Του Μανώλη Στυλιανάκη,
Το μεταναστευτικό και δη το ζήτημα των ασύντακτων ροών, συνιστά ένα πολυσύνθετο, πολυεδρικό και πολυσχιδές ζήτημα που άπτεται ποικιλώνυμων παραγόντων και η διαχείρισή του απαιτεί την δέουσα σοβαρότητα. Ο δημόσιος διάλογος περί αυτού δεν μπορεί και δεν είναι σωστό να εξαντλείται σε κοινότοπες βιτριολικές εξάρσεις και πιρουέτες ακτιβισμού. Ένα σαθρό επιχείρημα που αναπαράγεται από κατά βάση αριστερότροπους κύκλους, που είναι αγκιστρωμένοι στις ιδεοληψίες των ανοιχτών συνόρων, έχει ως εξής: «Τα επιδόματα που δίνουμε στους μετανάστες (σε επίπεδο ΕΕ και ΟΗΕ κυρίως) θα φέρουν ανάπτυξη στις τοπικές κοινωνίες, διότι θα ξοδευτούν σε νοίκια και αγαθά, άρα θα πέσουν στις τοπικές αγορές και οι σπιτονοικοκύρηδες αυτών των ακινήτων θα βγάλουν λεφτά. Σαν πως εμείς θα τα πληρώσουμε; Ξένα λεφτά είναι που θα εισρεύσουν και θα διαχυθούν στην ελληνική οικονομία και μαζί τους θα φέρουν ανάπτυξη. Άρα κακώς οι τοπικές κοινωνίες διαμαρτύρονται, δεν ξέρουν το καλό τους!».
Αυτή η προσέγγιση μόνο ως μυωπική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κατ’ ελάχιστον. Ο Frederic Bastiat, στα οικονομικά του σοφίσματα, με την παραβολή της σπασμένης τζαμαρίας, μας διδάσκει ότι ο καλός αναλυτής, όταν θέλει να εξετάσει τον αντίκτυπο μιας κρατικής παρέμβασης δεν στέκεται μόνο “σ’ αυτό που φαίνεται”, αλλά προσπαθεί να αποσαφηνίσει και “αυτό που δεν φαίνεται”. Οι οικονομικές παρεμβατικές πολιτικές του κράτους είτε έχουν διοικητικό, είτε δημοσιονομικό, είτε διαρθρωτικό, είτε απλά προνοιακό χαρακτήρα, έχουν πολλαπλές επιδράσεις, ενώ παράλληλα η αγορά δεν είναι απλά μία στατική κατάσταση, μία πολυμεταβλητή συνάρτηση, όπου ο κεντρικός σχεδιαστής απλά πατάει μερικά κουμπιά και ρυθμίζει διακόπτες, αλλά ανταποκρίνεται ομοιοστατικά και δυναμικά στις έξωθεν παρεμβάσεις. Η ιδέα, λοιπόν, ότι με την επιδοτούμενη μετανάστευση αποκτάμε ζήτηση και άρα ανάπτυξη, επειδή πέφτουν λεφτά, είναι λανθασμένη.
Κατ’ αρχάς, τι σημαίνει ανάπτυξη; Ανάπτυξη πρωτόλεια σημαίνει αύξηση της προσφοράς, δηλαδή του πραγματικού ΑΕΠ. Αύξηση της προσφοράς σημαίνει περισσότερα αγαθά σε χαμηλότερες τιμές, κάτι που μεταφράζεται σε αύξηση της πραγματικής αγοραστικής δύναμης των ατόμων. Το να πέφτουν λεφτά από ψηλά δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ανάπτυξη. Όταν, ας πούμε, πέσανε στην Ελλάδα πακτωλοί χρημάτων από επιδοτήσεις, πακέτα Ντελόρ και φθηνά δανεικά, τότε εκτινάξαμε τις εισαγωγές, ξεχείλωσε το εμπορικό ισοζύγιο, γιγαντώθηκε το εμπορικό έλλειμμα, πέσαμε στους δείκτες ανταγωνιστικότητας, αυξήθηκε το χρέος, ιδιωτικό και δημόσιο, δημιουργήθηκαν παντοειδείς φούσκες, οι οποίες αναποδράστως έσκασαν και κάπως έτσι οδηγηθήκαμε στο ελληνικό κραχ του 2009-10. Ας μην αναφερθώ στην κατασπατάληση και διασπάθιση των κοινοτικών κονδυλιών απ’ την εγχώρια διαφθορά ή εν προκειμένω από τις γνωστές-άγνωστες ΜΚΟ. Άρα, λοιπόν, λεφτά εξ ουρανού από επιδόματα δεν συνεπάγονται κατ’ ανάγκη ανάπτυξη!
Αναφορικά δε με την οικονομική άρθρωση του επιχειρήματος. Ας υποθέσουμε ότι δύο φίλοι (τα νούμερα είναι τυχαία), ο Αμπντούλ και ο Σουμπούλ από το Αφγανιστάν λαμβάνουν ένα επίδομα από τον ΟΗΕ ύψους 500€ έκαστος, που θα τους βοηθήσουν να καλύψουν τα έξοδα διαμονής τους στην Ελλάδα. Διαβάζουν στην εφημερίδα ότι, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, υπάρχει ένα δυάρι που ο ιδιοκτήτης του το δίνει στα 300€ και σκέφτονται να συγκατοικήσουν εκεί, για να μοιράσουν τα έξοδα.
