11.3 C
Athens
Κυριακή, 17 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΦυλακές Επταπυργίου: Το οδοιπορικό ενός αιώνα

Φυλακές Επταπυργίου: Το οδοιπορικό ενός αιώνα


Της Βασιλικής Οικονόμου,

Ἑπταπύργιον τῇ 25.7.1961

Σεβαστέ μοι Κε Γκλαβάνη*,

Σᾶς εὕχομαι ὑγειαν. Σᾶς πληροφορῶ  ὃτι νέα αἴτησίς μου ἐκκρεμεῖ ἐνώπιον τοῦ Συμβουλίου Χαρίτων τοῦ Ὑπουργείου Δικαιοσύνης. Βοηθήσατέ μοι. Εἶμαι στο 7ον  ἔτος,ἔχω ὑποφέρει ἀρκετά , ἐπλήρωσα τάς ἁμαρτίας μου. Ἡ Μητέρα μου δεν πρόκειται να σᾶς παρακαλέσει, Χάθηκε για πάντα. Ἂν λυπηθῆτε  ἐμένα, να γυρίσω στο…… να Συμμαζέψω τα ἐναπομείναντα. Δέν γνωρίζω ἂλλον  ἀπό Σᾶς. Ἀπό τόν μεγαλόκαρδο κον Ἔξαρχο, τόν Βουλευτή, τελείως  ἂγνωστο σε μένα, ἐπληροφορήθην  ὃτι ἡ  αἲτησίς μου ἔφθασε στο  ΥπουργεῖονἊν  με λυπηθῆτε μόνον Ἐσεῖς.  Σᾶς ἔγραφα και παλαιότερα  ὃτι για μένα δεν πρόκειται νά συγκινηθῆ κανένας. Δέν ἔχω ψευδαισθήσεις. Εἶμαι  ἀπολύτως εἰλικρινής. Δεσμούς μέ  τό παρελθόν δέν  ἔχω.  Ἂν  εἶχα δέν θά  ἔγραφα σέ Σᾶς. Ἡ  … Διεύθυνσις τῶν Φυλακῶν  προτείνει μείωσι  τῆς ποινῆς μου. Ἐνδιαφερθῆτε,συνηγορήσατε, ἐξαντλῆστε  τό κῦρος  Σας νά ἰδῶ τόν ……. Γράψτε μου να ξεῦρω.

Φυλακή  Ἑπταπυργίου

*Επιστολή από έγκλειστο στις φυλακές Επταπυργίου προς τον Ιωάννη Γκλαβάνη, πολιτευτή της Μαγνησίας.

Φρούριο του Επταπυργίου: η πρώιμη περίοδος

Με την ίδρυση της Θεσσαλονίκης, το 315 π.Χ., ο βασιλιάς Κάσσανδρος χτίζει τείχη και κάστρα για την προστασία της από τυχόν επιδρομείς. Στις αρχές του 4ου αι. π.Χ., ο Μέγας Κωνσταντίνος ενισχύει τα τείχη, ενώ, αργότερα, επί Θεοδοσίου, παίρνουν μορφή τα βυζαντινά κάστρα. Στο ψηλότερο σημείο τους δημιουργείται η Ακρόπολη της Θεσσαλονίκης, εντός της οποίας κατασκευάστηκε ένα πολυγωνικό φρούριο με πύργους, το Επταπύργιο (γνωστό και ως Yedi Koule, που σημαίνει «επτά πύργοι» στα τούρκικα). Μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης το 1432 και για πέντε περίπου αιώνες, η πόλη παραμένει υπό οθωμανική κατοχή. Μέχρι τα τέλη του 19ου αι. το φρούριο του Επταπυργίου λειτουργεί ως φρουραρχείο ή στρατώνας, ώσπου το 1860 ένας καταστροφικός σεισμός γκρεμίζει το «κονάκι του Πασά» (σημερινό κτίριο του Υπουργείου Μακεδονίας-Θράκης), όπου στεγάζονταν φυλακές. Την ανάγκη στέγασης των κρατούντων αναλαμβάνει να καλύψει το φρούριο του Επταπυργίου.

