Της Ιωάννας Παπαγεωργακοπούλου
Σύμφωνα με τον Τολστόι «η τέχνη είναι μια ανθρώπινη δραστηριότητα, που συνίσταται στο εξής: ένας άνθρωπος, χρησιμοποιώντας ορισμένα εξωτερικά σημάδια, μεταβιβάζει συνειδητά σε άλλους αισθήματα που είχε βιώσει, και οι άλλοι άνθρωποι επηρεάζονται ψυχικά από τα αισθήματα αυτά, τα νιώθουν κι εκείνοι». Η αυθεντική εκδοχή κάθε μορφής τέχνης διαθέτει αναμφίβολα τη δύναμη να αφυπνίσει συνειδήσεις, να συγκινήσει, να ωθήσει τους εκάστοτε δέκτες να ταυτιστούν με τον καλλιτέχνη και με τα ζητήματα που θίγει μέσα από το έργο του. Αυτός ήταν και ο στόχος του Vincent Van Gogh, του καλλιτέχνη που χαρακτηρίστηκε στην εποχή του ως «εκκεντρικός», «ασήμαντος», «απόβρασμα της κοινωνίας», ωστόσο αποδείχθηκε μια επαναστατική και συνάμα παρανοϊκή ιδιοφυΐα. Ήθελε ακριβώς να καταδείξει τι κρύβει μέσα στην ψυχή του ένας τόσο ασήμαντος άνθρωπος σαν αυτόν.
Γεννήθηκε στο χωριό Zundert της Ολλανδίας στις 30 Μαρτίου 1853. Στην ηλικία των 16 ετών άρχισε να εργάζεται -με παρότρυνση του θείου του- κοντά σε έναν έμπορο τέχνης του Λονδίνου, οπότε ήρθε σε επαφή με σπουδαία έργα ζωγραφικής, όπως αυτά του François Millet και του Jules Breton, καθώς και με τη λογοτεχνία και την ποίηση. Κρίσιμη καμπή στην πορεία του στάθηκε η μεταφορά του στο Παρίσι όπου ήρθε σε ιδιαίτερα βαθιά επαφή με τον Χριστιανισμό έχοντας ήδη τα πρώτα ερεθίσματα από τον πατέρα του που ήταν πάστορας. Δεν ολοκλήρωσε ποτέ τις θεολογικές σπουδές του, ενώ ταυτόχρονα η απέχθεια που αισθανόταν για τον υποκριτικό κόσμο των γκαλερί τέχνης τον ώθησαν να αυτοδιοριστεί ιεραπόστολος των φτωχών. Εγκατέλειψε λοιπόν τη χλιδή και τάχθηκε κυριολεκτικά στην υπηρεσία των αναξιοπαθών ομάδων, των αδικημένων της ζωής σε ένα χωριό ανθρακωρύχων στο Βέλγιο. Όμως και πάλι η κοινότητα αυτή που του εξασφάλιζε το πενιχρό του εισόδημα τον απέλυσε λόγω «υπερβάλλοντος ζήλου».
Ο ίδιος ωστόσο είχε ήδη ανακαλύψει έναν νέο τρόπο να κηρύττει, τη ζωγραφική. Ήθελε να φτιάξει πίνακες που θα αγγίζουν τον κόσμο, θα κάνουν τους ανθρώπους να λένε ότι αυτός ο καλλιτέχνης έχει βαθιά συναισθήματα. Θα αποκάλυπτε με τον τρόπο του τη δύναμη της ζωής σε όλους κι ιδιαίτερα στους φτωχούς, καθώς ο ίδιος πίστευε πως η αληθινή ευτυχία κρύβεται στα πιο απλά πράγματα και για να την αισθανθεί κανείς χρειάζεται να έχει φτάσει στον πάτο της κοινωνίας. Αυτός είναι και ο λόγος που, μετά τα ερωτικά αισθήματα που ένιωθε παλιότερα για την ξαδέρφη του, ερωτεύτηκε τη Σιέν, μια έγκυο ασθενική ιερόδουλη, μητέρα ενός παιδιού. Η συγκίνηση που ένιωθε για το πρόσωπό της τον ώθησε να τη μετατρέψει πολλές φορές σε μούσα του. Σύμφωνα με το γράμμα του προς τον αδερφό του Τεό, η Σιέν αντιπροσώπευε κάτι ιερό γι′ αυτόν. Ακόμη και σε αυτό το σχέδιο διαφαίνεται ξεκάθαρα μέσα από το ταλαιπωρημένο σώμα της Σιέν η ειλικρίνεια με την οποία αντιμετωπίζει τη ζωή και την αποτυπώνει στο έργο του. Ωστόσο αυτή η τάση του Van Gogh να τη μεταμορφώνει σε καλλιτεχνική δημιουργία, κούρασε την Σιέν, η οποία τον εγκατέλειψε. Αυτή είναι η στιγμή που ο ζωγράφος επέστρεψε ξανά στο πατρικό του.
