Της Μαρίας Τάκη,
Το #μένουμεσπίτι είναι ίσως το πιο πολυσυζητημένο χάσταγκ ή αλλιώς η μαζικότερη προτροπή (και πλέον οδηγία) των τελευταίων ετών στη χώρα μας. Ο λόγος; Προφανής. Μείωση της διασποράς του covid-19 και μόλυνση όσο το δυνατόν μικρότερου ποσοστού του πληθυσμού.
Ως αποτέλεσμα της άνω τακτικής που αποφάσισε να ακολουθήσει η χώρα, αλλά μεταξύ μας και ο πλανήτης ολόκληρος, όλοι μείναμε σπίτι. Σε μια Ελλάδα που ο καλός καιρός είναι σύμμαχος και ο χαρακτήρας των ανθρώπων εκ φύσεως εξωστρεφής, κοινωνικός, ομιλητικός και λάτρης του «έξω» με την οποιαδήποτε μορφή του, μια καθημερινότητα μέσα στο σπίτι, και ειδικά όταν δεν είναι προσωπική επιλογή αλλά επιβάλλεται εξωγενώς, δυσκόλεψε μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Δουλειά, χόμπι, γυμναστική, κοινωνικοποίηση, όλα πλέον γίνονται «από μέσα» (ας είναι καλά η τεχνολογία), ενώ ταυτόχρονα προσπαθούμε να συνηθίσουμε τη νέα πραγματικότητα.
Ωστόσο, μεταξύ σοβαρού και αστείου, οι αριθμοί για ακόμη μια φορά δεν είναι καθόλου καθησυχαστικοί. Το #μένουμεσπίτι από τη μέρα εφαρμογής του μέχρι σήμερα αύξησε τον αριθμό των τηλεφωνικών κλήσεων στις γραμμές sos για την ενδοοικογενειακή βία, ξεπροβάλλουν κείμενα επί κειμένων για το πόσο μη παραγωγικοί είμαστε, οι βιντεοκλήσεις για συνεδρίες με ψυχολόγους, ψυχοθεραπευτές, ψυχιάτρους και life coach έχουν πάρει φωτιά ενώ τα posts στα social media για το πόσο κακό κάνει έστω και μια ώρα τηλεόραση τη μέρα οργιάζουν (ειδικά τώρα που δεν μεταδίδει κυριολεκτικά τίποτε ευχάριστο). Όλα δείχνουν και λένε το ίδιο πράγμα με διαφορετικές λέξεις: ότι δεν αντέχουμε μέσα στο σπίτι.
Γιατί όμως; Γιατί ενώ οι δείκτες εγκληματικότητας, φτώχειας και ανεργίας βρίσκονται στα χαμηλότερα επίπεδα που έχουν καταγραφεί παγκοσμίως και την ίδια στιγμή το ποσοστό των μορφωμένων ανθρώπων ανεβαίνει ραγδαία, γιατί ενώ ένα μέσο σπίτι διαθέτει περισσότερες ανέσεις από ποτέ, γιατί ενώ παρ’ όλες τις δυσκολίες ζούμε στην εποχή που μας προσφέρει την καλύτερη δυνατή ποιότητας ζωής, εμείς φρικάρουμε στην ιδέα του σπιτιού μας;
Γιατί δεν μας φταίει η καραντίνα. Ούτε το σπίτι που δεν έχει εκείνο το έξτρα δωμάτιο που τόσο θέλαμε, ούτε το ίντερνετ που είναι πιο αργό γιατί το χρησιμοποιούν όλοι, ούτε η σχέση και οι φίλοι μας που θα κάνουμε καιρό να τους δούμε, ούτε οι γονείς ή τα παιδιά μας που θα αναγκαστούμε να «τους φάμε στη μάπα» για όσο χρειαστεί. Μας φταίει ο εαυτός μας· και μόνο αυτός.
Τι εννοώ; Ζούμε στην εποχή του fast forward. Όλα γίνονται γρήγορα. Τόσο γρήγορα που δεν έχουμε χρόνο να σκεφτούμε ποιοι είμαστε, τί κάνουμε, γιατί το κάνουμε, αν είμαστε χαρούμενοι, αν μας γεμίζουν πραγματικά οι άνθρωποι που μας περιβάλλουν. Δεν μιλάω για τη φιλοσοφική διάσταση των ερωτημάτων αλλά για τον πραγματικό τους αντίκτυπο στην καθημερινότητα και τις επιλογές μας. Κάθε μέρα τρέχει και μαζί της τρέχουμε κι εμείς, χωρίς να βρίσκουμε την ευκαιρία να πατήσουμε pause και να αναλογιστούμε τι θέλουμε ν’ αλλάξουμε.
