Της Κωνσταντίνας Γιαννηνάσιου,
Σε περιόδους κρίσης, είναι λογικό κάθε κίνηση των ασκούντων την εξουσία να τίθεται στο «μικροσκόπιο» της πολιτικής κριτικής, είτε αυτή είναι καλοπροαίρετη είτε όχι. Στην υφισταμένη κατάσταση, διεθνή και ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης χαρακτηρίζουν το ελληνικό κράτος άλλοτε ως «το κράτος που παραδίδει μαθήματα στη Βόρεια Ευρώπη» κι άλλοτε ως «το κράτος που η Ευρώπη θεωρούσε δύσλυτο πρόβλημα, αλλά στέκεται με ψηλά το κεφάλι». Σ’ αυτό, λοιπόν, το σημείο το ερώτημα που τίθεται είναι ένα: «Σε ποιον οφείλουμε την πλεονεκτική θέση σε σχέση με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά (και μη) κράτη;». Η αντίδραση του κρατικού μηχανισμού και η υπευθυνότητα των πολιτών είναι μία αποδεκτή απ’ όλους πραγματικότητα. Αν όμως, μέσα σ’ όλα αυτά τα «μαθήματα» που έχει παραδώσει αυτή η κρίση, υπάρχει κάποιο που πρέπει να συμπεριληφθεί, σίγουρα είναι αυτό της συμβολής των τεχνοκρατών και επιστημόνων στην άσκηση της πολιτικής.
Ανατρέχοντας στο πρόσφατο παρελθόν, με το πρώτο άκουσμα της σύνθεσης του επιτελείου του Κυριάκου Μητσοτάκη, όλο και πιο έντονα πλήθαιναν οι φωνές κατακραυγής για τον μεγάλο αριθμό τεχνοκρατών που συμμετείχαν σ’ αυτή. Έχοντας παγιώσει την αντίληψη της άρρηκτης σύνδεσης των τεχνοκρατών με την έλλειψη «ανθρώπινης σκοπιάς» στον τρόπο προσέγγισης των πραγμάτων, η προδιάθεση των πολιτών απέναντί τους είναι σταθερά καχύποπτη έως και αρνητική. Κατά καιρούς η συνύπαρξη πολιτικής και τεχνοκρατίας έχει χαρακτηριστεί «ασυμβίβαστη» και «κίνδυνος για τη δημοκρατία». Συχνά, η ιδιότητα του εκάστοτε τεχνοκράτη γειώνεται από τους πολίτες ειρωνευόμενοι, με ελαφρά τη καρδία, τις σπουδές του σε κάποιο καταξιωμένο πανεπιστήμιο, θεωρώντας το, αφενός ως το μοναδικό κριτήριο ανέλιξής του και αφετέρου, ως απότοκο μιας άριστης οικονομικής κατάστασης. Η πραγματικότητα διαφέρει. Η ορθολογική διακυβέρνηση μιας χώρας απαιτεί ένα μείγμα πολιτικών και τεχνοκρατών.
Μέχρι πρότινος, το παραπάνω μείγμα στην Ελλάδα δεν είχε τις σωστές αναλογίες. Ο αριθμός των τεχνοκρατών ήταν κατώτερος των περιστάσεων και οι πολιτικοί υπερίσχυαν, με αποτέλεσμα οι δεύτεροι να καθιστούν υποτονική τη δράση των πρώτων. Οι τεχνοκράτες έχουν το πλεονέκτημα να αντιδρούν με πιο γρήγορους ρυθμούς όταν έρχονται αντιμέτωποι με μία κρίση κι αυτό διότι δεν έχουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους το πολιτικό κόστος, αλλά μόνο τη λύση του προβλήματος. Υιοθετούν μια πρακτική αντίληψη των ζητημάτων, θέτουν πρωτίστως το στόχο κι έπειτα τα κριτήρια προσέγγισής του. Για τα δύο αυτά στοιχεία, καθίσταται εμφανές γιατί μια αντίστροφη εκδοχή του παραπάνω μείγματος μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερο κίνδυνο. Από την άλλη, λοιπόν, υπάρχουν οι πολιτικοί. Εκείνοι γνωρίζουν ότι οι άνθρωποι δεν είναι απλώς αριθμοί, αλλά ονόματα, μονάδες με διαφορετικό υπόβαθρο και ανάγκες. Έτσι, δεν τους αρκεί μόνο η επίτευξη του στόχου, αλλά και η διαδρομή προς αυτόν.
Το ζωτικής, επομένως, σημασίας ζήτημα είναι η επίτευξη της ισορροπίας μεταξύ των δύο πτυχών, αλλά και η διασφάλιση του διαχωρισμού των ρόλων τους. Οι τεχνοκράτες οφείλουν να περιορίζονται στο πεδίο του συμβουλευτικού χαρακτήρα, στην πρακτική διαχείριση των περιστάσεων. Οι πολιτικοί επιβάλλεται να λαμβάνουν τις αποφάσεις, να εντοπίζουν σε συνεργασία με τους προηγούμενους τις πιθανές λύσεις και να εφαρμόζουν την πιο βιώσιμη. Ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, σαν τη σημερινή, οι αποφάσεις και τα μέτρα δεν πρέπει να εμφορούνται από χρησιμοθηρικό χαρακτήρα ή από ιδεολογικές αγκυλώσεις. Όσο πιο ισορροπημένο είναι το μείγμα «πολιτικοί – τεχνοκράτες», τόσο οι παραπάνω κίνδυνοι αλληλοεξουδετερώνονται.
Η κρίση που βιώνουμε έχει διδάξει πολλά. Ας γίνει αυτή η αφορμή για να εξαλειφθεί το ταμπού της συνύπαρξης πολιτικής και τεχνοκρατίας. Ας δικαιωθεί η μερίδα ανθρώπων που ήταν αποκλεισμένη από την πολιτική σκηνή, επειδή είχαν το «ελάττωμα» να διαθέτουν εξειδικευμένες γνώσεις, πιστοί στη διεκπεραίωση των προβλημάτων που ταλανίζουν τους τομείς τους.