Του Κωνσταντίνου – Ειρηναίου Σταμούλη,
«Δεν είμαστε στην αρχή του τέλους. Είμαστε ίσως στο τέλος της αρχής» δήλωσε από το βήμα της Βουλής ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, σχολιάζοντας τις εξελίξεις. Πράγματι, ενώ έχουμε διανύσει μια μακρά και επίπονη διαδρομή, ο ορίζοντας της απλώνεται ακόμα στον χρόνο και τις διαστάσεις του. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν θα έρθει ή ότι αυτός δεν είναι ακόμα ορατός. Η ολοκλήρωση του συναγερμού είναι ορατή, το ερώτημα έγκειται στη διαχείρισή του εντός του Απριλίου, προκειμένου να διασαφηνιστεί ο βαθμός της ορατότητας αυτής.
Στο παρόν άρθρο θα υιοθετήσουμε την αισιόδοξη αντίληψη ολοκλήρωσης του κύκλου της πανδημίας στο άμεσο (Μάιος-Ιούνιος) μέλλον και θα στρέψουμε τις σκέψεις μας στην επόμενη μέρα. Στην ημέρα που τα λουκέτα θα φύγουν, οι κανονικοί ρυθμοί ζωής θα επανέλθουν και η ανθρωπότητα θα ελπίζει ότι έχει αφήσει πίσω της μια από τις μεγαλύτερες κρίσεις του 21ου αιώνα. Προκειμένου όμως να διασφαλίσουμε το αύριο και την ομαλή μετάβαση σε αυτό οφείλουμε να προνοήσουμε από σήμερα.
Η Ελλάδα προνόησε. Πρωτοπόρησε στη λήψη των αναγκαίων μέτρων, τα οποία αφενός επιβράδυναν την εξάπλωση του ιού και αφετέρου έδωσαν τον απαραίτητο χρόνο στο δημόσιο σύστημα υγείας προκειμένου να προετοιμαστεί κατάλληλα ώστε, παρά τους κραδασμούς, να βγάλει εις πέρας της δύσκολη αποστολή διαχείρισης και θεραπείας των κρουσμάτων. Φυσικά δεν τίθεται ζήτημα για την δημοκρατικότητα των μέτρων αυτών. Η κυβέρνηση έπραξε το ηθικά ορθό, το πολιτικά επιβεβλημένο, το κοινωνικά αναγκαίο αλλά και το συνταγματικά συμβατό.
Η πλειοψηφία των πολιτικών επιστημόνων και των οικονομολόγων ανά τον κόσμο προβλέπει μία εξαιρετικά δύσκολη περίοδο κοινωνικοοικονομικής κρίσης και ύφεσης στη μετά-κορωνοϊού εποχή. Πράγματι είναι κάτι παραπάνω από δεδομένο ότι η πανδημία στο πέρασμά της θα αφήσει ανοιχτές πληγές στα κρατικά σώματα των χωρών. Το ζήτημα είναι τα ίδια τα κράτη να πράξουν τα μέγιστα ώστε οι πληγές αυτές να μπορούν να επουλωθούν γρήγορα και να μην μετεξελιχθούν σε οικονομική συντριβή και κοινωνικοπολιτική κατάρρευση.
Όπως η χώρα μας υπήρξε πρωτοπόρος στη λήψη υγειονομικών μέτρων, με τον ίδιο τρόπο οφείλει να δράσει και σε οικονομικό επίπεδο. Πρέπει πρώτη, να λάβει τα αναγκαία μέτρα σήμερα, για την ουσιαστική στήριξη της παραγωγικής οικονομίας η οποία και κινεί τους τροχούς της ανάπτυξης. Να παρέχει δηλαδή έμπρακτα βοήθεια στις επιχειρήσεις και στους εργαζόμενους προκειμένου το αύριο να βρει τους ανθρώπους να δίνουν τη μάχη για να επανέλθουν σε ρυθμούς κανονικότητας και όχι να μαζεύουν τα συντρίμμια μιας προοικονομημένης χρηματοπιστωτικής κρίσης που στα μάτια τους μεταφράζεται σε νέα λουκέτα και ανεργία.
