Της Παρή Στεφανή,
«Δυο αετοί χωρίς φτερά, χωρίς αγάπη και χαρά» αποτελούν ο Τζόκερ και η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, εάν παραλλάξουμε λίγο τον τίτλο του τραγουδιού: Είμαι αετός χωρίς φτερά. Ο καθένας με το δικό του τρόπο, ο οποίος καθίσταται φανερός στις αντίστοιχες ταινίες που παρακολουθήσαμε αρκετοί στους κινηματογράφους πριν κάποιους μήνες. Ποιος είναι λοιπόν ο Τζόκερ του Χοακίν Φοίνιξ και ποια η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη; Εκ πρώτης όψεως πρόκειται για δύο εκ διαμέτρου αντίθετους χαρακτήρες. Με μια πιο προσεκτική ματιά όμως ίσως αλλάξουμε γνώμη.
Ο Τζόκερ, όπως μας συστήνεται στην ταινία του Τοντ Φίλιπς, αποτελεί τον τρόμο της Γκόθαμ Σίτι. Πρόκειται για μια ανατρεπτική –θα ελεγε κανείς– προσέγγιση του μύθου, καθώς δε θυμίζει σε πολλά το γνωστό σε όλους μας κόμικς. Αντιθέτως, προσδίδει μια κοινωνικοκεντρική διάσταση στην ιστορία. Ο Τζόκερ ξαναγεννιέται στο Joker. Ο Άρθουρ Φλεκ είναι ένας άνθρωπος που όλοι τον χλευάζουν. Όνειρό του είναι να χτίσει μια καριέρα ως σταντ-απ κωμικός, αλλά το μόνο που έχει καταφέρει είναι να εργάζεται ως μεροκαματιάρης κλόουν –μια λερή εκδοχή του μεγάλου του ονείρου– να αποτελεί περίγελως των «δυνατών». Είναι αστείος; Θα απαντούσαμε: «με τον λάθος τρόπο». Ο μοναδικός τρόπος να γελάσει κάποιος μαζί του είναι εις βάρος του. Η ταινία λοιπόν αυτή ανέστρεψε τη λειτουργία του γέλιου. Εξετάζει το γέλιο ως απελπισία, ως το σπαραγμό του αδικημένου από τη ζωή και από τις συνθήκες Άρθουρ Φλεκ. Η Γκόθαμ Σίτι πρόκειται για μια κοινωνία λύκων που κατασπαράζει το καθετί αδύναμο και διαφορετικό. Οι τσιμεντένιες σκάλες που καθημερινά ανεβαίνει ο Άρθουρ αποτελούν το συμβολικό Γολγοθά ενός ανθρώπου που μια ζωή πονά, υποφέρει και ισοπεδώνεται από τους γύρω του. Αυτή η κοινωνία λύκων λοιπόν ευθύνεται για τη μετουσίωση του Άρθουρ σε Τζόκερ.
Ο παλιός Άρθουρ και νυν Τζόκερ ξεχωρίζει ποιον θα σκοτώσει και ποιον όχι. Σκοτώνει μόνο όσους τον έχουν πληγώσει, όσους τον «σκότωσαν» πρώτοι. Αυτοί οι οποίοι σκότωσαν τον Άρθουρ και γέννησαν τον Τζόκερ. Με τις διαρκείς δολοφονίες ο Τζόκερ δίνει υπόσταση στην ανάγκη του να υπάρξει μέσω του αφανισμού των άλλων. Και αυτό το επιβεβαιώνει η κεντρική ατάκα της ταινίας: “In my whole life I didn’t know if I even really existed. But I do. And people are starting to notice“. Και όλα αυτά ενσαρκώνονται πλήρως στο ιδιαίτερο γέλιο του Τζόκερ –στο καλλιτεχνικά άρτιο γέλιο-κλάμα του Χοακίν Φοίνιξ– το οποίο θυμίζει τον πληγωμένο βρυχηθμό ενός θηρίου που παλεύει με τις δυνάμεις που του έχουν απομείνει να κρατηθεί στη ζωή. Εκτός όμως από το γέλιο του, αξιοσημείωτος είναι και ο χορός του. Οι χορευτικές κινήσεις του Φοίνιξ μοιάζουν με τον υπνωτισμό της κόμπρας. Τα μάτια του θεατή είναι καρφωμένα στην αφύσικη θωριά του. Ο Τζόκερ χαλαρώνει. Λιώνει. Επιπλέει στο χώρο. Πρόκειται για το χορό ενός «εκπεσόντα αγγέλου», ο οποίος μέχρι πρότινος δεν είχε προκαλέσει κακό σε κανέναν απολύτως. Στη σκηνή της «μεταμόρφωσης» στο μπάνιο, όπου ο Άρθουρ εγκαταλείπει και τα ηνία αναλαμβάνει ο Τζόκερ, ο πανικός μετατρέπεται σε μια μυστηριώδη δύναμη που φανερώνει την ερεβώδη πλευρά του πρωταγωνιστή. Ο Τζόκερ ξέρει πολύ καλά τι κάνει. Ο χορός του δεν είναι αστείο. Είναι ο δρόμος του προς την απελευθέρωση. Δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος με πριν, αλλά έχει μετατραπεί σε σύμβολο επανάστασης απέναντι στην κακία και την απανθρωπιά της κοινωνίας. Ο Τζόκερ δεν είναι ο κακός της ιστορίας…
