Της Βίκυς Ντζούρβα,
Η πυρηνική ενέργεια, η ενέργεια που απελευθερώνεται με τη σχάση πυρήνων ουρανίου και πλουτωνίου, η μηδαμινού κόστους και συνεχώς ανανεώσιμη ενέργεια του μέλλοντος. Έτσι τουλάχιστον είχε υποσχεθεί το 1954 ο πρόεδρος της Αμερικανικής επιτροπής ατομικής ενέργειας Lewis Strauss στο λαό της χώρας του. Μίας χώρας που ήδη είχε καταδικαστεί για την αρνητική χρήση του νέου θαύματος της επιστήμης της ενέργειας με τις ρίψεις των ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Την ίδια περίπου εποχή, το 1957, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ), η τότε Ευρωπαϊκή κοινότητα 6 χωρών (Δυτική Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία, Λουξεμβούργο και Βέλγιο) προχωρούν στη σύναψη της συνθήκης της EURATOM, προωθώντας έτσι την ενεργειακή τους αυτονομία και κατοχυρώνοντας τη χρήση της για αποκλειστικά ειρηνικούς σκοπούς. Κατά πόσο είναι αυτό όμως, εφικτό σε ένα ψυχροπολεμικό περιβάλλον με τις δυο υπερδυνάμεις της εποχής, ΗΠΑ και Ρωσία, να επιδίδονται σε ένα συνεχές αγώνα πολλαπλασιασμού των πυρηνικών τους κεφαλών;
Σύμφωνα με τη θεωρία του ρεαλισμού, στο άναρχο διεθνές περιβάλλον η απόκτηση ενός υπέρ-όπλου από μία χώρα την καθιστά υπερδύναμη και διαταράσσει την υφιστάμενη ισορροπία ισχύος. Το αντίπαλο δέος αντιλαμβάνεται ότι η υπεροχή αυτή μελλοντικά ενδέχεται να βάλλει την κρατική του κυριαρχία και να υπονομεύσει τη θέση του στο διεθνές σύστημα. Δημιουργείται λοιπόν, δίλημμα ασφάλειας, η άρση του οποίου επιτυγχάνεται μόνο με την εξισορρόπηση ισχύος. Αυτό συνέβη όταν τη δεκαετία του ’50, η πυρηνική δραστηριοποίηση των ΗΠΑ τρομοκράτησε την ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης και η δεύτερη προχώρησε στην επίσπευση του πυρηνικού της προγράμματος. Έτσι, εισήχθησαν τα πυρηνικά όπλα στη Γηραιά ήπειρο και φυσικά, δεν περιορίστηκαν στα Ανατολικά. Η επιτυχημένη πυρηνική δοκιμή των Σοβιετικών θορύβησε τους Δυτικούς, οι οποίοι απευθύνθηκαν στους ισχυρούς Αμερικανούς συμμάχους τους στο ΝΑΤΟ, υποστηρίζοντας ότι η Αμερικανική πυρηνική «ομπρέλα» δεν είναι πλέον σε θέση να τους προστατεύσει από ενδεχόμενη επίθεση.
Το 1952, η Μεγάλη Βρετανία είναι η πρώτη χώρα της Δυτικής Ευρώπης που εφαρμόζει με επιτυχία το πυρηνικό της πρόγραμμα με την αρωγή των ΗΠΑ. Οι δύο χώρες ερευνούσαν και μοιράζονταν την πυρηνική τεχνογνωσία ήδη από το 1940 μέσω του Manhattan Project ενώ η ιδιαίτερη σχέση τους, στηριζόμενη στις θεωρίες του άγγλο-σαξονισμού, τους καθιστούσαν ισχυρούς συμμάχους εντός του ΝΑΤΟ. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι Βρετανοί θεωρούνταν περισσότερο Ευρώ-ατλαντιστές από Ευρωπαϊστές. Η Γαλλία επί πρωθυπουργίας Charles de Gaulle αντιδρά στην ιδιαίτερη μεταχείριση των Άγγλων και την επικυριαρχία των ΗΠΑ εντός ΝΑΤΟ. Tο 1960, εγείρει το ερώτημα αν η Αμερική είναι σε θέση να θυσιάσει τη Νέα Υόρκη για το Παρίσι και προβάλλοντας την «αρχή της αυτό-βοήθειας», εφαρμόζει με επιτυχία πυρηνική δοκιμή, στηριζόμενη εν μέρει στην τεχνογνωσία Ισραηλινών επιστημόνων που συμμετείχαν στο Manhattan Project. Οι ΗΠΑ στήριξαν την πυρηνική επιλογή των δύο χωρών τη δεκαετία του ‘70 επί προεδρίας Νίξον ως μέσο πίεσης του Σοβιετικού αντιπάλου εντός Ευρώπης.
Τις επόμενες δεκαετίες, η διασπορά πυρηνικών περιορίστηκε και καμία επιπλέον ευρωπαϊκή χώρα δεν ανέπτυξε πυρηνική επιλογή. Στην εξέλιξη αυτή, συνέβαλαν συνθήκες όπως αυτή του 1968 περί μη διάδοσης πυρηνικών όπλων ή η συμφωνία START, αναθεώρηση της οποίας ισχύει μέχρι σήμερα. Εξάλλου, η κύρια Ευρωπαϊκή απειλή της Σοβιετικής Ένωσης εξέπνευσε με την πτώση της, ενώ οι ισχυροί πυρηνικοί δρώντες δεν επιθυμούν την οριζόντια εξάπλωση πυρηνικών όπλων. Ωστόσο, οι 9 πυρηνικά «δυνατοί» (Ρωσία, ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία, Κίνα, Πακιστάν, Ινδία, Ισραήλ και Β.Κορέα) δεν προβαίνουν σε πλήρη αφοπλισμό τους διατηρώντας την πυρηνική επιλογή. Ιδίως όταν πολύ πρόσφατα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Donald Τrump, αρνείται τη χρήση των πυρηνικών όπλων του ΝΑΤΟ για προστασία των Ευρωπαίων εταίρων του, καθώς οι ίδιοι εφαρμόζουν την τακτική του freerider. Ίσως, η απειλή αυτή και ο φόβος της διεθνούς αναρχίας οδηγήσουν Ευρωπαϊκές χώρες σε επανεξέταση του πυρηνικού τους προγράμματος, εκμεταλλευόμενες πιθανώς την εύκολη μετατρεψιμότητα πυρηνικών εργοστασίων ενέργειας σε βιομηχανίες όπλων. Πόσο μάλιστα, όταν οι δύο πυρηνικές υπερδυνάμεις, οι ΗΠΑ και η Ρωσία, εκσυγχρονίζουν τα πυρηνικά τους οπλοστάσια ενώ δε διαπραγματεύονται την επανεφαρμογή της διμερούς συμφωνίας START περί μείωσης των πυρηνικών τους κεφαλών, η ισχύς της οποίας εκπνέει το 2021.