Της Αγγελικής Καλούδη,
Σε αυτή τη δύσκολη περίοδο εγκλεισμού που διανύουμε, ο καθένας επιλέγει να απασχολείται με ποικίλους τρόπους. Η άθληση, το διάβασμα, η τηλεργασία, η μαγειρική είναι μερικές από τις ασχολίες των πολιτών αυτούς τους μήνες. Καθώς όμως βρισκόμαστε σε έναν ακόμη μήνα εγκλωβισμού στο σπίτι, είμαστε και περισσότερο εκτεθειμένοι στην επιρροή των ΜΜΕ. Είτε κάποιος επιλέγει συνειδητά να βλέπει όλη μέρα ειδήσεις είτε χρησιμοποιεί τα social media αρκετές ώρες την ημέρα, περισσότερες από όσες συνήθιζε για ψυχαγωγικούς σκοπούς, είναι σχεδόν αναπόφευκτο να ξεφύγει από ειδησεογραφία που σχετίζεται με τον κορωνοϊό. Και ίσως αυτή η παραδοχή να είναι και η αναμενόμενη σε περιόδους κρίσης. Αλίμονο αν κρυβόμασταν στο γυάλινο κόσμο μας, που εν προκειμένω είναι ο καναπές του σπιτιού μας, κάθε φορά που κάτι σοβαρό απειλούσε την ανθρωπότητα.
Όλοι λίγο ή πολύ γνωρίζουμε τους τρόπους και τις πρακτικές που ακολουθούν τα ΜΜΕ, η τηλεόραση, το ραδιόφωνο, ο τύπος αλλά και το διαδίκτυο. Ορισμένες από αυτές τις πρακτικές συνάδουν με τον κώδικα δεοντολογίας, άλλες πάλι όχι, με τις περισσότερες φορές να επικρατεί η αρνητική εκδοχή. Κατά πόσον όμως τα ΜΜΕ είναι σε θέση να ανταποκριθούν με αξιοπρέπεια και εγκυρότητα, δηλαδή με ποιοτικό τρόπο στις ανάγκες της ενημέρωσης σε μια περίοδο κρίσης, όπως αυτή που βιώνουμε τώρα; Η ενημέρωση που παρέχεται συμβάλλει στη διατήρηση της ψυχραιμίας των πολιτών ή κλυδωνίζει την κοινωνική ομαλότητα; Μπορεί ο μέσος Έλληνας να διαχωρίσει τα fake news, τις υπερβολές και τα συνωμοσιολογικά παραληρήματα από την αλήθεια; Και εν τέλει η αλήθεια που προβάλλεται μήπως δεν είναι τίποτα περισσότερο από την οπτική που θέλουν να περάσει στο κοινό ο εκάστοτε φορέας ενημέρωσης ή και εμμέσως ο εκάστοτε φορέας εξουσίας;
Τα παραπάνω ερωτήματα είναι δύσκολο να απαντηθούν, καθιστώντας τα μάλλον προβληματισμούς που θα πρέπει ο Έλληνας ως δέκτης να συνυπολογίζει, όταν ανοίγει την τηλεόραση του ή όταν διαβάζει την εφημερίδα του ή βλέπει ένα άρθρο στο διαδίκτυο. Αδιαμφισβήτητο είναι πως οι τακτικές προπαγάνδας και ετεροκατεύθυνσης ή ακόμα και παραπληροφόρησης ακολουθούν το ίδιο μοτίβο σε περίοδο κρίσης και μη και ανάλογα προσαρμόζονται σε αυτήν. Η πλειοψηφία των ΜΜΕ, κυρίως η τηλεόραση, αναπαράγει τις ειδήσεις που εκείνη θέλει να προβληθούν, δίνοντας έμφαση και υπόσταση σε εκείνο το κομμάτι που επιθυμεί να «κατακάτσει» στη νοημοσύνη του αποδέκτη. Τις περισσότερες φορές ένα δελτίο ειδήσεων μπορεί να σπαταλήσει έως και το μισό του τηλεοπτικού χρόνου σε ένα θέμα ήσσονος σημασίας, ώστε να ετεροκατευθύνει το κοινό από ένα φλέγον ζήτημα.
Επιπλέον, είναι πια κοινή παραδοχή, ότι τα περισσότερα ΜΜΕ με εξαίρεση τα μικρότερης εμβέλειας και τα τοπικά, που έρχονται σε μια πιο άμεση επαφή με την κοινωνία, είναι υποκινούμενα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η πληροφορία που παρέχουν να είναι μονομερής. Ένας ουδέτερος αναγνώστης θα πρέπει να διαβάσει διάφορες εφημερίδες αν δεν έχει γνώμη για ένα θέμα ή αν θέλει να έχει μια αντικειμενική ενημέρωση, αν και είναι αμφίβολο κατά πόσο θα ικανοποιήσει το σκοπό του με τις τόσες ανακρίβειες και αντιφάσεις που γράφονται. Στην κρίση του κορωνοϊού αυτό έγινε αντιληπτό στο πως προβλήθηκε και υποστηρίχθηκε ή κατακρίθηκε η αναγκαιότητα των μέτρων περιορισμού. Τι συμβαίνει, όταν όλα τα ΜΜΕ τείνουν προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση; Η ενημέρωση μονοπωλείται και κυρίως η λεγόμενη τέταρτη εξουσία συγκεντρώνεται στα χέρια ενός, που μπορεί να χειραγωγήσει την κοινή γνώμη ακόμα και να νοθεύσει την πεμπτουσία της δημοκρατίας, την ελευθερία του λόγου.