Βασικός υποστηρικτής του Van Gogh υπήρξε ο αδερφός του Τεό, ο οποίος τον συντηρούσε οικονομικά και τον στήριζε αδιάκοπα, ακόμα κι αν διαφωνούσε με αυτόν. O Vincent τον τροφοδοτούσε με πίνακες που όμως σύμφωνα με τον Τεό κανείς δε θα αγόραζε, καθώς επρόκειτο για «σκοτεινά έργα» μέσα σε ένα λουσμένο από φως Παρίσι. Έχει φτάσει η στιγμή που δημιουργεί το πρώτο συγκλονιστικό αριστούργημα που συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά του ριζοσπάστη καλλιτέχνη. Στους Πατατοφάγους απεικονίζεται μέσα από τη ρεαλιστική και νατουραλιστική ματιά του Van Gogh το δείπνο μιας οικογένειας αγροτών. Η ωχρή, ταλαιπωρημένη όψη τους διαγράφεται μέσα από τα σκούρα χρώματα του καλλιτέχνη. Είναι η προσπάθειά του να καταδείξει την ταύτιση των υποκειμένων του με τη γη, το χώμα. Αυτός είναι και ο λόγος που χρησιμοποιεί το σκούρο καφέ χρώμα που θυμίζει ακριβώς την αξεφλούδιστη πατάτα προτού πλυθεί. Θέλει να δείξει πως οι άνθρωποι αυτοί μόχθησαν για το δείπνο τους, ότι τα χέρια τους είναι λερωμένα από τις χειρωνακτικές εργασίες, φέρουν πάνω τους το χρώμα της γης που σκάβουν με τα ίδια τους τα χέρια. Στον πίνακα αναδύεται μια ιερή στιγμή, η μετάληψη της εργατικής τάξης. Οι αποστεωμένες φιγούρες, αν και ανέκφραστες, δείχνουν βυθισμένες στις προσωπικές τους σκέψεις μέσα σε ένα πνιγμένο αίσθημα μοναξιάς, ενώ το μόνο φως που αχνοφαίνεται είναι αυτό της λάμπας στο κέντρο του πίνακα. Παρά, εντούτοις, τα τόσο σκοτεινά χρώματα διαφαίνεται μια καθαρότητα, η καθαρότητα της τίμιας εργατικής τάξης που απολαμβάνει τους καρπούς του μόχθου της.
Ακολουθεί η περίοδος που αρχίζει να πειραματίζεται με τα χρώματα, εθίζεται με αυτά και επιλέγει να μην ενταχθεί στο μέχρι τότε ρεύμα του ιμπρεσιονισμού. Η εκδοχή του για τη φύση ήταν πιο ρεαλιστική, πιο γήινη, πιο αδέξια, πιο δύσοσμη, για αυτό και δεν προσέλκυε αγοραστές. Τα κομμένα ηλιοτρόπια και οι αρβύλες αποτελούν ουσιαστικά νεκρές φύσεις που μόνο νεκρές δεν είναι. Τα κομμένα ηλιοτρόπια κρύβουν έναν αινιγματικό σκοτεινό ζωτικό πυρήνα, ενώ τα παπούτσια αποτελούν μια αυτοπροσωπογραφία, ένα συμβολικό κατάλοιπο του εξουθενωτικού του ταξιδιού ως προσκυνητή.
Το παιχνίδι με τα χρώματα διαφαίνεται ξεκάθαρα στο έργο του Ο σπορέας με τον ήλιο που δύει, το οποίο είναι γεμάτο με κοφτές φωτεινές πινελιές που έχουν τοποθετηθεί προσεκτικά μία-μία με την τεχνική του πουαντιγισμού. Επηρεασμένος από τον πίνακα του François Millet ακολουθεί μια διαφορετική προσέγγιση: ο σπορέας εμφανίζεται ως Ιησούς να περπατάει πάνω από το σταροχώραφο, ενώ λαμβάνει χώρα ένα θαύμα γονιμότητας κάτω από τον καυτό ήλιο. Πρόκειται αναντίρρητα για μια έκρηξη συναισθημάτων και χρωμάτων.
Η συγκατοίκησή του με τον Gauguin διήρκεσε ένα μήνα, μιας και οι δύο καλλιτέχνες διέθεταν διαφορετική φιλοσοφία για την τέχνη. Ο Gauguin φθονούσε τον Van Gogh, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο τον απαθανάτιζε να ζωγραφίζει ως παράφρονα, παραμορφωμένο. O Gauguin εκνευριζόταν με τον ρυθμό εργασίας του καταθλιπτικού Van Gogh, ο οποίος είχε φτάσει στο σημείο να εργάζεται πυρετωδώς ζωγραφίζοντας έναν πίνακα την ημέρα, και τον εγκατέλειψε. Την ίδια μέρα ο Van Gogh τον επισκέφτηκε στο ξενοδοχείο και του έδειξε την εφημερίδα που έγραφε ότι κυκλοφορεί ελεύθερος στην πόλη ένας δολοφόνος. Έπειτα από αυτό επισκέφτηκε τον τοπικό οίκο ανοχής και παρέδωσε στην αγαπημένη του ιερόδουλη ένα κομμάτι από το αυτί του.
