίτητος βαθμός δικονομικής ωρίμανσης που θα έχει επέλθει για την ζημιογόνο δικαστική απόφαση είναι η τελεσιδικία αυτής. Επομένως, δε χρειάζεται να επέλθει το αμετάκλητο της αποφάσεως, ούτε η άσκηση των εκτάκτων ενδίκων μέσων, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης. Άλλες προϋποθέσεις του παραδεκτού είναι η σύνταξη της αγωγής κατά τα άρθρα 118 και 216 του ΚΠολΔ (άρθρο 9 Νόμου),καθώς και η εμπρόθεσμη άσκηση της αγωγής που ορίζεται στο άρθρο 8 Νόμου. Η επ’ ακροατηρίω συζήτηση διεξάγεται προφορικά σε δημόσια συνεδρίαση, επί τη βάσει των εγγράφων της προδικασίας (άρθρο 14§1 Νόμου), ενώ για τη διεξαγωγή της συζήτησης, την ευταξία και τα υπόλοιπα ζητήματα της διαδικασίας στο ακροατήριο, εφαρμόζονται αναλογικά τα άρθρα του ΚΠολΔ περί της διαδικασίας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου (άρθρο 15 Νόμου). Η συνεδρίαση του Ειδικού Δικαστηρίου λαμβάνει χώρα στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ενώ οι αποφάσεις του πρέπει να συγκεντρώνουν την απόλυτη πλειοψηφία των μελών (άρθρο 3 Νόμου).Στα άρθρα 16 και 18 του ειδικού νόμου ορίζονται κατά αντιστοιχία οι μορφές της έκβασης που μπορεί να έχει μία απόφαση επί αγωγής κακοδικίας. Σύμφωνα, επομένως, με το άρθρο 16§1 εδ.α’ Νόμου, το Δικαστήριο που κάνει δεκτή την αγωγή κακοδικίας, διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου και επιβάλλει στον εναγόμενο τη δικαστική δαπάνη. Εντούτοις, εάν τελικώς απορρίψει την αγωγή κακοδικίας (άρθρο 16§1 εδ.β’ Νόμου), διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου υπέρ του Δημοσίου και επιβάλλει δικαστική δαπάνη στον ενάγοντα. Στο άρθρο 18§1 Νόμου καθιερώνεται η άπαξ άσκηση της αγωγής κακοδικίας. Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση απόρριψης της αγωγής λόγω τυπικού ή ουσιαστικού σφάλματος και με συντρέχουσα ταυτότητα υποκειμένων και αντικειμένου της δίκης, όπως ακριβώς και στο δεδικασμένο, απορρίπτεται η άσκηση νέας αγωγής κακοδικίας. Τέλος, ενδιαφέρουσα ρύθμιση του σχετικού Νόμου, συνιστά το άρθρο 17 Νόμου όπου προβλέπει ότι κατά των αποφάσεων του Ειδικού Δικαστηρίου «ουδέν ένδικον μέσον χωρεί».
Συνοψίζοντας, η άσκηση αγωγής κακοδικίας αφορά την αστική ευθύνη δικαστικών λειτουργών, αλλά και μη δικαστών, που θεμελιώνεται σε πράξεις ή παραλείψεις των αυτών οργάνων. Το γεγονός ότι αυτά τα πρόσωπα κατέχουν δικαστικό αξίωμα ή γενικότερα ασκούν επαγγέλματα, που είναι συνυφασμένα με τους νόμους και τη δικαστική εξουσία, κατέστησαν αναγκαίο τη συγκρότηση ενός Ειδικού Δικαστηρίου. Το δικαστήριο του άρθρου 99 Σ, είναι καταλλήλως συγκροτημένο από μια δικαστική σύνθεση που φέροντας τα κατάλληλα εχέγγυα ορθοκρισίας, αμεροληψίας και εμπειρίας, αποφαίνεται επί σφαλμάτων τέτοιας βαρύτητας και προερχόμενα από τα εκ του Συντάγματος εξουσιοδοτημένα όργανα να αποδίδουν τη δικαιοσύνη. Η εκλυστική αυτή δυνατότητα απονομής δικαιοσύνης ωστόσο, δε φαίνεται στην ελληνική πρακτική να έχει ιδιαίτερο αντίκτυπο, καθώς ο αριθμός των καταδικαστικών αποφάσεων είναι πολύ περιορισμένος συγκριτικά με τις ασκηθείσες συνολικά αγωγές κακοδικίας. Ίσως, αυτό να συνεπάγεται συλλήβδην την αδυναμία καταδίκης και επομένως διαπίστωσης πλημμελειών των δικαστικών λειτουργών, δηλαδή των προσώπων που είναι τα πλέον αρμόδια και καταρτισμένα κατά τεκμήριο για να αποφαίνονται επί τέτοιων ζητημάτων. Πρόσφατη, τέλος, ενδιαφέρουσα αγωγή κακοδικίας που συνδέεται με γνωστή υπόθεση εκτεταμένου δημοσίου και νομικού ενδιαφέροντος με ποικίλες πολιτικές κι οικονομικές προεκτάσεις αποτελεί η υπ’αριθμόν 7/2019 απόφαση του Δικαστηρίου Αγωγών Κακοδικίας, αφορώσα αγωγή με επίδικο αίτημα αποζημίωσης κατά της Εισαγγελέως και των Επίκουρων Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς.
Πηγές
- Σύνταγμα: https://www.hellenicparliament.gr/Vouli-ton-Ellinon/To-Politevma/Syntagma/
- ΚΠολΔ & Εισαγωγικός Νόμος ΚΠολΔ: 4 ΚΩΔΙΚΕΣ (ΑΚ, ΚΠΟΛΔ, ΠΚ & ΚΠΔ) ΣΥΝ 42, 54η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη
- Νόμος υπ’αριθμόν 693/1977 «Περί Εκδικάσεως Αγωγών Κακοδικίας» : http://www.et.gr/index.php/nomoi-proedrika-diatagmata
- Περίληψη της 7/2019 απόφασης του Δικαστηρίου Αγωγών Κακοδικίας: Προϋποθέσεις κατάργησης δίκης σε περίπτωση παραίτησης από την αγωγή μετά τη λήξη της προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων.
- Τα διοικητικά δικαστήρια και η δικαστική προστασία του διοικούμενου, Ακριβοπούλου Χριστίνα & Ανθόπουλος Χαράλαμπος (Κριτικός Αναγνώστης Παπαδοπούλου Τριανταφυλλιά): https://repository.kallipos.gr/handle/11419/2537
- Προσωπικές σημειώσεις από παραδόσεις μαθημάτων
Γεννηθείσα το 1996, είναι επί πτυχίω φοιτήτρια στο Τμήμα Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Από ξένες γλώσσες, κατέχει άριστη γνώση της αγγλικής. Έχει παρακολουθήσει ημερίδες και συζητήσεις με νομικό περιεχόμενο. Μέσα από την αρθρογραφία, ευελπιστεί ότι θα κατανοήσει, διευρύνει κι ερευνήσει περαιτέρω το αντικείμενο σπουδών της. Στον ελεύθερό της χρόνο, ανάμεσα στις ασχολίες της, ξεχωρίζει τη δραστηριοποίησή της ως ενεργού μέλους φοιτητικού πολιτιστικού συλλόγου της Θεσσαλονίκης. Συμμετέχει στο εγχείρημα του OffLine Post αρθρογραφώντας κυρίως με νομικό άξονα.