Του Νίκου Ζερζελίδη,
Στις 29 Φεβρουαρίου 2020, οι ΗΠΑ και οι Ταλιμπάν υπέγραψαν μια ιστορική ειρηνευτική συμφωνία με σκοπό να μπει ένα τέλος σε έναν παρατεταμένο πόλεμο που είχε ξεσπάσει 19 χρόνια πριν, όταν οι ΗΠΑ και οι συμμαχικές δυνάμεις εισέβαλαν στο Αφγανιστάν, με κύριο στόχο να ανατρέψουν το καθεστώς των Ταλιμπάν, οι οποίοι είχαν ισχυρούς δεσμούς με την Αλ Κάιντα. Η συμφωνία, παρά το γεγονός πως επισυνάφθηκε μεταξύ των ΗΠΑ και των Ταλιμπάν με δεσμεύσεις εκατέρωθεν, δεσμεύει και την Αφγανική κυβέρνηση σε κάποιους όρους, παρά το γεγονός πως ήταν απούσα. Αρχικά, αυτό που αποτελεί ένα αξιοσημείωτο στοιχείο στη συμφωνία είναι η σταδιακή αναχώρηση των αμερικανικών και συμμαχικών δυνάμεων μέχρι τις 29 Απριλίου του 2021, με το πρώτο κύμα αποχωρήσεων να περιλαμβάνει τη μείωση των Αμερικανικών στρατιωτών σε 8.600 από τους περίπου 13.000 σήμερα και το κλείσιμο πέντε στρατιωτικών τους βάσεων. Το σκέλος αυτό όμως, της συμφωνίας θα εξαρτηθεί από το πόσο οι Ταλιμπάν θα τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους για αποκοπή των σχέσεών τους με την Αλ Κάιντα και άλλες τρομοκρατικές οργανώσεις, αλλά και την αποτροπή στο μέλλον της χρήσης του αφγανικού εδάφους για εκπαίδευση, χρηματοδότηση και οποιαδήποτε άλλη βοήθεια για τρομοκρατικές επιθέσεις ενάντια στις ΗΠΑ και τους συμμάχους της.
Παράλληλα, η συμφωνία προτρέπει την άμεση έναρξη διαπραγματεύσεων ανάμεσα στην Αφγανική κυβέρνηση και τους Ταλιμπάν, με κυριότερο στόχο την κατάπαυση του πυρός στη δοκιμασμένη από τη βία και τρομοκρατία χώρα. Ωστόσο, παρά τις ελπίδες που έχει δημιουργήσει η συμφωνία για δημιουργία συνθηκών ειρήνης στο Αφγανιστάν στους Αμερικανούς και σε μια μερίδα Αφγανών, ο πολυπόθητος στόχος της εδραίωσης της ειρήνης φαντάζει μακρύς με τις παρούσες συνθήκες. Αρχικά, το γεγονός της απουσίας Αφγανών κυβερνητικών αξιωματούχων στην υπογραφή της συμφωνίας, έχει προκαλέσει αμφιβολίες στο εξωτερικό ως προς την τήρηση των συμφωνηθέντων από τους Ταλιμπάν. Παράλληλα, η αμερικανική αντιπροσωπεία δεσμεύτηκε στη συμφωνία πως η αφγανική κυβέρνηση, τις πρώτες μέρες μετά τη Συμφωνία, θα απελευθέρωνε 5000 μαχητές Ταλιμπάν, με αντάλλαγμα 1000 αιχμάλωτους Αφγανούς στρατιώτες, με τη σημείωση ότι δεν θα έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγματεύσεων μεταξύ των ΗΠΑ και των Ταλιμπάν, αλλά μεταξύ της Αφγανικής κυβέρνησης και των Ταλιμπάν πάνω στο επακόλουθο της επερχόμενης διαπραγμάτευσης μεταξύ τους. Παράλληλα, στη συμφωνία δεν υπάρχει κάποια αναφορά, στις υποδομές των Ταλιμπάν στο Πακιστάν, αλλά ούτε και στην αποκήρυξη της Αλ Κάιντα για τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 στις ΗΠΑ. Αυτά τα στοιχεία επίσης, αποτελούν σημεία κριτικής ως προς τη διάθεση των Ταλιμπάν, να αποκόψουν τις σχέσεις της με τρομοκρατικές ομάδες και την υπόθαλψή τους.