Το Γεντί Κουλέ ως φυλακή

Τη δεκαετία του 1890 κατεδαφίζονται κομμάτια του φρουρίου και κατά μήκος των δύο πλευρών των τειχών χτίζονται νέα κτίρια (θάλαμοι κρατουμένων, κτίριο απομόνωσης και διοίκησης). Τότε αρχίζει η λειτουργία του ως φυλακή. Εκεί σταδιακά μεταφέρονται και κρατούνται άντρες και γυναίκες ανεξαρτήτως ηλικίας, διαπραχθέντος αδικήματος ή επιβληθείσας ποινής. Ζουν όλοι μαζί σε θαλάμους των 50 ατόμων, καθώς το μόνο κτίριο που διαθέτει κελιά είναι αυτό της απομόνωσης, το οποίο προορίζεται για τους θανατοποινίτες. Από το 1910, οπότε και αναπτύσσεται στη Θεσσαλονίκη η Φεντερασιόν, μια πολυεθνική εργατική οργάνωση με μέλη σοσιαλιστές εργάτες, το Γεντί Κουλέ αποκτά τους πρώτους του πολιτικούς κρατουμένους. Το 1918 η φυλακή αριθμεί 13 γυναίκες και 800 άνδρες κρατουμένους. Μετά τη θέση σε εφαρμογή του Ν. 4229/1929 («Περί των μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών»), ο οποίος επέφερε τόσο την ποινικοποίηση ιδεών ανατρεπτικών, όσο και την απαγόρευση συνδικαλιστικών κινητοποιήσεων, όσοι θεωρήθηκαν φορείς κομμουνιστικών αρχών φυλακίστηκαν. Κάποιοι από αυτούς κρατήθηκαν στις φυλακές Επταπυργίου, συμπληρώνοντας τον κατάλογο των πολιτικών κρατουμένων. Την περίοδο 1941-1944 τη διοίκηση του Γεντί Κουλέ αναλαμβάνουν οι Γερμανοί, οι οποίοι φυλακίζουν εκεί αγωνιστές, κυρίως μέλη αντιστασιακών δικτύων, όπως της Εθνικοαπελευθερωτικής Οργάνωσης «Ελευθερία», της πρώτης στην κατεχόμενη Ευρώπη αντιστασιακής οργάνωσης, η οποία είχε έδρα τη Θεσσαλονίκη. Το 1946 η ελληνική Βουλή εγκρίνει το Γ’ Ψήφισμα «Περί εκτάκτων μέτρων κατά των επιβουλευομένων την δημοσίαν τάξιν και την ακεραιότητα του κράτους». Κάθε πράξη που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αντικείμενη στο καθεστώς («Όστις θέλων να απόσπαση εν μέρος της Επικρατείας ή να ευκολύνει τα προς το τέλος τείνοντα σχέδια συνώμοσεν εντός του κράτους ή συνεννοήθη με ξένους ή διήγειρε στάσιν ή κατήρτισεν ενόπλους ομάδας, ή μετέσχεν είς αυτάς») μπορούσε να επισύρει μέχρι και θανατική ποινή. Αρμόδια να κρίνουν την τύχη των αντιφρονούντων ορίστηκαν τακτικά στρατοδικεία, των οποίων οι αποφάσεις ήταν ανεπίδεκτες οποιουδήποτε ενδίκου μέσου.

