8.3 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΎστερη Αρχαιότητα: Το τέλος του αρχαίου κόσμου ή η μετάβαση σε κάτι...

Ύστερη Αρχαιότητα: Το τέλος του αρχαίου κόσμου ή η μετάβαση σε κάτι νέο;


Του Κωνσταντίνου Πίχλιαβα,

Έχοντας ήδη θίξει με τα άρθρα μου θέματα που εντάσσονται χρονικά στην ιστορική περίοδο, γνωστή ως ύστερη αρχαιότητα, θεωρώ δόκιμο στα πλαίσια του σημερινού μας άρθρου να ασχοληθούμε με τον ορισμό και την αποσαφήνιση των ορίων και της «φύσης» της ιδιαίτερης αυτής περιόδου.

Οι ιστορικοί ορίζουν (πολλές φορές αυθαίρετα) τον ιστορικό χρόνο σε περιόδους για την ευκολότερη μελέτη των ιστορικών φαινομένων. Αυτή η περιοδολόγιση μπορεί να βασίζεται σε βασιλείες μοναρχών (βικτοριανή) ή δυναστειών (παλαιολόγεια), άλλοτε πάλι ο κάθε αιώνας μελετάται ξέχωρα από τους υπολοίπους, όπως και τα φαινόμενα που αυτός παρουσιάζει (19ος αιώνας). Η συνηθέστερη, ωστόσο, πρακτική συνίσταται στην κατάτμηση του ιστορικού χρόνου σε περιόδους μεγαλύτερες της εκατονταετηρίδος, επιτρέποντας τη μελέτη πολεμικών εξελίξεων, κοινωνικών, οικονομικών και άλλων φαινομένων μέσα στα πλαίσια της ιστορικής διαχρονίας. Κατά βάση, τα διαστήματα αυτά ορίζονται από συμβάντα μεγάλης σημασίας, που επηρεάζουν βαθύτατα την ιστορική γεγονοτολογία. Εδώ εντάσσεται και η περίοδος που θα μελετήσουμε σήμερα, αυτή της Ύστερης Αρχαιότητας.

Με βάση την κρατούσα ορολογία, ύστερη Αρχαιότητα ονομάζεται η χρονική περίοδος που παρεμβάλλεται μεταξύ της ρωμαϊκής «αυτοκρατορικής» περιόδου και του δυτικοευρωπαϊκού Μεσαίωνα. Εξ ορισμού, λοιπόν, στην περίοδο αυτήν εντάσσονται φαινόμενα όπως η Τετραρχία, η (ειρηνική) διάσπαση της ενιαίας μέχρι τότε ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τον Θεοδόσιο τον Μέγα στους δύο γιους του Αρκάδιο και Ονώριο και η «μεγάλη μετανάστευση των λαών», γνωστή και ως «περίοδος των Βαρβαρικών επιδρομών» (250-700). Όλα τα παραπάνω συνηγορούν στην τοποθέτηση των ιστορικών ορίων της περιόδου στο διάστημα μεταξύ του 284 (έτος ανάρρησης του Διοκλητιανού στον θρόνο) και του 538, έτος επανάκτησης της Ιταλίας (στα πλαίσια της ιουστινιάνειας Reconquista) με την κατάληψη της Ραβέννας και την κατάλυση του Οστρογοτθικού βασιλείου από τον Βελισάριο.

Εκ πρώτης όψεως, τα πάντα φαίνονται σωστά. Η ανομοιόμορφη, όμως, εξέλιξη των δύο τμημάτων της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μάς αναγκάζει να αναθεωρήσουμε τα όρια που θέσαμε. Το ανατολικό ήμισυ της Αυτοκρατορίας επιβιώνει των βαρβαρικών επιδρομών και καταφέρνει να συμπεριλάβει στα σύνορά του, απελευθερώνοντάς τα, τμήματα της ρωμαϊκής Δύσης (Ιταλία, Ισπανία, Βόρειος Αφρική), εξελισσόμενο στη μεγαλύτερη δύναμη της εποχής του. Αλλαγές ασφαλώς και συμβαίνουν, αυτές άλλωστε δηλώνουν τη μετάβαση σε κάτι νέο.

Σημείο σταθμός θεωρείται η υιοθέτηση του «δεσποτικού» συστήματος διακυβέρνησης της Ανατολής με σασσανιδικά πρότυπα από τον Διοκλητιανό και αργότερα τον Κωνσταντίνο. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, άλλαξε η εξωτερική μορφή του πολιτεύματος, δηλαδή ο αυτοκράτορας κατέστη απρόσιτος, ιερός, απόμακρος για τον μέσο υπήκοο· να μη γελιόμαστε, όμως, ο Διοκλητιανός κατέστησε προφανές κάτι που από καιρό είχε υποδόρια συντελεστεί ήδη από την εποχή των Σεβήρων. Η περίοδος της «στρατιωτικής αναρχίας» κατέδειξε πως ένας άρχον δεν ήταν αρκετός για να ανταπεξέλθει στις ανάγκες της τεράστιας αυτοκρατορίας που εκτεινόταν από την Αγγλία και τον Δούναβη μέχρι την Μεγάλη Όαση (Harga) της Αιγύπτου, και από την Μεσοποταμία μέχρι τις στήλες του Ηρακλή στον Ατλαντικό. Πρώτος ο Μάρκος Αυρήλιος συγκυβέρνησε με τον Λεύκιο Βήρο, ακολούθησαν και άλλοι πολλοί. Ο Διοκλητιανός, ουσιαστικά, πρωτοτύπησε μοιραζόμενος την εξουσία με άλλους τρεις.

