Του Μιχάλη Τιάκα,
«Αντιμετωπίζουμε έναν πόλεμο κατά του κορωνοϊού και πρέπει να κινητοποιηθούμε ανάλογα. Η αύξηση του δημόσιου χρέους θα αποτελέσει ένα οικονομικό εργαλείο και θα συνδυαστεί με ακύρωση του ιδιωτικού χρέους». Τα λόγια αυτά γράφτηκαν από τον πρώην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Ε.Κ.Τ.), Mario Draghi, τον άνθρωπο που μέχρι πριν λίγους μήνες κρατούσε τα ηνία της ευρωπαϊκής οικονομίας. Ο ίδιος ισχυρίζεται σε πρόσφατο άρθρο του, ότι προκειμένου να διασωθεί η παραγωγικότητα των κρατών, «οι τράπεζες θα πρέπει να δανείζουν στις εταιρείες με μηδενικό κόστος». Με τον τρόπο αυτό, δε θα μειωθούν δραματικά οι θέσεις εργασίας. Θεωρεί, μάλιστα, ότι εγγυητής κάθε τέτοιου δανείου θα πρέπει να είναι ο ίδιος ο δημόσιος τομέας κάθε κράτους.
Η επιδημία του νέου κορωνοϊού εξελίχθηκε γρήγορα σε ένα παγκόσμιο ζήτημα που επιδρά σε όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ζωής. Κανείς δε γνωρίζει με βεβαιότητα ποιες θα είναι οι συνέπειές του. Παρ’ όλα αυτά, είναι βέβαιο ότι ο ιός πυροδότησε μια σειρά έκτακτων μέτρων και οικονομικών αποφάσεων που είτε είναι πρωτόγνωρα για τις σύγχρονες οικονομίες, είτε αφορούν ασύλληπτα μεγάλα μεγέθη. Καθώς οι συζητήσεις πληθαίνουν και οι εξαγγελίες των μέτρων ακολουθούν η μία την άλλη, είναι παραπάνω από χρήσιμο να γίνει μια βασική ανασκόπηση στις αποφάσεις οικονομικής πολιτικής που έχουν ήδη ληφθεί ανά τον κόσμο.
Αρχικά είναι ξεκάθαρο ότι για να αντιμετωπισθεί μια κρίση χρειάζεται χρήμα. Η υγειονομική περίθαλψη, η στελέχωση και ο εξοπλισμός των νοσοκομείων, ο εφοδιασμός σε τρόφιμα και φάρμακα, ακόμα και η ενεργοποίηση του στρατού, σε ακραίες περιπτώσεις, είναι μέτρα που απαιτούν τεράστιες χρηματικές δαπάνες που επιβαρύνουν κυρίως τον δημόσιο τομέα. Στις δαπάνες αυτές πρέπει να προστεθεί η έκτακτη καταβολή επιδομάτων και παροχών σε όσους παύουν να εργάζονται λόγω απαγόρευσης, όταν την ίδια στιγμή το κράτος παύει να εισπράττει φόρους. Μαζί με την κυκλοφορία των πολιτών, σταματάει και η κυκλοφορία του χρήματος και είναι οι κυβερνήσεις αυτές που οφείλουν να αναθερμάνουν την οικονομία.
Στις 27 Μαρτίου, η κυβέρνηση των ΗΠΑ ανακοίνωσε ότι θα δαπανήσει 2,2 τρισεκατομμύρια δολάρια ως επίδομα σε περισσότερα από 150 εκατομμύρια νοικοκυριά. Παρόμοια μέτρα ενίσχυσης εξήγγειλαν και τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκή Ένωσης με κορυφαία τη Γερμανία, η οποία δαπανά περισσότερα από 750 δισεκατομμύρια ευρώ, αυξάνοντας το δημόσιο χρέος της για πρώτη φορά μετά από 7 χρόνια. Αν και τα ποσά είναι ασύλληπτα, η δαπάνη των χρημάτων δεν μπορεί από μόνη της να λύσει το πρόβλημα. Το χρήμα, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί σωστά πρέπει να τεθεί σε κυκλοφορία μέσω δανεισμού, ο οποίος με τη σειρά του πρέπει να είναι φθηνός, γρήγορος και εγγυημένος. Για τον λόγο αυτό, την περίοδο που οι εθνικές κυβερνήσεις αναζητούν δάνεια για να εφαρμόσουν τα απαραίτητα μέτρα, οι εθνικές κεντρικές τράπεζες λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα, ώστε αυτά τα δάνεια να δημιουργηθούν.
