13.7 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΔιεθνήΔιελκυστίνδα Σαουδικής Αραβίας-Ρωσίας: πετρελαϊκές αγορές στο έλεος ενός πολέμου τιμών

Διελκυστίνδα Σαουδικής Αραβίας-Ρωσίας: πετρελαϊκές αγορές στο έλεος ενός πολέμου τιμών


Της Δέσποινας Άλβα,

Η μη επίτευξη συμφωνίας στις αρχές Μαρτίου κατά τη διάρκεια συνάντησης των κρατών μελών του Οργανισμού Πετρελαιοπαραγωγών και Εξαγωγών Κρατών στη Βιέννη, κατέστησε τη Σαουδική Αραβία και τη Ρωσία δυνητικούς αντιπάλους σ’ έναν πόλεμο με πρωταγωνιστή το μαύρο χρυσό, όπου η νίκη επιτυγχάνεται μέσω της πώλησης περισσότερου πετρελαίου και άντλησης μεγαλύτερου μεριδίου αγοράς. Τους τελευταίους μήνες, η παγκόσμια πανδημία του Covid-19, έχει προκαλέσει μεγάλο πλήγμα στη ζήτηση πετρελαίου, με αποτέλεσμα να κρίνεται απαραίτητη η λήψη μέτρων για τη σταθεροποίηση της πετρελαϊκής αγοράς. Ο ΟΠΕΚ, αποτελεί ένα Διεθνή Οργανισμό, αποτελούμενο από τα κύρια εξαγωγικά πετρελαϊκά κράτη του κόσμου και στοχεύει στη σταθεροποίηση της αγοράς πετρελαίου, μέσω της υιοθέτησης κοινής πετρελαϊκής πολιτικής αλλά και κοινών σταθεροποιητικών τιμών πετρελαίου. Η Ρωσία, μπορεί να μην αποτελεί μόνιμο μέλος του οργανισμού, αλλά εδώ και τρία χρόνια συνεργάζεται με τα κράτη-μέλη του, συμμετέχοντας σε όλες τις αποφάσεις, γεγονός που της επιτρέπει να επεκτείνει την ισχύ της στη Μέση Ανατολή. Ωστόσο, παρόλη τη συνεργασία τους, η Μόσχα αρνήθηκε την προτεινόμενη περαιτέρω μείωση της παραγωγής κατά 1,5 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου ημερησίως ως το τέλος του 2020, όπως επίσης και τη χρονική επέκταση της υφιστάμενης μείωσης των 2,1 εκατομμυρίων βαρελιών ως τα τέλη Μαρτίου, ως μέσο αντιμετώπισης της πτώσης της ζήτησης εν καιρώ Covid-19. Αντίθετα, υποστήριξε τη λήψη επιπρόσθετων μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας μόνο από τα μόνιμα κράτη-μέλη του οργανισμού.

Η άρνηση της Μόσχας, αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία διαμάχης μεταξύ των δύο κορυφαίων πετρελαιοπαραγωγών, με το Ριάντ να ανακοινώνει αύξηση στην παραγωγή του, καθώς και μείωση στις τιμές του αργού πετρελαίου στις εξαγωγές του, ειδικά για τη Βορειοδυτική Ευρώπη, περιοχή που αποτελεί παραδοσιακά πρωταρχικό αγοραστή ρωσικού φυσικού αερίου. Συγκεκριμένα, η Σαουδική Αραβία ανακοίνωσε τη μείωση των επίσημων τιμών πώλησης πετρελαίου κατά 6 με 8 δολάρια ανά βαρέλι, καθώς και την κατακόρυφη αύξηση της παραγωγής της, η οποία μπορεί να αγγίξει ακόμα και τα 12,5 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου ημερησίως. Η πλεονάζουσα παραγωγική της ικανότητα οδήγησε τον παγκόσμιο δείκτη αναφοράς αργού πετρελαίου Brent στα 34$, ενώ τον αμερικανικό δείκτη WTI στα 31$, επίπεδα εξαιρετικά χαμηλά, τα οποία αντιστοιχούν στη μεγαλύτερη πτώση από τον Πόλεμο του Κόλπου το 1991. Είναι έκδηλο ότι η Σαουδική Αραβία σ’ αυτό τον ιδιόρρυθμο ακήρυκτο ενεργειακό πόλεμο, επιλέγει την τακτική της κλιμάκωσης, προκειμένου να θωρακίσει τη θέση της ως κορυφαίου εξαγωγέα πετρελαίου, καθώς και για να γνωστοποιήσει στη Ρωσία ότι κατέχει ενεργό ρόλο στην παραγωγή πετρελαίου, με τον οποίο δύναται ακόμα και να καθορίσει την παγκόσμια πετρελαϊκή ανάπτυξη. Εάν η Σαουδική Αραβία επωφεληθεί από το μερίδιο αγοράς που αντιστοιχεί στη Ρωσία, πρόκειται να προκαλέσει σημαντικά προβλήματα στην εξαρτώμενη από ενεργειακές εξαγωγές ρωσική οικονομία. Εξάλλου, με βάση την οικονομική πραγματικότητα, η Ρωσία δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να ανταγωνιστεί για μεγάλο διάστημα τη Σαουδική Αραβία σ’ έναν ατέρμονα πόλεμο τιμών.

Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν καθιστά ανορθολογική την επιλογή της Μόσχας να διαφοροποιηθεί από τη μέχρι τώρα κοινή ενεργειακή τους πολιτική, υποστηρίζοντας την παραγωγή πετρελαίου στα ίδια επίπεδα. Με οικονομικούς όρους, η πτώση της προσφοράς του μαύρου χρυσού με την ίδια ζήτηση, θα εκτόξευε τις τιμές αυτού. Στην περίπτωση αυτή, η Μόσχα θα απολέσει  το «ενεργειακό όπλο» του φθηνού πετρελαίου της, ανοίγοντας το δρόμο για την αγορά του έως τώρα αρκετά ακριβότερου αμερικανικού σχιστολιθικού αερίου. Ρωσία και ΗΠΑ αποτελούν τους κατεξοχήν ενεργειακούς αντιπάλους στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα, ειδικά όσον αφορά στον έλεγχο της ενεργειακής τροφοδοσίας της Ευρώπης. Άλλωστε, δεν είναι λίγες οι φορές που ρωσικά σχέδια αγωγών φυσικού αερίου έχουν αποτελέσει αποδέκτες αμερικανικών κυρώσεων. Σχετικά με την πιθανότητα πρόκλησης πλήγματος από τη Σαουδική Αραβία, στη Ρωσία, με το να αποκτήσει τη μερίδα του λέοντος στην ενεργειακή τροφοδοσία της Γηραιάς Ηπείρου, η γεωγραφική εγγύτητα της Ρωσίας στην Ευρώπη τής παρέχει το πλεονέκτημα ελέγχου. Επιπλέον, η Ρωσία έχει ήδη συνάψει ενεργειακές συμμαχίες με ευρωπαϊκά κράτη, μέσω της κατασκευής αγωγών που διέρχονται από το έδαφός τους.

Τα αντίποινα της Σαουδικής Αραβίας στη μονομερή ενεργειακή πολιτική της Ρωσίας, ενώ αρχικά είχαν ως στόχο εκείνη, φαίνεται ότι θα έχουν καταστροφικές συνέπειες για μια σειρά παραγωγών πετρελαίου, όπως για το Ιράν, τη Βενεζουέλα -που ήδη λόγω των αμερικανικών κυρώσεων έχει μειωμένα έσοδα- αλλά και για αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες. Το γεγονός αυτό εξηγεί και τη διπλωματική διαμεσολάβηση του Αμερικανού προέδρου, Donald Trump, ο οποίος προκειμένου να λήξει η πλημμύρα προσφοράς πετρελαίου, καλεί τα δύο κράτη να επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ως τοποτηρητής της τάξης, μέσω μιας παρέμβασής του στο Twitter, ο Trump ανακοίνωσε τη μείωση της παραγωγής για τα κράτη του ΟΠΕΚ ως και 15 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως. Η δήλωση αυτή κατόρθωσε να δώσει μια «ένεση ζωής» στις αγορές, με τον παγκόσμιο και αμερικανικό δείκτη αναφοράς πετρελαίου να σημειώνουν ανοδική κίνηση. Μένει να δούμε, εάν Ριάντ και Μόσχα θα καταλήξουν σε συμφωνία, ή εάν ο ενεργειακός κόσμος θα αφεθεί στη δύναμη της ελεύθερης αγοράς, προκαλώντας ένα ντόμινο συνεπειών για τις οικονομίες τόσο των κρατών-παραγωγών, όσο και των κρατών-καταναλωτών ενέργειας.


Δέσποινα Άλβα

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1997, όπου και διαμένει ως σήμερα. Είναι απόφοιτη του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της, πραγματοποίησε πρακτική άσκηση στη Β2 Διεύθυνση του Υπουργείου Εξωτερικών, όπου ασχολήθηκε με τις Διεθνείς Οικονομικές Σχέσεις της Ελλάδας με χώρες Βαλκανικής, Ρωσίας και λοιπών χωρών Κ.Α.Κ.. Από τον Οκτώβριο του 2018, είναι δόκιμη ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων στον Τομέα Ρωσίας, Ευρασίας και Νότιο-Ανατολικής Ευρώπης. Ομιλεί την αγγλική, γαλλική και ρωσική γλώσσα. Τέλος, αγαπάει ιδιαίτερα τα ταξίδια, τα οποία θεωρεί πηγή προσωπικής εξέλιξης.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δέσποινα Άλβα
Δέσποινα Άλβα
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1997, όπου και διαμένει ως σήμερα. Είναι απόφοιτη του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της, πραγματοποίησε πρακτική άσκηση στη Β2 Διεύθυνση του Υπουργείου Εξωτερικών, όπου ασχολήθηκε με τις Διεθνείς Οικονομικές Σχέσεις της Ελλάδας με χώρες Βαλκανικής, Ρωσίας και λοιπών χωρών Κ.Α.Κ.. Από τον Οκτώβριο του 2018, είναι δόκιμη ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων στον Τομέα Ρωσίας, Ευρασίας και Νότιο-Ανατολικής Ευρώπης. Ομιλεί την αγγλική, γαλλική και ρωσική γλώσσα. Τέλος, αγαπάει ιδιαίτερα τα ταξίδια, τα οποία θεωρεί πηγή προσωπικής εξέλιξης.