Οι θανατικές καταδίκες επιβάλλονταν σωρηδόν, και έπρεπε όλες να εκτελεστούν σε διάστημα τριών ημερών από την έκδοση της εκάστοτε απόφασης. Την περίοδο του Εμφυλίου εκτίουν στο Γεντί Κουλέ την ποινή τους αριστεροί αγωνιστές, των οποίων η δράση είχε ήδη χαρακτηριστεί με τον Αναγκαστικό Νόμο 509/1947 ως παράνομη. Οδηγούνται εκεί συχνά χωρίς συγκεκριμένα ενοχοποιητικά στοιχεία, αλλά στη βάση κατηγοριών για «αντιεθνική ιδεολογία» ή ένταξη στις «παραφυάδες του κομμουνιστοσυμμοριτών». Βάσει του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, ακόμα και η επιδίωξη εφαρμογής ιδεών που στόχο είχαν την ανατροπή του κρατούντος κοινωνικού συστήματος μπορούσε να επιφέρει τη θανατική ποινή. Παρατηρεί κανείς την πλήρη αοριστία περιγραφής της αξιόποινης συμπεριφοράς, καθώς και την αντίθεση της ποινής με την αρχή της αναλογικότητας, αφού η ίδια ποινή προβλεπόταν για όποιον επεδίωκε ανατροπή του πολιτεύματος και όποιον προωθούσε ιδέες αντίθετες στο «κρατούν κοινωνικό σύστημα». Αργότερα, κατά τη διάρκεια της Χούντας, οι φυλακές του Επταπυργίου αποτέλεσαν τόπο κράτησης και βασανισμού όσων χαρακτηρίζονταν ως «επικίνδυνοι για τη δημόσια ασφάλεια». Επικίνδυνος μπορούσε να θεωρηθεί όποιος δεν είχε πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, ένα κρατικό έγγραφο, που αποδείκνυε την ιδεολογική απομάκρυνση του κατόχου του από τον χώρο της αριστεράς. Η ποινικοποίηση της ένταξης του ατόμου σε έναν τέτοιο ιδεολογικό χώρο, αν κριθεί με τα σημερινά δεδομένα, πέρα από αντισυνταγματική επέμβαση στην κατοχυρωμένη στο άρθρο 14 του Συντάγματος ελευθερία κατοχής οποιαδήποτε γνώμης, συνιστά παράβαση της βασικής αρχής του Ποινικού Δικαίου περί μη ποινικοποίησης του φρονήματος («cogitationis poenam nemo patitu).

Ο «συνήθης τόπος των εκτελέσεων»

«Το πρωί / στις 5 / ο ξηρός/ μεταλλικός ήχος. / ΄Υστερα τα φορτωμένα καμιόνια / που θρυμματίζουνε τις πόρτες του ύπνου / και το τελευταίο αντίο της παραμονής / και οι τελευταίοι βηματισμοί στις υγρές πλάκες / και το τελευταίο σου γράμμα / στο παιδικό τετράδιο της αριθμητικής / σαν του μικρού παραμυθιού το δίχτυ / που τεμαχίζει με κάθετες μαύρες γραμμές / του πρωινού χαρούμενου ήλιου την παρέλαση» (Ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη «Το Πρωί…». Ο Μανόλης Αναγνωστάκης υπήρξε πολιτικός κρατούμενος στο Γεντί Κουλέ την περίοδο του Εμφυλίου)Η έρημη περιοχή πίσω από το Επταπύργιο μέχρι το δάσος του Σέιχ-Σου ήταν ο τόπος εκτέλεσης των θανατοποινιτών. Επρόκειτο αρχικά για ποινικούς κρατούμενους, κυρίως δράστες ανθρωποκτονιών. Κατά την Κατοχή, το εκτελεστικό απόσπασμα αντιμετώπιζαν Έλληνες που συμμετείχαν ενεργά στην αντίσταση, είτε ως πληροφοριοδότες των αντιστασιακών, είτε ως σαμποτέρ των Γερμανών. Ακόμα και μια μικροκλοπή από γερμανική αποθήκη ήταν αρκετή για να οδηγήσει στην εκτέλεση. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, στη βάση του Γ’ Ψηφίσματος του 1946, πολιτικοί κρατούμενοι στάλθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα λόγω των αριστερών τους πεποιθήσεων, αφού η ένταξη σε κόμματα όπως το Κ.Κ.Ε και η συμμετοχή σε ιδεολογικά προσκείμενες σ’ αυτό οργανώσεις απαγορευόταν. Στην πράξη, είτε μετά από δίκες ενώπιον εκτάκτων στρατοδικείων, είτε συχνά και χωρίς δίκη, δεκάδες αντιφρονούντες άφηναν την τελευταία τους πνοή στον «συνήθη τόπο των εκτελέσεων», όπως οι εφημερίδες της εποχής αποκαλούσαν την περιοχή πίσω από το Επταπύργιο. Μόνη διέξοδος για το μελλοθάνατο ήταν η υπογραφή μιας δήλωσης μετανοίας και αποκήρυξης του κομμουνισμού, μια ενυπόγραφη υπόσχεση του δηλούντος ότι θα σταματήσει την ανατρεπτική του δράση, μια υπόσχεση που θα του χάριζε την ελευθερία. Στον τόπο των εκτελέσεων, συγγενείς των θυμάτων έφτιαξαν ένα αυτοσχέδιο νεκροταφείο. Όμως, το Εμφύλιο μίσος στάθηκε αφορμή, ώστε το 1952 το νεκροταφείο να ισοπεδωθεί, με διαταγή του τότε διοικητή του Γ’ Σώματος Στρατού.