Η ειρηνευτική συμφωνία έρχεται σε ένα χρονικό σημείο στο οποίο ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, προσπαθεί να ενισχύσει το προφίλ του κατα την προεκλογική του εκστρατεία για τις επερχόμενες εκλογές του Νοεμβρίου στις ΗΠΑ, με μια πιθανή επιτυχία σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής και να δείξει πως δείξει πως είναι συνεπής στις προεκλογικές του δεσμεύσεις για αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από ξένα πολεμικά θέατρα. Η συμφωνία αυτή εξυπηρετεί όμως και τους Ταλιμπάν, καθώς με την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων, θα έχουν απέναντί τους μόνο τις αφγανικές δυνάμεις, το οποίο προκαλεί ανησυχία για τη μετέπειτα κατάσταση στο Αφγανιστάν. Αξίζει να αναφερθεί στο σημείο αυτό όμως, ότι οι Ταλιμπάν είναι σε μεγάλο βαθμό αποκεντρωμένοι και αρκετά ανομοιογενείς μεταξύ των φυλών που κυριαρχούν στο Αφγανιστάν, για να συγκρατήσουν τους εαυτούς τους από τη χρήση βίας και το γεγονός πως οι ξένες δυνάμεις τούς συμπεριφέρονται ως μια ομοιογενή οντότητα, δείχνει να έχουν ελλιπή κατανόηση της ιδιαίτερης πολιτισμικής ταυτότητας των πολέμαρχων. Οι ΗΠΑ, εφόσον επιθυμούσαν να συνάψουν συμφωνία, θα έπρεπε να ξεκαθαρίσουν μέσω αυτής πως οποιαδήποτε παραβίαση της συμφωνίας θα σημαίνει και αποδοχή της αποχώρησης των αμερικανικών δυνάμεων, οι οποίες εκτελούσαν σημαντικό έργο ως προς την εκπαίδευση και κατάρτιση των αφγανικών στρατιωτικών δυνάμεων.
Από την άλλη, η διαδοχή των συμμαχικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ με μια ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ (UNPKO), ώστε να επιβλέπει την τήρηση των συμφωνηθέντων και να κρίνει κατά πόσο η αφγανική κυβέρνηση θα χρειαστεί στο μέλλον βοήθεια και συνδρομή ξένων δυνάμεων στη διατήρηση της ειρήνης, αποτελεί μια ακόμη εναλλακτική λύση στην ταραχώδη κατάσταση στην οποία βρίσκεται το Αφγανιστάν. Οι Ταλιμπάν, δεν χρήζουν εμπιστοσύνης και στη λεπτή γραμμή μεταξύ δεσμεύσεων για κατάπαυση του πυρός και την πιστή εφαρμογή των συμφωνηθέντων, η αναζωπύρωση της κατάστασης με βίαιες συγκρούσεις αποτελεί θελκτικό παράγοντα για την ανατροπή των σχέσεων μεταξύ των δύο πλευρών και την επιστροφή σε μια εκ νέου διαμάχη. Τέλος, οι Ταλιμπάν έφεραν τις ΗΠΑ στο σημείο που θέλουν, να αποχωρήσουν από μια κατάσταση που τους έχει επιφέρει πολλές ζημιές σε πολλαπλό επίπεδο, λόγω λανθασμένων συμφωνιών και ενεργειών.
Είναι διεθνολόγος, 26 χρονών και κατάγεται από το Κιλκίς. Απόφοιτος του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών του σπουδών, συμμετείχε σε πολυάριθμα συνέδρια-προσομοιώσεις διεθνών και ευρωπαϊκών θεσμών τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Έκανε πρακτική στη Διεθνή Αμνηστία στην Αθήνα αλλά και δύο προγράμματα Εράσμους για σπουδές και εθελοντισμό στην Τσεχία και στην Πορτογαλία αντίστοιχα. Τον Ιούνιο του 2019 ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Λέιντεν της Ολλανδίας στις Πολιτικές Επιστήμες με εξειδίκευση στον Εθνικισμό, στις Εθνοτικές Συγκρούσεις και την Ανάπτυξη. Μιλάει 5 ξένες γλώσσες. Αυτή την περίοδο υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία στο Πυροβολικό Σώμα του Ελληνικού στρατού.