Της Έλενας Καππέ,
Ο Σπυρίδων Μερκούρης γεννήθηκε το 1856 και υπήρξε πολιτικός, βουλευτής, δήμαρχος Αθηναίων επί σειρά ετών αλλά και παππούς της Μελίνας Μερκούρη.
Γεννήθηκε στην Ερμιόνη από εύπορη οικογένεια. Η μητέρα του, Θεοδώρα ήταν κόρη του οπλαρχηγού της επανάστασης και μετέπειτα βουλευτή της Ερμιονίδας, Σταμάτη Μήτσα και αδερφή του στρατιωτικού και επίσης βουλευτή της Ερμιονίδας, Αντωνίου Μήτσα. Μέσω της οικογένειας Μήτσα είχε εξ´ αγχιστείας συγγένεια με την ιστορική Ζακυνθινή οικογένεια των Μοτσενίγων.
Σπούδασε Ιατρική και ως φοιτητής ανέπτυξε εθνική δράση. Στις 18 Μαΐου 1875 πήρε μέρος στις Τρίτες Ζάππειες Ολυμπιάδες, αγώνες γυμναστικής που έγιναν στο Παναθηναϊκό Στάδιο, κατακτώντας την Τρίτη θέση σε δρόμο ταχύτητας άγνωστης απόστασης. Παράλληλα, διατέλεσε γραμματέας και στη συνέχεια υπήρξε μέλος της διοικήσεως και έφτασε έως τον βαθμό του διευθυντή του Δημοτικού Νοσοκομείου «Η Ελπίς» για δεκαπέντε χρόνια.
Γυναίκα του ήταν η Αμαλία Κάσκα και παιδιά τους ήταν ο Γεώργιος Μερκούρης, που ίδρυσε το νεοναζιστικό «Εθνοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος» και ο Σταμάτης Μερκούρης, πατέρας της Μελίνας και βουλευτής προπολεμικά του Λαϊκού Κόμματος και μεταπολεμικά συνεργαζόμενος της ΕΔΑ.
Ο Σπυρίδων Μερκούρης ανήκε ανέκαθεν στην παράταξη των αντιπάλων του Ελευθερίου Βενιζέλου, παρότι καταρχάς είχε μία αγαστή συνεργασία με το βενιζελικό στρατόπεδο. Εκλέχτηκε δήμαρχος Αθηναίων για πρώτη φορά στις 5 Σεπτεμβρίου 1899. Κέρδισε τους αντιπάλους του με μεγάλη διαφορά στους ψήφους και μέχρι το 1914 εκλεγόταν διαρκώς με διαφορά.
Κατηγορήθηκε για τα γεγονότα του Νοεμβρίου του 1916, επεισόδια που οργάνωσαν οι βασιλόφρονες εναντίον των Βενιζελικών, ενώ περιελάμβανε και το ανάθεμα του Ελευθερίου Βενιζέλου και το 1917 όταν ο Βενιζέλος επανήλθε στην εξουσία, εξορίστηκε στην Κορσική, ενώ το 1919 καταδικάστηκε (ερήμην) σε θάνατο, λόγω του ρόλου του στο Κίνημα των Επιστράτων. Η θανατική ποινή δεν εκτελέστηκε ποτέ. Ο Μερκούρης επέστρεψε στην Ελλάδα το 1920 όταν ανέλαβαν την εξουσία οι Αντιβενιζελικοί με τον Δημήτριο Γούναρη, διαγράφηκε η σε βάρος του θανατική καταδίκη.
Επανεκλέχθηκε δήμαρχος για πέμπτη θητεία και ανέλαβε καθήκοντα την 1η Σεπτεμβρίου 1929. Παρέμεινε στη θέση του δημάρχου έως την 31η Μαρτίου 1934, όταν ηττήθηκε από τον Κωνσταντίνο Κοτζιά, ενώ στη συνέχεια εκλέχθηκε βουλευτής Αττικοβοιωτίας.
Το όνομα του είναι συνδεδεμένο με την υλοποίηση σημαντικών έργων υποδομής, που βοήθησαν στον εκσυγχρονισμό της Ελληνικής πρωτεύουσας. Η προτομή του βρίσκεται στον πεζόδρομο της οδού Φωκίωνος Νέγρη στη συνοικία Κυψέλη των Αθηνών, πάνω σε ένα βάθρο περίπου ενός μέτρου, και τα χαρακτηριστικά του, του προσδίδουν ώριμη έως προχωρημένη ηλικία.
Πέθανε στις 3 Απριλίου 1939 στην Αθήνα.