Από την άλλη πλευρά βρίσκεται η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. «Δε θέλω να θυμάμαι» λέει η Ευτυχία στην πρώτη φράση της ταινίας. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο αυτό. Δεν πέρασε εύκολα στη ζωή της. Ο νεότερος εαυτός της είναι ένα από τα «φαντάσματα» κάθε ιστορικού κεφαλαίου του βίου της. Η Μικρασιατική Καταστροφή, ο ξεριζωμός από το Αϊδίνι και ο ερχομός της στην Ελλάδα, η πολυτάραχη ζωή της με αποκορύφωμα το θάνατο της μητέρας, του άνδρα και της κόρης της συνθέτουν το πορτρέτο μιας από τις σημαντικότερες Ελληνίδες στιχουργούς. Και η Κάτια Γκουλιώνη και η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη κρατούν ζωντανό το πάθος μιας γυναίκας που έπαιζε στη ζωή με τους δικούς της όρους. Κι ας έχανε τις περισσότερες φορές. Γράφει ασταμάτητα σε ό,τι πιάνει μελάνι. Σπάνια σε χαρτί, συχνότερα σε κουτιά από τσιγάρα, χαρτοπετσέτες και υπόλοιπα λογαριασμών. Πρόκειται για μια γυναίκα πληθωρική, που καπνίζει μανιωδώς, είναι εθισμένη στη χαρτοπαιξία και μετουσιώνει τις τραγικές της εμπειρίες σε σπουδαίους στίχους. Παίρνει τη λέξη και την κάνει συναίσθημα, τραγούδι. Αδιαφορεί για τη δόξα, αδιαφορεί για τα πολλά χρήματα. Το μόνο που την ενδιαφέρει είναι να μπορεί να βγάλει τα προς το ζην. Βουτά στα πάθη της και δεν τα φοβάται. Μόνο τα αποτυπώνει σε στίχους μαζί με τις συναισθηματικές της θύελλες και πάντα με γνώμονα την αιρετική –για την εποχή– προσωπικότητά της. Ποτέ δεν την άφησε το δημιουργικό της δαιμόνιο. Κάθε πόνο της τον κάνει στίχο, κάθε στίχο τον ανταλλάσσει με λίγα χρήματα για να τα ξαναχάσει στον τζόγο. Ένας φαύλος κύκλος. Η ζωή της είναι γεμάτη μιζέρια και φτώχεια. Μα η ίδια ποτέ δε χάνει το καυστικό της χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό της. Δε συνειδητοποιεί την αξία των στίχων της. Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου ήταν υπαρκτό πρόσωπο και πηγές μάλιστα αναφέρουν ότι υπήρχαν φορές που η ίδια όταν δεν είχε σπίρτα, στην απεγνωσμένη της προσπάθεια να καπνίσει, έστριβε το χαρτί, το έβαζε πάνω στη σόμπα για να το ανάψει, κι έτσι έκαιγε ό,τι στίχους είχε γράψει πάνω του.
Τί κοινό, λοιπόν, μπορεί να έχει ο Τζόκερ με την Ευτυχία; Η μεγαλύτερη ομοιότητα αυτών των δύο χαρακτήρων είναι οι καταστροφικές τους τάσεις. Η Ευτυχία είναι ο ορισμός του αυτοκαταστροφικού χαρακτήρα, αφού δεν αποχωρίζεται τα πάθη της –τον τζόγο και το τσιγάρο– και στο βωμό αυτών των δύο θυσιάζει τους στίχους και τη δόξα που θα μπορούσε να αποκτήσει από αυτούς. Ο Τζόκερ πρόκειται για επίσης καταστροφικό χαρακτήρα, οι ενέργειες του οποίου δεν έχουν τόσο αντίκτυπο στον εαυτό του, όσο στην κοινωνία. Οι πράξεις του οδηγούν στην κοινωνική παθογένεια. Γίνεται υπέρμαχος κάθε εγκληματικής συμπεριφοράς με τελικό αποτέλεσμα μια Γκόθαμ Σίτι τυλιγμένη στις φλόγες. Στην τυλιγμένη σε φλόγες Γκόθαμ Σίτι όμως υπάρχει πλήθος ανθρώπων που φορούν μάσκες κλόουν να επαναστατούν, να αποθεώνουν τον Τζόκερ και να τον χειροκροτούν για τις πράξεις του. Για την τόλμη του να αντιταχθεί στο κατεστημένο. Με παρόμοιο τρόπο ξεκινάει και τελειώνει και η ταινία του Άγγελου Φραντζή. Όλοι χειροκροτούν και τιμούν την Ευτυχία στην εκδήλωση που έχει διοργανωθεί προς τιμήν της για την προσφορά της στο ελληνικό τραγούδι.