Επόμενη αλλαγή που συντελείται αυτήν την περίοδο είναι η ευρύτερη διάδοση του Χριστιανισμού. Έχοντας βιώσει έναν από τους χειρότερους διωγμούς στην ιστορία του, που κράτησε δέκα σχεδόν χρόνια (από το 304 μέχρι το 312), ο χριστιανισμός ανέλπιστα βρίσκει έναν «σύμμαχο» στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου. Από τις απαρχές της Ιστορίας της, η θρησκεία του Χριστού, οι «Ναζωραίοι» του Ιουλιανού, είχαν βιώσει τον απηνή διωγμό από τους εκπροσώπους της αυτοκρατορικής διοίκησης. Ο Κωνσταντίνος ως συναυτοκράτορας με τον Λικίνιο στην αρχή και ως μονοκράτορας στη συνέχεια όχι μόνο αναγνώρισε ως religio licta (νόμιμη θρησκεία) τον Χριστιανισμό, αλλά τον προώθησε, μερίμνησε για τις ανάγκες του, επενέβη στις θεολογικές διαμάχες της περιόδου του (αίρεση του Αρείου) και στο τέλος της ζωής του τον ασπάστηκε και ο ίδιος (τα κίνητρα της μεταστροφής του έχουν αμφισβητηθεί από πολλούς, σε μεταγενέστερο άρθρο θα ασχοληθούμε αναλυτικά με το θέμα αυτό). Ο χριστιανισμός θα γίνει τελικά η επίσημη θρησκεία του κράτους από τον Θεοδόσιο το 380 και θα επιβληθεί στους εναπομείναντες ειδωλολάτρες (Εθνικούς) από τον Ιουστινιανό.

Ένας ακόμη τομέας στον οποίο φαίνεται σαφώς η μετάβαση από τον «κλασικισμό» της Ρώμης σε νέες φόρμες, είναι η τέχνη που παραπέμπει στην τέχνη του Βυζαντίου και την αντίστοιχη δυτική Μεσαιωνική. Οι μορφές γίνονται πνευματώδεις, σχεδόν άυλες και λίαν εκφραστικές. Η γραμμή επικρατεί του σχεδίου, η εποχή παρουσιάζει μια σειρά υπέροχων αγαλμάτων που επιτρέπουν, παρά την πολλές φορές αφέλεια στην απόδοση των μορφών, μια κλεφτή ματιά στις ενδόμυχες σκέψεις των εικονιζόμενων. Η τέχνη της ύστερης αρχαιότητας σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρηθεί παρακμή της κλασικής τέχνης της αρχαιότητας.

Κάνοντας μία ανακεφαλαίωση, η περίοδος της ύστερης αρχαιότητας ορίζεται ως η περίοδος που ξεκινά με την άνοδο της δυναστείας των Σεβήρων και λήγει μετά τη βασιλεία του Ιουστινιανού του Α´. Ίσως το καλύτερο όριο να είναι το έτος 641 με την άλωση της Αλεξάνδρειας από τους Άραβες με αποτέλεσμα την κατάλυση του «Ελληνιστικού κόσμου», που διήρκεσε από τα χρόνια του μεγάλου Αλεξάνδρου μέχρι και τότε. Είναι μία περίοδος αλλαγών, βασική όμως για τη διαμόρφωση του κόσμου έτσι όπως τον ξέρουμε.


Βιβλιογραφία

  • Peter Brown, O κόσμος της ύστερης αρχαιότητας 150-750 μ.Χ, Αλεξάνδρεια, 1998
  • Κραλίδης Απόστολος, Η αυτοκρατορική λατρεία στην περίοδο της τετραρχίας (285-313 μ.Χ), Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 2010
  • Πωλ Βεν, Όταν ο κόσμος μας έγινε χριστιανικός (312-394 μ.Χ.), Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 2012
  • Πωλ Βεν, Η Ελληνορωμαϊκή Αυτοκρατορία, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2013
  • Mackay Christopher, Αρχαία Ρώμη Στρατιωτική και πολιτική Ιστορία, Παπαδήμας, Αθήνα, 2014

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνος Πίχλιαβας
Κωνσταντίνος Πίχλιαβας
Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1998 και μεγάλωσε στον Δρυμό, όπου και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του το 2016. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Ιστορίας-Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (2016-2020) και μεταπτυχιακός φοιτητής του Τομέα Αρχαίας Ιστορίας του ιδίου Τμήματος (2020). Στα ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται: η Ελληνιστική και Ρωμαϊκή Ιστορία, η περίοδος της Ύστερης Αρχαιότητας (200-641 μ.Χ) και τα υπό οθωμανική κατοχή Βαλκάνια (1356-1922). Συνεργάζεται με το ΟffLine Post από το καλοκαίρι του 2019 αρθρογραφώντας πάνω σε ιστορικά θέματα.