Ήδη από τον Φεβρουάριο του 2020, η κεντρική τράπεζα της Κίνας, από όπου ξέσπασε ο ιός, ανακοίνωσε μείωση των επιτοκίων δανεισμού, ώστε να αυξηθεί ο μεσοπρόθεσμος δανεισμός προς τις επιχειρήσεις. Την πολιτική αυτή ακολούθησαν οι νομισματικές αρχές της Αγγλίας, των ΗΠΑ και άλλων ισχυρών οικονομιών. Όσο φθηνότερα δανείζονται οι εμπορικές τράπεζες από την κεντρική, τόσο φθηνότερα μπορούν και αυτές να δανείσουν στις επιχειρήσεις. Οι τελευταίες χρειάζονται τον δανεισμό για να καλύψουν τις τρέχουσες ανάγκες τους σε ρευστό, μετά την απότομη μείωση των πωλήσεών τους, όπως την καταβολή των μισθών. Αυτός είναι άλλωστε και ο κύριος ρόλος των κεντρικών τραπεζών: να χρηματοδοτούν το χρηματοπιστωτικό σύστημα, ειδικά σε περιόδους κρίσης.
Στην Ευρωζώνη, όπου οι κρίσεις είναι συχνές, μια μείωση των επιτοκίων φαίνεται να μην έχει αποτέλεσμα, αφού τα επιτόκια στην Ευρώπη είναι μηδενικά, πολλές φορές ακόμα και αρνητικά. Για να χρηματοδοτηθεί ο αγώνας κατά του κορωνοϊού, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε στις 26 Μαρτίου ένα έκτακτο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης υπό την ονομασία Pandemic Emergency Purchase Programme (PEPP). Δεν είναι η πρώτη φορά που εφαρμόζεται ένα τέτοιο μέτρο. Η πρώτη ποσοτική χαλάρωση εφαρμόστηκε στην Ευρωζώνη το 2014, ως μέτρο επίλυσης των συνεπειών της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Με τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης, που συνεχίζουν έως σήμερα, η Ε.Κ.Τ. αγόρασε, μεταξύ άλλων, κρατικά ομόλογα από επενδυτές δημιουργώντας ως αντίτιμο νέες καταθέσεις στις τράπεζες, δηλαδή νέο χρήμα. Μέσα σε 6 χρόνια τυπώθηκαν περισσότερα από 2,7 τρισεκατομμύρια ευρώ, προκειμένου να ενισχυθεί ο δανεισμός. Με το νέο πρόγραμμα, η Ε.Κ.Τ. ρίχνει ακόμα 750 δισεκατομμύρια ευρώ στη μάχη κατά του κορωνοϊού, ενώ εκτιμήσεις κάνουν λόγο για ανάγκη περαιτέρω αύξησης του ποσού. Στο πρόγραμμα αυτό συμμετέχουν μάλιστα και τα ελληνικά ομόλογα, σε αντίθεση με τα προηγούμενα προγράμματα από τα οποία η Ελλάδα είχε αποκλειστεί.
Τόσο στην Ευρωζώνη, όσο και στον υπόλοιπο κόσμο, ο νέος ιός ανέδειξε νέες, επικίνδυνες προκλήσεις. Η ταχύτητα με την οποία διαδίδονται τα δεδομένα στην εποχή μας συνεπάγεται μια αναπόφευκτη ταχύτητα στην εξάπλωσή του.
Σε όλες τις κρίσεις στην ιστορία: οικονομικές, πολιτικές, υγειονομικές χρησιμοποιήθηκαν ή δημιουργήθηκαν μέσα επίλυσης που, αν μη τι άλλο, άλλαξαν την ποιότητα του μετέπειτα κόσμου. Στην παρούσα κρίση, πέρα από την προηγμένη ιατρική τεχνολογία που σώζει ζωές, πέρα ακόμα και από την ψηφιακή τεχνολογία που επιτρέπει σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους να εργάζονται από το σπίτι, χρησιμοποιείται ένα παλιό, γνώριμο μέσο, χωρίς το οποίο η τεχνολογία δε μπορεί να αναπτυχθεί και η ποσότητα των φαρμάκων δεν είναι αρκετή. Πρόκειται για ένα μέσο που συνοδεύει ανέκαθεν την ανθρώπινη εξέλιξη και αποτελεί ίσως το σημαντικότερο εμπορεύσιμο προϊόν που ο άνθρωπος έχει στη διάθεσή του. Το χρέος.