Εισάγεται λοιπόν οικειοθελώς σε μια ψυχιατρική κλινική, καθώς αντιμετώπιζε επιληπτικές κρίσεις και κατάθλιψη. Η ψυχολογική του αυτή κατάσταση αποτελούσε ταυτόχρονα τον καταστροφέα αλλά και την πηγή των αριστουργημάτων του. Είναι η στιγμή της ζωής του που δεν ενδιαφέρεται για το αν ο Τεό θα πουλήσει τα έργα του, ζει έναν επίγειο παράδεισο. Στα διαστήματα ανάμεσα από τις κρίσεις εργαζόταν ακόμη και στην αυλή του ψυχιατρείου. Είναι πλέον ένας ζωγράφος που αξιοποιεί όλες του τις ικανότητες.
Στην τελευταία αυτοπροσωπογραφία του διαφαίνεται τόσο το εσωτερικό του μυαλού του (κύματα γύρω από το πρόσωπό του) αλλά και το αλύγιστο αγωνιστικό του πνεύμα που δεν υποκύπτει στη σωματική και ψυχική οδύνη αλλά στέκεται απτόητο και μάχεται αδιάκοπα (γαλήνιο σφιγμένο πρόσωπο). Η πιο συγκλονιστική στιγμή της καλλιτεχνικής του πορείας έχει φτάσει, πράγμα που αναγνωρίζει και ο αδερφός του Τεό. Ένας χείμαρρος δημιουργικής ορμής τον διαπερνά και ο ίδιος ανυπομονεί να διοχετεύσει στον καμβά όλη αυτή την ενέργεια. Η ψυχική διαταραχή είναι αυτή που πυροδοτεί την επανάσταση στην τέχνη. Ο Van Gogh τελικά επιβιώνει από αυτή τη μάχη και αποσύρεται σε ένα χωριό είκοσι μίλια μακριά από το Παρίσι. Νιώθει δέος απέναντι στην ομορφιά της φύσης, την οποία απεικονίζει με κάθε άλλο παρά διαταραγμένο τρόπο.
Η πιο σπουδαία επανάσταση στην απεικόνιση της φύσης επιτελείται με το έργο του Σταροχώραφα με κοράκια. Όποιος αντικρίζει αυτό το έργο έρχεται αντιμέτωπος με ένα μοχθηρό σαμποτάζ, καθώς η προοπτική αντιστρέφεται, ενώ το μονοπάτι που φαίνεται χαραγμένο οδηγεί στο πουθενά. Τα κοράκια υφαίνουν ένα αίσθημα αγαλλίασης και ταυτόχρονα ασφυξίας μέσα σε έναν θορυβώδη και δραματικό ουρανό, διότι δεν είναι διαυγές το αν έρχονται κατά πάνω μας ή όχι. Αυτό το σμήνος από κοράκια συμβολίζει τον θάνατο, την ανάσταση ή την αναγέννηση. Σύμφωνα με τον Kathleen Erickson, ο Van Gogh εκφράζει με αυτόν τον πίνακα τη θλίψη του για τη ζωή που φτάνει στο τέλος της.
Έτσι ο Vincent Van Gogh πεθαίνει (η πιο κρατούσα γνώμη είναι ότι αυτοκτόνησε, ενώ άλλοι το αμφισβητούν) τη στιγμή της δικαίωσής του, τη στιγμή που έχει ήδη καταφέρει να κάνει τους ανθρώπους να αισθανθούν τη ζωτική ορμή μέσα τους, να αισθανθούν αυτό που απεικονίζουν οι πίνακες. Έχει κατορθώσει να καταστήσει την τέχνη του ένα μέσο παρηγοριάς, μια διαίσθηση της θνητότητας, όπως ακριβώς η θρησκεία. Στο τελευταίο γράμμα του αναφέρει ότι απόγονοί του είναι τα έργα του. Κι έτσι ο άνθρωπος που σε όλη του τη ζωή κατάφερε να πουλήσει μόνο έναν πίνακα συγκαταλέγεται σήμερα στους πιο αναγνωρισμένους ζωγράφους παγκοσμίως. Ο αδερφός του πέθανε τον επόμενο χρόνο.
Γεννήθηκε το 2001 στο Μαρούσι και κατάγεται από τη Ναύπακτο. Είναι πρωτοετής φοιτήτρια στο τμήμα Νομικής του ΕΚΠΑ, ενώ παράλληλα έχει συμμετάσχει σε πανευρωπαϊκές ημερίδες, όπως το Euroscola μέσα από διαγωνισμούς έκθεσης. Κατέχει την αγγλική και γερμανική γλώσσα, ενώ παρακολουθεί διαρκώς επιστημονικά συνέδρια και σεμινάρια. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με τον εθελοντισμό, τη μουσική, το debate και τα ταξίδια. Η αρθρογραφία αποτελεί αναπόδραστη συνέπεια της αγάπης της για το λόγο και ιδιαίτερα το γραπτό λόγο.