Η αρχή του τέλους

Διαχρονικά οι κρατούμενοι προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν στον έξω κόσμο τις κακές συνθήκες διαβίωσης, που ανέκυπταν αφενός από την ομαδική ζωή στους θαλάμους , αφετέρου από το συνεχές σκοτάδι και την υγρασία. Από την επιστολή προς τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης το 1915, στην οποία κρατούμενοι «καταγγέλλουν» τη μη απομόνωση των φυματικών, αλλά και την άφθονη κατανάλωση χασίς, μέχρι τις συνεχείς εκκλήσεις για βοήθεια στον Ερυθρό Σταυρό κατά την πρώτη μετεμφυλιακή περίοδο, όλα μαρτυρούσαν πως το Γεντί Κουλέ από σωφρονιστικό κατάστημα είχε μετατραπεί σε χώρο βασανιστηρίου. Μετά την πτώση της Χούντας δημιουργήθηκε ένα κίνημα ανθρώπων που ζητούσαν να κλείσει το Γεντί Κουλέ και να μεταφερθούν οι κρατούμενοι σε εγκαταστάσεις καλύτερες, που θα σέβονταν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Στο κίνημα αυτό συμμετείχαν κυρίως πρώην πολιτικοί κρατούμενοι (με επικεφαλής το Γεώργιο-Αλέξανδρο Μαγκάκη, μετέπειτα Υπουργό Δικαιοσύνης), αλλά και κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής. Το καλοκαίρι του 1984 οι καταγγελίες για διακίνηση ναρκωτικών εντός της φυλακής πλήθαιναν. Την τακτική επιθεώρηση αναλαμβάνει η αντιεισαγγελέας Πρωτοδικών, Χρυσούλα Γιαταγάνα. Από την πρώτη στιγμή της έρευνάς της η αντιεισαγγελέας έρχεται αντιμέτωπη με την προσπάθεια του διευθυντή των φυλακών να αποφευχθεί η επικοινωνία της με τους κρατούμενους, ενώ στο πόρισμά της αναφέρει πως το βιβλίο έκθεσης επιθεωρήσεως τής ήρθε ήδη συμπληρωμένο, ώστε να το υπογράψει. Αντ’ αυτού, η αντιεισαγγελέας προχωρά σε ανακρίσεις των κρατουμένων. Οι καταθέσεις που τελικά αποσπά από αυτούς είναι αποκαλυπτικές: δωροδοκίες, βασανισμοί των κρατουμένων από τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους, άρνηση χορήγησης φαρμάκων σε φυματικούς ασθενείς, βιασμοί ανηλίκων με χορήγηση ηρωίνης… Η αντιεισαγγελέας, παρόλη την στήριξη του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης για συνέχιση της έρευνας, δέχεται πιέσεις για να κλείσει την υπόθεση. Παράλληλα, ενώ ολοένα και περισσότερες εφημερίδες αποκάλυπταν λεπτομέρειες για το κολαστήριο του Επταπυργίου, οι κρατούμενοι, ο ένας μετά τον άλλον ανακαλούν τις καταθέσεις τους. Ταυτόχρονα, η αντιεισαγγελέας αντιμετωπίζει πειθαρχικές διώξεις για συκοφαντική δυσφήμιση εναντίον του φερόμενου από εκείνην ως υπεύθυνου για την παρασιώπηση των ευρημάτων της και τελικά, παραιτείται από το εισαγγελικό σώμα. Το 1986 ο έλεγχος της ανάκλησης των καταθέσεων ανατίθεται στον αντιεισαγγελέα Πρωτοδικών, Κώστα Λογοθέτη. Ο ίδιος γρήγορα διαπιστώνει πως, ό,τι είχαν καταθέσει οι κρατούμενοι είχε γίνει αμέσως γνωστό στη διοίκηση των φυλακών, αφού κάθε συνομιλία παρακολουθούταν από τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους. Οι ανακλήσεις των καταθέσεων ήταν προϊόν εκβιασμών και βασανιστηρίων, ενώ η μη συμμόρφωση οδηγούσε σε μεταγωγή του κρατουμένου. Το πόρισμα του κ. Λογοθέτη «θάφτηκε», ενώ, αργότερα, πέρασε και ο ίδιος πειθαρχικά συμβούλια. Ο εισαγγελέας τελικά παραιτήθηκε, όταν παρά την απαλλαγή του από τις κατηγορίες, παραλείφθηκε από τις προαγωγές του εισαγγελικού κλάδου. Ωστόσο, το έργο των δύο εισαγγελέων δικαιώθηκε: το 1989, κάτω από την κοινωνική κατακραυγή και μετά από σχεδόν έναν αιώνα ζωής, οι φυλακές του Επταπυργίου κλείνουν.