Τους τελευταίους μήνες γίναμε θεατές τόσων πολλών γεγονότων, που ήταν αδύνατον να τα επεξεργαστεί κάποιος με ευκολία. Από το ξέσπασμα του μεταναστευτικού στα νησιά, την κρίση στον Έβρο έως την έξαρση του κορωνοϊού. Όμως και σε περιόδους με έλλειψη πλούσιας επικαιρότητας, τα ΜΜΕ αρέσκονται στην υπερενημέρωση ακόμα και για ανούσια ζητήματα που μπερδεύουν το κοινό. Δυστυχώς αυτή η ενημέρωση δεν είναι «εύπεπτη» για έναν ευάλωτο δέκτη. Δολοφονίες, φυσικές καταστροφές, οικονομικές κρίσεις, πανδημίες, ληστείες, βιασμοί, πόλεμοι και άλλα δεινά συνθέτουν ένα «κοκτέιλ» κατάθλιψης για το μέσο δέκτη, που κάποιες φορές αδυνατεί να καταλάβει την ουσία με την ορολογία που χρησιμοποιείται ή ακόμα παρασύρεται από τη συνθηματολογία. Αφού αυτά είναι τα δρώμενα, αυτά θα πρέπει να προβληθούν και να υποστηρίξει κάποιος. Εγώ θα έλεγα, πως αυτό που πουλάει περισσότερο αυτό θα προβληθεί και μάλιστα στο έπακρον. Διότι σημασία δεν έχει αν περνάμε πανδημίες και τις δέκα πληγές του Φαραώ, αλλά ότι αυτά προβάλλονται στο κοινό με μια αίσθηση τρομοκρατίας. Οι τίτλοι των ειδήσεων στα δελτία αλλά και σε άρθρα στο διαδίκτυο είναι πάντα τρομακτικοί έως καταστροφολογικοί με εννιά στους δέκα να τονίζουν τους θανάτους από τον κορωνοϊό και ελάχιστους την ίαση περιστατικών. Καλύτερα να μη γίνει λόγος για τον πανικό που σκοπίμως προκαλείται με fake news και φράσεις όπως «είμαστε σε πόλεμο» αλλά και αναλύσεις ακατάλληλων για το πόσο άποροι θα γίνουμε μετά τον κορωνοϊό.
Η μάζα παρασύρεται πιο εύκολα από το διαδίκτυο σε γεγονότα και εικασίες, που όντως μπορεί να έχουν κάποια βάση, αλλά προβάλλονται με τον πιο λάθος τρόπο. Με υπερβολές, με ψέματα, με πιθανότητες, με τόνο εκφοβιστικό, με μελέτες δήθεν καταρτισμένων. Δυστυχώς αυτοί οι νέοι «επιστήμονες» που ξεπετιούνται στα social media, το νέο ΜΜΕ της εποχής, προσκαλούνται και σε τηλεοπτικά πάνελ. Και ποιος δε θα το έκανε; Τα ΜΜΕ έχουν μια τάση να ηρωποιούν άτομα, να καταξιώνουν φιγούρες, που συνήθως είναι οι δικοί τους ευνοούμενοι. Ψυχαγωγικές εκπομπές απαραίτητες αυτή τη στενόχωρη περίοδο έχουν χαθεί, είτε αντικαθιστώντας τις με μικρού τύπου ενημερωτικές εκπομπές, είτε μετατρέποντας τις ίδιες σε ενημερωτικές. Όλοι θα πουν τη γνώμη τους για τον κορωνοϊό, όλοι θα κάνουν πρόβλεψη για το πόσο χαμηλά θα πέσει το χρηματιστήριο, διότι όλοι γνωρίζουν τα πάντα. Στην καλύτερη των περιπτώσεων η γνώμη αυτή είναι όντως τεκμηριωμένη ή υπάρχει όντως μια στοιχειώδης γνώση, τι γίνεται όμως στην αντίθετη περίπτωση; Μπορείς να φιμώσεις κάποιον, όταν απλώς καλείται να γεμίσει ένα δίωρο πλέον τηλεοπτικό δελτίο ή μια πρωινή εκπομπή, που μετατράπηκε σε δελτίο δήθεν εμπείρων;
Τα όρια από τη δημοκρατία στη λογοκρισία είναι ξεκάθαρα, αλλά ξεκάθαρα είναι και τα όρια μεταξύ του σεβασμού του ανθρώπου και της ανεξαρτησίας και ελευθερίας των ΜΜΕ. Συχνά περιπλέκουμε τα δικαιώματα που έχουμε στην ελευθερία του λόγου και στις ικανότητές μας. Το ίδιο συμβαίνει και με τα ΜΜΕ. Δε μπορεί κανείς να περιορίσει την έκφραση λόγου στο συμπολίτη του ή να του επιδείξει ποιο κανάλι θα δει ή ποια εφημερίδα θα διαβάσει. Ο καθένας μας πρέπει να καταλάβει ο ίδιος πότε μπορεί και πρέπει να μιλήσει, αλλά εξίσου το φιλτράρισμα της πληθώρας των πληροφοριών που δέχεται κάποιος επαφίεται πάλι στον ίδιο. Προσωπικά, έχω πάψει να περιμένω από την τηλεόραση την ενημέρωση που αξίζει. Αν κάτι κρατάω, είναι η φράση πως «η δημοκρατία και τα ΜΜΕ φθίνουν και ακμάζουν μαζί». Στην κρίση του καθενός είναι να αναζητήσει αν βρισκόμαστε σε ακμάζουσα πορεία.