Και τώρα ξαφνικά επιβλήθηκε ένα shut down. Παγκόσμιο. Σε όλους. Σαν να ησυχάσαμε όλοι μαζί ταυτόχρονα, σαν να ηρεμήσαμε μαζικά, σαν να μας δόθηκε απότομα ελεύθερος χρόνος που δεν ξέρουμε τι να τον κάνουμε. Και αυτό ακριβώς είναι που μας τρομάζει. Σε μια ζωή που έχεις μάθει να κρύβεις τον εαυτό σου και τα προβλήματα του κάτω από το χαλί με την πρόφαση της ανεπάρκειας χρόνου για την επίλυσή τους, μάντεψε τί θα βγει στην επιφάνεια μόλις σωπάσει ο εξωτερικός θόρυβος και μείνεις στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού σου. Ο πραγματικός σου εαυτός. Όχι αυτός που δείχνεις αλλά αυτός που είσαι. Όλα όσα απέφευγες. Όλα όσα έκανες τα στραβά μάτια πως δεν ήταν εκεί, γνωρίζοντας πως το να κάνεις ότι δεν τα βλέπεις, δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν!
Γι’ αυτό δεν μπορούμε να μείνουμε σπίτι. Γιατί θα αναγκαστούμε να αναμετρηθούμε με τους εαυτούς μας, και δεν είμαστε όλοι έτοιμοι γι’ αυτό. Οι περισσότεροι το αναβάλλουν με περίσσια μαεστρία κάτω από την πολλή δουλειά, την έξοδο στο κλαμπ, το ταξίδι στο εξωτερικό, τις υποχρεώσεις. Δεν είναι εύκολο να συνειδητοποιήσεις ότι έχεις κάνει λάθος επιλογή συντρόφου, να παραδεχτείς ότι δεν ξέρεις επί της ουσίας το παιδί σου, να αποδεχθείς ότι η δουλειά σου εν τέλει σε φθείρει και δεν σε γεμίζει, να καταλάβεις ότι ξέχασες ποιος είσαι επειδή διαβάζεις μόνο για τη σχολή…
Η καραντίνα θα κλονίσει, θα επαναπροσδιορίσει, θα ανακατατάξει, θα ενδυναμώσει τις ανθρώπινες σχέσεις. Των ανθρώπων μεταξύ τους και με τους εαυτούς τους. Ήδη το κάνει. Άλλοι αγαπούν και ερωτεύονται ακόμη περισσότερο. Άλλοι αναθεωρούν γι’ αυτούς που πίστευαν ότι αγαπούν ή είναι ερωτευμένοι μαζί τους. Άλλοι ασφυκτιούν γιατί καταλαβαίνουν ότι το σπίτι και ο άνθρωπος τους δεν είναι φωλιά αλλά φυλακή και το χειρότερο, τώρα δεν έχουν τη δουλειά ως έξοδο διαφυγής. Άλλοι έρχονται αντιμέτωποι με τους δαίμονες τους. Όμως το ομορφότερο απ’ όλα είναι πως τα ανείπωτα κάθε μορφής περιμένουν το τέλος αυτού του αλλόκοτου stop του κόσμου, για να βρουν τους αποδέκτες τους και να δημιουργήσουν ομορφιά.
Είναι περίεργα, παράξενα και αλλόκοτα όλα όσα συμβαίνουν. Κανείς δεν χαίρεται με τον εγκλεισμό και τους περιορισμούς που υφίσταται. Η κοινωνικότητα ως ανθρώπινη ανάγκη, είναι αναπόσπαστο κομμάτι της προσωπικότητάς μας. Και είναι η πρώτη φορά που τη στερούμαστε έτσι βίαια, κάτι που θα της προσδώσει ακόμη μεγαλύτερη αξία όταν την αποκτήσουμε ξανά. Όμως ίσως, επίσης για πρώτη φορά, να έχουμε μια μοναδική ευκαιρία να μάθουμε, να σκεφτούμε, να γνωρίσουμε καλύτερα εμάς τους ίδιους. Κρίμα δεν είναι να πάει χαμένη;
Γεννήθηκε στην Έδεσσα. Είναι απόφοιτη του τρίτου ευρωπαϊκού σχολείου Βρυξελλών και της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Γνωρίζει άριστα Αγγλικά και Γαλλικά. Παίζει ακορντεόν και πιάνο και έχει κάνει μαθήματα φωνητικής. Χορεύει μπαλέτο και λάτιν και ασχολείται ερασιτεχνικά με το θέατρο και την φωτογραφία. Η αγάπη της για την λογοτεχνία και την ποίηση την οδήγησε στην αρθρογραφία, ενώ τα ταξίδια και η επαφή με διαφορετικές κουλτούρες και πολιτισμούς είναι το διάλειμμα από την καθημερινότητά της.