Του Σταύρου Λουκά,
Η πανδημία του κορωνοϊού έχει αλλάξει δραματικά την οικονομική ζωή στην Ευρώπη, καθώς και στον υπόλοιπο κόσμο, περιορίζοντας τους ανθρώπους στα σπίτια τους, οδηγώντας τους να ξοδεύουν πολύ λιγότερα χρήματα από ό,τι ξόδευαν προ πανδημίας. Η δύση έχει δει μια κατάρρευση της κατανάλωσης, απειλώντας την ύπαρξη ενός μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων, από εστιατόρια έως αεροπορικές εταιρίες, ακόμα και κατασκευαστικές αυτοκινήτων. Αυτό με τη σειρά του έχει προκαλέσει μια άνευ προηγουμένου κατάρρευση της αγοράς εργασίας, με αποτέλεσμα διάφορες χώρες να έχουν υιοθετήσει διαφορετικές στρατηγικές για την αντιμετώπιση αυτής της κρίσης.
Πολλές Ευρωπαϊκές χώρες έχουν υιοθετήσει το σύστημα που πρωτοστάτησε στη Γερμανία και την Αυστρία με την ονομασία «kurzarbeit» (εργασία μικρής διάρκειας). Στην ουσία, είναι ένα σύστημα μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης που συνεπάγεται μείωση του αριθμού των ωρών εργασίας ή των εβδομαδιαίων ημερών εργασίας των υπαλλήλων μιας επιχείρησης, ώστε να αντιμετωπίσουν τη πτώση της ζήτησης. Οι μισθοί μπορεί να μειώνονται, αλλά η μείωση είναι μικρότερη από τη μείωση των ωρών, αφού το κράτος επιχορηγεί τη διαφορά αυτή, ουσιαστικά ως είναι μια μορφή επιδότησης μισθών.
Αρκετοί πιστεύουν ότι το σύστημα «kurzarbeit» είχε μεγάλη επιτυχία στην γρήγορη οικονομική ανάκαμψη της Γερμανίας από την οικονομική κρίση του 2008-2009, καθώς η ανεργία είχε αυξηθεί λιγότερο σε σχέση με άλλες συγκρίσιμες χώρες, επιτρέποντας στις γερμανικές επιχειρήσεις να διατηρήσουν τους ειδικευμένους εργαζόμενους, γεγονός που με τη σειρά του σήμαινε ότι θα μπορούσαν να ανταποκριθούν ταχύτερα, όταν άρχισε να ανακάμπτει η οικονομία. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, προωθούν με κάποιες παραλλαγές το σύστημα της Γερμανίας για να αντιμετωπίσουν την τρέχουσα κρίση, με την ελπίδα να περιορίσουν τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στις οικονομίες τους.
Αυτό το σύστημα αντιμετώπισης ταιριάζει σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, όπου η αγορά εργασίας είναι ρυθμισμένη και ισχύουν αυστηροί νόμοι και κανονισμοί. Για παράδειγμα, στη Γερμανία, θα κόστιζε πολύ πιο ακριβά να απολυθεί ένας εργαζόμενος, καθώς η διαδικασία είναι χρονοβόρα και οι αποζημιώσεις είναι μεγάλες. Έτσι, με το σύστημα kurzabeit είναι ευνόητο για τις επιχειρήσεις ότι δεν τις συμφέρει να μειώσουν το ανθρώπινο δυναμικό τους. Ακόμα, οι εργαζόμενοι σε πλήρη απασχόλησης που εργάζονται για πάνω από 12 μήνες, αν απολυθούν λαμβάνουν επίδομα ανεργίας κι έτσι οι επιδοτήσεις μισθών μπορεί να είναι μια οικονομικά αποδοτική επιλογή για την αποφυγή των απολύσεων. Σε περίπτωση ραγδαίας οικονομικής ανάκαμψης το τρίτο τρίμηνο του 2020 (Ιούλιος–Σεπτέμβριος), τότε ίσως είναι δικαιολογημένη και επιτυχημένη η προσέγγιση της Γερμανίας. Οι επιχειρήσεις θα έχουν διατηρήσει τις εξειδικευμένες θέσεις εργασίας και θα είναι σε θέση να αυξήσουν γρήγορα τη παραγωγή.
Τι θα γίνει, όμως, σε περίπτωση που η κρίση είναι παρατεταμένη; Πιθανότητα αρκετά μεγάλη σε περίπτωση που οι κυβερνήσεις αναγκαστούν να διατηρήσουν τα αυστηρά μέτρα και ενεργούς τους περιορισμούς στους ανθρώπους. Το πιο πιθανό σενάριο είναι τα μέτρα να αρθούν σταδιακά, όπως φαίνεται ότι συμβαίνει στη Κίνα. Το «Kurzarbeit» δεν αποτελεί μακροπρόθεσμη λύση για πολλούς λόγους. Είναι ένα σύστημα αρκετά δαπανηρό για το κράτος, βέβαια σε χώρες με υψηλά επιδόματα ανεργίας το κόστος αυτό είναι διαχειρίσιμο. Δεύτερον, όσο περισσότερο διαρκεί η εφαρμογή του «Kurzarbeit» τόσο πιο κοινωνικά άδικο μπορεί να γίνει, αφού καλύπτει συνήθως συγκεκριμένους τομείς και κλάδους, με αποτέλεσμα να υπάρχουν τομείς που προστατεύονται σε μεγάλο βαθμό, ενώ πολλοί άλλοι αντιμετωπίζουν το πλήρες βάρος των αρνητικών συνθηκών. Ακόμα, όσο μεγαλύτερη μπορεί να είναι η κρίση τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα να αλλάξουν τα καταναλωτικά και επενδυτικά πρότυπα.