Της Νίκης Μαχαιρίδου,
Το 1968 ο Richard Nixon εκλέγεται πρόεδρος των Η.Π.Α, έχοντας κερδίσει μία από τις πιο αμφίρροπες εκλογικές μάχες με πολιτικό αντίπαλο των Hubert Humphrey. Τέσσερα χρόνια αργότερα στις εκλογές του 1972, ο Nixon είναι αποφασισμένος να παραμείνει στη θέση του προέδρου. Επιδιώκει με κάθε μέσο την επανεκλογή του, καταφεύγοντας ακόμη σε παράνομες και ανήθικες τακτικές. Οι μυστικές επιχειρήσεις που διεξήγαγε με σκοπό να αμαυρώσει την πολιτική εκστρατεία των βασικών του αντιπάλων, των Δημοκρατικών, καθώς και η προσπάθεια συγκάλυψης των γεγονότων που διαδραματίστηκαν στο ξενοδοχείο Watergate, ήταν αρκετά για να συνθέσουν ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά σκάνδαλα στην ιστορία της Αμερικής.
Το ξενοδοχείο Watergate ήταν ένα από τα μεγαλύτερα κτιριακά συγκροτήματα στην Washington. Εκεί, στεγάζονταν πολλές επιχειρήσεις, όπως επίσης και τα κεντρικά γραφεία των Δημοκρατικών. Περίπου πέντε μήνες πριν τις εκλογές του 1972, τις πρώτες πρωινές ώρες της 17ης Ιουλίου, ο φύλακας του 6ου ορόφου παρατηρεί κάτι παράξενο. Σε αρκετές από τις πόρτες του κτιρίου είχε τοποθετηθεί κολλητική ταινία, έτσι ώστε αυτές να κλείνουν χωρίς να κλειδώνουν. Το ασυνήθιστο αυτό γεγονός ώθησε τον φύλακα να καλέσει την αστυνομία. Χάρη στην έγκαιρη επέμβασή του, πέντε διαρρήκτες συνελήφθησαν στην προσπάθειά τους να υποκλέψουν σημαντικά έγγραφα, καθώς και να τοποθετήσουν κοριούς στις τηλεφωνικές γραμμές. Αφού συνελήφθησαν τους ασκήθηκε δίωξη για διάφορα αδικήματα και τον επόμενο Ιανουάριο καταδικάστηκαν. Η υπόθεση, όμως, ήταν πιο σύνθετη και ουσιαστικά δεν είχε κλείσει.
Η επιμονή των δύο μέχρι τότε άσημων δημοσιογράφων της «Washington Post», Bob Woodward και Carl Bernstein, ήταν αυτό που στην πραγματικότητα πυροδότησε την πιο διεισδυτική έρευνα της υπόθεσης. Το ερευνητικό ρεπορτάζ τους ήταν αυτό που έφερε στην επιφάνεια ότι ανάμεσα στους διαρρήκτες υπήρχαν πρόσωπα που άλλοτε κατείχαν καίριες θέσεις στην πολιτική ασφάλεια της χώρας. Η ανακάλυψη ότι ένας πρώην πράκτορας της CIA, καθώς και ένας υπάλληλος ασφαλείας του κόμματος των Ρεπουμπλικανών συμμετείχαν στη διάρρηξη, έδωσαν διαφορετική τροπή στην υπόθεση, η οποία σύντομα θα οδηγούσε στο ίδιο το πρόσωπο του Nixon.
Οι Bob Woodward και Carl Bernstein επιδίωκαν να αποδείξουν ότι η διάρρηξη ήταν μέρος του προεκλογικού αγώνα των Ρεπουμπλικανών, καθώς και ότι επικεφαλής στο σχέδιο της διάρρηξης του Watergate ήταν τα μέλη της επιτροπής επανεκλογής του προέδρου. Στην προσπάθειά τους αυτήν δέχθηκαν πολλές πιέσεις, όμως δεν εγκατέλειψαν την έρευνα. Στο μεταξύ, ο πρόεδρος Nixon επιδιώκοντας να εμποδίσει τη διεξαγωγή της έρευνας προκειμένου να μην αποκαλυφθεί η ενοχή του, δίνει εντολή να σταματήσει η έρευνα του FBI, επικαλούμενος τη διατήρηση της εθνικής ασφάλειας. Οι δημοσιογράφοι, όμως, έχοντας την πολύτιμη βοήθεια ενός πληροφοριοδότη, γνωστού τότε μόνο με το κωδικό όνομα «Βαθύ Λαρύγγι», κατάφεραν να φέρουν στο φως της δημοσιότητας νέα συνταρακτικά στοιχεία. Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι η διάρρηξη είχε οργανωθεί από τον πρώην πράκτορα του FBI G. Gordon Liddy με τη συνδρομή του πρώην πράκτορα της CIA Howard Hunt. Και οι δύο ήταν μέλη μιας μυστικής ομάδας, γνωστή με το κωδικό όνομα «Υδραυλικοί του Λευκού Οίκου». Η ομάδα ήταν υπεύθυνη για τη συγκάλυψη ευαίσθητων δεδομένων της κυβέρνησης, ώστε να μη διαρρεύσουν στα μέσα ενημέρωσης. Λίγους μήνες αργότερα, η εφημερίδα Washington Post αποκαλύπτει σε πρωτοσέλιδο εξώφυλλο ότι επιταγή 25.000$ προοριζόμενη για την εκλογική καμπάνια του προέδρου Nixon, βρίσκεται στον τραπεζικό λογαριασμό ενός εκ των διαρρηκτών. Οι νέες αποκαλύψεις οδηγούν στον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, ανεξάρτητα όμως από την αναταραχή που είχε προκληθεί στον πολιτικό βίο της χώρας, το προεκλογικό προβάδισμα που είχε αποκτήσει ο Nixon δεν κλονίζεται, με αποτέλεσμα να επανεκλεγεί στις εκλογές του Νοεμβρίου με ποσοστό μάλιστα μεγαλύτερο του 60%.