Και οι δύο χαρακτήρες λοιπόν αποθεώνονται από τον κόσμο, εισπράττει ο καθένας το δικό του χειροκρότημα για τη δική του προσφορά στην κοινωνία. Αξιοσημείωτο είναι επίσης και το ταλέντο των δύο χαρακτήρων στις ατάκες, στα ευφυολογήματα, ακόμα και στις… βωμολοχίες. Φράσεις του Τζόκερ όπως: “I hope my death makes more cents than my life” ή “I used to think that my life was a tragedy, but now I realize, it’s a f**king comedy“, επιβεβαιώνουν το προαναφερθέν στοιχείο. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για την Ευτυχία, η οποία δηλώνει πως «ούτε πρέζα κάνει, ούτε στο ποτό το ρίχνει» – πρακτικά τα μόνα που λείπουν για την πλήρη καταστροφή της! Ακόμα και το τσιγάρο αποτελεί κοινό στοιχείο του Τζόκερ και της Ευτυχίας. Μεγάλος αριθμός σκηνών στις δύο ταινίες τούς βρίσκει να καπνίζουν: για να ηρεμήσουν, για να ξεκουραστούν, όταν είναι θυμωμένοι, ακόμα και τις ελάχιστες φορές που αισθάνονται «ευτυχισμένοι». Τέλος, παρατηρούμε τον Τζόκερ σε αρκετές σκηνές να χορεύει μόνος του. Πρόκειται για το τελετουργικό διοχέτευσης της ψυχικής ενέργειας που εγκλωβίζεται στο σώμα του. Και η Ευτυχία όμως καταπιάνεται με την τέχνη –πλην της στιχουργικής φυσικά– και συγκεκριμένα με το θέατρο. Όχι μόνο όταν είναι νέα αλλά και αργότερα. Στην ταινία υπάρχει η χαρακτηριστική στιγμή κατά την οποία η εγγονή της εισερχόμενη στο σπίτι μένει έκπληκτη βλέποντας την Ευτυχία να έχει στήσει μια θεατρική παράσταση. Κινείται, μιλάει, παίζει ολομόναχη σε ένα δωμάτιο. Και οι δύο χαρακτήρες, λοιπόν, βρίσκουν τον εαυτό τους μέσα στην τέχνη. Έρχονται αντιμέτωποι με αυτόν χωρίς να φορούν μάσκα. Ανακαλύπτουν τις βαθύτερες πτυχές της προσωπικότητάς τους μέσα από την Τέχνη και τη μαγεία της.
Ο Τζόκερ και η Ευτυχία είναι ευτυχισμένοι; Η απάντηση είναι πως όχι. Ούτε ευτυχισμένοι είναι ούτε τυχεροί, κάτι που αποτελεί μάλιστα τραγική ειρωνεία. Από τη μια ο/το «Τζόκερ»: φύλλο τράπουλας-σύμβολο τύχης, και από την άλλη η «Ευτυχία»: ο ορισμός της απόλυτης ισορροπίας και της κατάστασης ευφορίας. Η αλήθεια είναι όμως πως οι πορείες τους –αν και φαινομενικά αντίθετες η μία με την άλλη– κάπου συγκλίνουν. Και αυτό είναι που δεν τους κάνει αντιπάλους αλλά συμπαίκτες. Όπως άλλωστε τραγούδησε ο Μητροπάνος: «Όσοι με τον Χάρο γίναν φίλοι, με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη, στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι, πάντα γελαστοί, πάντα γελαστοί, πάντα γελαστοί και γελασμένοι.». Και οι δύο χαρακτήρες δε θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν καλύτερα τους στίχους αυτούς. Εδώ λοιπόν συνάντησε ο Τζόκερ την Ευτυχία. Δύο συμπαίκτες στο παιχνίδι μιας ζωής στην οποία απουσιάζει η «ευ-τυχία».