Συγχρόνως, σήμερα θωρακίζεται και εξοπλίζεται το Ε.Σ.Υ. Έπρεπε να περιμένουμε το ξέσπασμα μιας πανδημίας προκειμένου να έχουμε ένα κραταιό Εθνικό Σύστημα Υγείας χωρίς ελλείψεις σε ιατροφαρμακευτικό εξοπλισμό και προσωπικό; Η απάντηση στο ρητορικό αυτό ερώτημα είναι φυσικά αρνητική. Οι στενοί όμως μνημονιακοί περιορισμοί εν καιρώ χρηματοπιστωτικής κρίσης δεν άφηναν και πολλά περιθώρια ουσιαστικής παροχής οξυγόνου στο δημόσιο σύστημα υγείας το οποίο και αργοπέθαινε. Το πέρας της πανδημίας θα βρει λοιπόν μια Ελλάδα με οργανωμένο και εξοπλισμένο Ε.Σ.Υ. Το ζήτημα είναι να συνεχιστεί η στήριξή του σε βάθος χρόνου και όχι να επαναπαυθούμε στη λογική της κατά διαστήματα προετοιμασίας του για περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Η ενίσχυση της δημόσιας υγείας οφείλει να είναι διαρκής και συνεπής μακριά από ιδεοληπτικές γραμμές οι οποίες πρέπει μονομερώς να υποβαθμίζονται μπροστά στη δυναμική της κοινής λογικής.
Όταν οι καταστάσεις μοιάζουν να δυσκολεύουν επικίνδυνα και τα περιθώρια να στενεύουν, μια λέξη πλανάται στις σκέψεις των ηγετών ανά τον κόσμο. Και αυτή δεν είναι άλλη από την «ευθύνη». Σε εθνικό επίπεδο οι περισσότερες κυβερνήσεις ανέλαβαν τις ευθύνες τους και αναμένουμε τα αποτελέσματα των δράσεων τους. Σε Ευρωενωσιακό πλαίσιο όμως οι εξελίξεις κινούνται με χαρακτηριστικά αργούς ρυθμούς. Η Ευρωπαϊκή Ένωση προβάλλει μια ακατανόητη απάθεια μπροστά στο μεγαλύτερο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό ζήτημα που καλείται να αντιμετωπίσει μετά το 2008. Η έκδοση ενός Ευρωομολόγου που θα ενισχύσει τις εθνικές οικονομίες και θα τους επιτρέψει να ανασάνουν και να αποτελέσουν πεδία σταθερότητας των κρατικών σχεδιασμών, είναι τώρα πιο επιτακτική από ποτέ. Η Ευρώπη καλείται να δράσει. Συλλογικά, συγχρονισμένα και αλληλέγγυα. Να υποστηρίξει την αναγκαιότητα της ύπαρξής της, να τονίσει τους συνεκτικούς της δεσμούς και να προβάλλει την ουσία του ρόλου της.
Η πανδημία θα αφήσει πίσω της επιπτώσεις όχι μόνο σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο αλλά και στον ίδιο τον κοινωνικό πυρήνα. Η ανάγκη των ανθρώπων να τις διαχειριστούν αποτελεσματικά ώστε αυτές να παρέλθουν όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα, θα οδηγήσει σε μία αναπροσαρμογή της σχέσης ανάμεσα σε κράτος και ιδιωτική πρωτοβουλία. Το κράτος πρέπει να είναι ο πρωταγωνιστής, που όμως θα συμβάλει στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας και δεν θα τις εμποδίζει. Που θα αποτελεί εγγυητή της σταθερότητας προκειμένου να δράσει σε ένα πλαίσιο ασφάλειας η ιδιωτική πρωτοβουλία. Που θα συμπορεύεται με αυτή και δεν θα αντιμάχονται το ένα το άλλο και που κοινή αφετηρία και τελικός τους στόχος θα είναι ο άνθρωπος, η βελτίωση του βιοτικού του επιπέδου και η αναβάθμιση των κοινωνιών του.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 2000. Σπουδάζει Πολιτική Επιστήμη και Διεθνείς Σχέσεις στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Ασχολείται ενεργά με το αντικείμενο των σπουδών του, αρθρογραφώντας και συμμετέχοντας σε συνέδρια και εκδηλώσεις σχετικά με την Πολιτική, τη Διεθνή διπλωματία και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.