Η ευτυχής έκβαση για τον Nixon, όμως, δε θα διαρκέσει πολύ. Την άνοιξη του 1973 η θέση του δυσχεραίνει, καθώς εμφανίζονται βασικοί μάρτυρες για την υπόθεση Watergate· ένας από τους κατηγορούμενους για τη διάρρηξη αλλάζει την κατάθεσή του, ισχυριζόμενος πως δέχθηκε πιέσεις για να δώσει λάθος στοιχεία. Παράλληλα, η κυβέρνηση του Nixon καταρρέει. Τρία κορυφαία στελέχη του Λευκού Οίκου παραιτούνται, εξαιτίας του σκανδάλου που πλήττει την Αμερική. Πρόκειται για τους H. R. Haldeman, John Ehrlichman, καθώς και για τον Υπουργό Δικαιοσύνης Richard Kleindienst. Ο σύμβουλός του John Dean απολύεται. Οι έρευνες αρχίζουν να πλησιάζουν την αλήθεια όταν συστήνεται ειδική επιτροπή με έγκριση της Γερουσίας για να διερευνήσει βαθύτερα το σκάνδαλο. Τον Ιούλιο, η αποκάλυψη ενός βοηθού του Λευκού Οίκου ότι ο Nixon ήταν υπεύθυνος για την εγκατάσταση συστήματος καταγραφής συζητήσεων στα γραφεία του κτιρίου, ήταν αυτή που έδωσε στον Πρόεδρο τη χαριστική βολή. Ο ειδικός εισαγγελέας ζήτησε τις λεγόμενες «κασέτες του Nixon», ο οποίος σε πρώτη φάση αρνήθηκε να τις παραδώσει. Τον Ιούλιο του 1974, όμως, ήταν αδύνατον να μην υπακούσει στις εντολές του Ανώτατου Δικαστηρίου και ο Λευκός Οίκος παρέδωσε 1.200 καταγεγραμμένες συνομιλίες. Από το περιεχόμενο των στοιχείων έγινε σαφές πως ο Nixon γνώριζε για τη δράση των διαρρηκτών και επιπλέον είχε εγκρίνει τις πληρωμές τους.
Η παραίτηση Νίξον
Το σκάνδαλο είχε τεράστιες επιδράσεις στην αμερικανική πολιτική ζωή αλλά και επιπτώσεις στον ίδιο τον Nixon. Στις 8 Αυγούστου 1974 γίνεται ο πρώτος πρόεδρος στην ιστορία των Η.Π.Α. που παραιτείται από το αξίωμά του. Ο αντιπρόεδρος Gerald Ford αναλαμβάνει τα ηνία της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Ford αργότερα απένειμε χάρη στον Nixon μέσω επίσημης διακήρυξης για το σκάνδαλο, ενώ αξιοσημείωτο είναι πως την ημέρα που ανέλαβε τα καθήκοντά του δήλωσε πως: «Επιτέλους, ο εθνικός εφιάλτης έλαβε τέλος». Πράγματι, το σκάνδαλο αυτό υπήρξε ένας πραγματικός εφιάλτης για την πολιτική σκηνή της Αμερικής σε μία ούτως ή άλλως πολύ δύσκολη περίοδο για τη χώρα, μια και ο πόλεμος στο Βιετνάμ δεν είχε ουσιαστικά ακόμη τελειώσει.
Φτάνοντας στην άκρη του νήματος
Οι δημοσιογράφοι της εφημερίδας Washington Post, Bob Woodward και Carl Bernstein όπως και ο πληροφοριοδότης τους με το κωδικό όνομα «Βαθύ Λαρύγγι» διαδραμάτισαν σημαντικότατο ρόλο στην αποκάλυψη της αλήθειας. Ο πληροφοριοδότης ο οποίος κράτησε κρυφή την ταυτότητά του μέχρι το καλοκαίρι του 2002. Ήταν ο τότε υποδιοικητής του FBI, Mark Felt. Το «βαθύ λαρύγγι» -κατά την πορνογραφική ταινία που έσπασε εκείνη την εποχή ταμεία στην Αμερική- ήταν το κωδικό όνομα για τη συνεννόηση με τον αρχισυντάκτη της W.P., Howard Simmons. Οι συναντήσεις του Felt με τον Woodward γίνονταν κάτω από άκρα μυστικότητα. Κάθε φορά που ο ρεπόρτερ επιθυμούσε συνάντηση, μετακινούσε ένα βάζο με μια κόκκινη σημαία στο μπαλκόνι του διαμερίσματός του στο Webster House, ενώ κάθε φορά που το «βαθύ λαρύγγι» ήθελε συνάντηση, κύκλωνε τον αριθμό της σελίδας 20 στους New York Times, που παραδίδονταν στην πόρτα του Woodward και ζωγράφιζε δείκτες για να δείξει την ώρα. Τα πρόσωπα αυτά έμειναν στην ιστορία φέρνοντας εις πέρας μια δύσκολη αποστολή, να ξεσκεπάσουν ένα πολιτικό σκάνδαλο πίσω από το οποίο βρισκόταν ο ισχυρότερος άνθρωπος του πλανήτη.
Βιβλιογραφία
- Μιχάλης Γουδής, Watergate: 35 χρόνια μετά, περιοδικό εΜΜΕίς, 2007
-
Waldron Lamar, Watergate: The Hidden History, 2013
-
H. Harter, A. Kaspi, Οι Αμερικάνοι Πρόεδροι, εκδ. Μεταίχμιο, 2019