Η φυλακή του Επταπυργίου έγινε γνωστή μέσα από τις διηγήσεις κρατουμένων που κατάφεραν να δουν να ανοίγει η πόρτα της ελευθερίας. Τα βάσανά τους τραγουδήθηκαν μέσα από ρεμπέτικα τραγούδια, διαβάστηκαν σε ποιήματα και πέρασαν στη «συλλογική μνήμη» . Το Γεντί Κουλέ έμεινε έτσι στην ιστορία ως ένα διαχρονικό σύμβολο πόνου και καταδυνάστευσης. Ενδεικτικά είναι τα λόγια του Λεωνίδα Κίρκου, έγκλειστου στο Γεντί Κουλέ την περίοδο της δικτατορίας: «Το Γεντί Κουλέ είναι ένα μνημείο της βυζαντινής εποχής και της ανθρώπινης βαρβαρότητας. Είναι μία έπαλξη για την υπεράσπιση της ελευθερίας κι ένα σύμβολο καταπίεσης και απανθρωπιάς…»


Πηγές
  • Η Μηχανή του Χρόνου, «Γεντί Κουλέ: Το φρούριο που έγινε κάτεργο και τόπος εκτελέσεων», εκπομπή από 07/12/2017, διαθέσιμη στο https://www.youtube.com/watch?v=o5IkUVoRaec

Βασιλική Οικονόμου

Γεννήθηκε στο Βόλο τον Μάρτιο του 1999. Αποφοίτησε από το Μουσικό Σχολείο Βόλου το 2017. Σπουδάζει έκτοτε στη Νομική Θεσσαλονίκης. Έχει άριστη γνώση αγγλικών και γαλλικών και απλή γνώση γερμανικών. Συμμετέχει σε σεμινάρια σχετικά με το αντικείμενο των σπουδών της, ενώ έχει συμμετάσχει στο RhodesMRC 2019. Η αρθρογραφία είναι για εκείνη ένα μέσο να διευρύνει τις νομικές της γνώσεις.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Σοφία Βογά
Σοφία Βογά
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1996, όπου και διαμένει μέχρι και σήμερα. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ήδη σήμερα δικηγόρος, ενώ πραγματοποιεί μεταπτυχιακές σπουδές με ειδίκευση στο Δημόσιο Δίκαιο στο Εθνικό και Καποδιαστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και αραβικά, και στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την ανάγνωση βιβλίων κλασικής λογοτεχνίας, τη μουσική, τον κινηματογράφο και τη γυμναστική.