Του Βασίλη Δόγκα,
Με την Ελλάδα σε καραντίνα εδώ και περίπου δύο εβδομάδες, αλλά και το σύνολο της ευρωπαϊκής ηπείρου να έχει χτυπηθεί βάναυσα από την πανδημία του κορωνοϊού, η Ευρωπαϊκή Ένωση, φοβούμενη την κατάρρευση των οικονομιών που την απαρτίζουν και θέλοντας να αποφύγει την πτώχευση όσο το δυνατόν περισσοτέρων επιχειρήσεων, αποφάσισε τη λήψη ορισμένων μέτρων.
Πιο συγκεκριμένα, πριν από μερικές μέρες, έθεσε σε εφαρμογή τη λεγόμενη «Ποσοτική χαλάρωση», QE, ύψους 750 δισεκατομμυρίων ευρώ. Με λίγα λόγια, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα αγοράσει κρατικά ομόλογα από τις εμπορικές τράπεζες των χωρών της ΕΕ. Η ζήτηση των ομολόγων θα ανεβάσει την αξίας τους, παρέχοντας έτσι μεγαλύτερη ρευστότητα στις τράπεζες. Αυτό έχει ως συνέπεια τη μείωση της έντασης και αυξητικής πορείας των επιτοκίων, λόγω της κρίσης που έχει ως κατάλοιπο η πανδημία του COVID-19, καθιστώντας, με τη σειρά του, φθηνότερο το κόστος δανεισμού. Στόχος της ΕΚΤ είναι να διατηρήσει τον έλεγχο του δανειακού κόστους, διότι οι χώρες πρόκειται να αυξήσουν τις δαπάνες τους για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων που προκαλεί η εξάπλωση του ιού.
Επίσης, ανακοινώθηκε ένα ευρύ φάσμα δράσεων, ώστε τα φορολογικά μέτρα των κρατών-μελών της Ε.Ε. να μην περιορίζονται από το Σύστημα Γενικευμένων Προτιμήσεων ή από τους Κανονισμούς περί κρατικών ενισχύσεων. Η Κομισιόν και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα παρουσίασαν, επιπλέον, ένα σύνολο πολιτικών που επιτρέπουν στις χώρες-μέλη να διαθέτουν όλους τους διαθέσιμους πόρους τους από τον προϋπολογισμό της και να αξιοποιούν την εργαλειοθήκη της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων για την καταπολέμηση της πανδημίας και των συνεπειών αυτής. Αυτό συνεπάγεται μια κοινή έκδοση ειδικών ευρωπαϊκών ομολόγων, ένα κοινό εργαλείο, που θα μπορούσε να προσφέρει στα κράτη-μέλη τη δυνατότητα να βρουν τις αναγκαίες πιστωτικές γραμμές για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα από την πανδημία, με όρους που θα απέτρεπαν την «υπερχρέωση» ορισμένων χωρών.
Αυτό ήταν και το νόημα της επιστολής που έστειλαν οι ηγέτες εννέα κρατών-μελών, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Χώρες της βόρειας Ευρώπης όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, βέβαια, έφεραν αντιρρήσεις σε αυτή την ιδέα. Η «γερμανική» αντίληψη για την ευρωπαϊκή ενοποίηση, άλλωστε, είναι μια αντίληψη που κυρίως επικεντρώνεται στη δημοσιονομική πειθαρχία -όπως είδαμε και τα προηγούμενα χρόνια κατά τη διάρκεια αποπληρωμής των χρεών μας- και τις αντιπληθωριστικές πολιτικές, με το κοινό νόμισμα να στηρίζεται στην αυστηρή τήρηση κοινών κανόνων. Γι’ αυτό και συνήθως η Γερμανία επιμένει σε περιορισμένο προϋπολογισμό και προγράμματα μέσα στην Ε.Ε. Μέσα σε όλα αυτά, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας σιωπά, αφήνοντας τις χώρες-μέλη να αναλάβουν μόνες τους αυτό το πολυδιάστατα δύσκολο έργο.
Στην Ελλάδα, τελικά, υπολογίζεται ότι αντιστοιχούν ομόλογα τάξεως 12 δισεκατομμυρίων ευρώ, από τα προαναφερθέντα 750. Η κίνηση αυτή αποφασίστηκε και πραγματοποιήθηκε ιδιαιτέρως γοργά, με σκοπό την αποτροπή της πτωτικής τάσης του ρυθμού ανάπτυξης της Ευρώπης. Το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα διαρκέσει έως ότου η ΕΚΤ κρίνει ότι η κρίσιμη περίοδος της πανδημίας έχει τελειώσει. Η ποσοτική χαλάρωση θα δημιουργήσει χαμηλότερο κόστος δανεισμού για το Ελληνικό Δημόσιο και το εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Αυτό θα έχει θετικό αντίκτυπο στην αγορά, καθώς θα αυξήσει την ρευστότητα στην πραγματική οικονομία. Τόσο οι επιχειρηματίες όσο και οι ιδιώτες θα μπορούν να αντλήσουν χρηματοδότηση ευκολότερα και η αποπληρωμή των δανείων τους θα κοστίζει λιγότερο.
Μαζί με το συνολικό πακέτο στήριξης της οικονομίας ύψους 6,8 δισ. δημόσιου χρήματος, σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες για τα σχέδια της κυβέρνησης -έχοντας ως στόχο την αποφυγή απολύσεων μέσω δίμηνης επιδότησης του κόστους εργασίας- και με την προσωρινή καθυστέρηση πληρωμής δανειακών δόσεων και ασφαλιστικών εισφορών, το νέο έκτακτο πακέτο ποσοτικής χαλάρωσης θα βοηθήσει τη λειτουργία των επιχειρήσεων και την κάλυψη ζημιών που προκύπτουν λόγω του κορωνοϊού, αλλά και την συνέχιση των επενδυτικών προγραμμάτων τους.