Γιατί 300€; Διότι αυτήν την τιμή έχει επιλέξει η αγορά για τον τομέα των μισθώσεων στην Ελλάδα. Στην καρδιά της Νέας Υόρκης, ενδεχομένως μία γκαρσονιέρα να νοικιάζεται και στα 1000 δολάρια, στην Ελλάδα ένα διαμερισματάκι κάνει 200-300€. Λίγο η κρίση, λίγο το σφίξιμο του ζωναριού των νοικοκυριών, λίγο το κλείσιμο της στρόφιγγας των στεγαστικών δανείων των τραπεζών, λίγο η έλλειψη ρευστότητας στην αγορά ακινήτων, όλα αυτά προκάλεσαν πτώση στις τιμές των ακινήτων. Τα 300€ είναι αυτά που μπορεί να δώσει ο μέσος κάτοικος της Ελλάδας, άρα κάπου εκεί ορίζονται και τα ενοίκια. Η τιμή των 300€ κουβαλάει μία πληροφορία που αντανακλά το περιρρέον οικονομικό περιβάλλον της Ελλάδα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η μέση ελληνική οικογένεια που τα βγάζει δύσκολα πέρα, τόσα μπορεί να διαθέσει για να στείλει το παιδί της να σπουδάσει στο ΑΠΘ. Τόσα λεφτά βγάζουν, τόσα τους επιτρέπει το budget τους να δίνουν.
Ερώτηση: Αν ήσασταν ιδιοκτήτης διαμερίσματος στη Θεσσαλονίκη, σε ποιον θα νοικιάζατε το σπίτι; Στον φτωχό φοιτητή που έχει να δώσει 300€ με ρίσκο να μην πληρώσει το νοίκι κάποιους μήνες, επειδή οι γονείς του μπορεί να χάσουν τη δουλειά τους ή σε δύο ξένους που σου μοστράρουν ένα χιλιάρικο πληρωμένο από τον ΟΗΕ και άρα το νοίκι είναι στανταράκι; Προφανώς θα το νοικιάζατε στους μετανάστες με το επίδομα του ΟΗΕ, διότι είναι σίγουρα λεφτά. Και μάλιστα θα τους κάνατε και μία αύξηση στα 400€, καθώς έχουν λεφτά. Αν όμως τα νοικιάσετε στους μετανάστες, τότε που θα βρει να νοικιάσει ο φέρελπις -πλην όμως φτωχός- φοιτητής; Το πιθανότερο είναι ότι δεν θα μπορεί να νοικιάσει σπίτι και άρα δεν θα μπορέσει να σπουδάσει!
Βλέπουμε, λοιπόν, πως αυτή η υποβασταζόμενη -ελέω «φιλάνθρωπων» επιδοματοδοτών- συναλλαγή δεν είναι κατά απαραίτητα αποτελεσματική, διότι αποτυγχάνει να βοηθήσει τον έναν, δίχως να χειροτερεύσει θέση κάποιου άλλου. Τα επιδόματα, λοιπόν, δεν φέρνουν ανάπτυξη, αλλά οδηγούν σε αναδιανομή. Το γεγονός ότι οι Αμπντούλ και Σουμπούλ κρατάνε στα χέρια τους πολλά πολύχρωμα χαρτάκια που γράφουν πάνω ευρώ, δεν σημαίνει ότι έρχεται ανάπτυξη, όπως την ορίσαμε πιο πάνω, δεν σημαίνει ότι αυξάνονται συστοίχως και οι αξίες στα σπίτια ή τα διαμερίσματα. Σημαίνει ότι για να μείνουν εκείνοι, θα ξεσπιτωθεί κάποιος άλλος, εν προκειμένω ο φοιτητής. Επίσης, θ’ αυξηθούν τα νοίκια. Και αυτό διότι η καμπύλη προσφοράς στην αγορά ακινήτων είναι ανελαστική, οπότε μία αύξηση της ζήτησης από την μεριά των επιδοτούμενων μεταναστών απλά αυξάνει τις τιμές και αυτό διότι η εισροή επιδοτούμενων ξένων είναι μεγαλύτερη από την ικανότητα του κλάδου της οικοδομής να χτίζει καινούρια σπίτια (demand-pull inflation).
Κάτι αντίστοιχο βέβαια ισχύει και στα καταναλωτικά αγαθά. Για του λόγου το αληθές, ας κοιτάξει κανείς τι συμβαίνει στα σούπερ-μάρκετ και τα φαρμακεία εν καιρώ πανδημίας. Για την ακρίβεια, ο κορωνοϊός ήταν μια καλή ευκαιρία να καταλάβουμε ότι “η υψηλή ζήτηση” δεν φέρνει από μόνη της ανάπτυξη χωρίς supply side reforms. Ενίοτε, οδηγεί σε εκτοξεύσεις τιμών και ελλείψεις. Τώρα ας πούμε που αυξήθηκε κατακόρυφα η κατανάλωση τροφίμων, χαρτιών υγείας, οινοπνεύματος και ιατροφαρμακευτικών αγαθών (προφυλακτικές μάσκες, αντισηπτικά, κλπ), επειδή οι πολίτες χτίζουν προμήθειες, οι “γκρικ κένσιανς” θα έπρεπε να κάνουν πάρτι, μιας και τα άτομα τώρα καταναλώνουν σαν να μην υπάρχει αύριο. Τώρα, με την πανδημία, ένας πολίτης καταναλώνει όσο τρεις, βγαίνοντας από τα σούπερ-μάρκετ με τρία καρότσια, αλλά το αποτέλεσμα είναι αυξήσεις τιμών και ελλείψεις, ουχί ανάπτυξη. Συνεπώς, το επιχείρημα αναφορικά με τη “μαγική ζήτηση” είναι έωλο.
Ας έχουμε ακόμη στα υπόψη ότι η Ελλάδα είναι μία χώρα όπου μόνο για το κουκλόσπιτο της Barbie δεν χρειάζεσαι άδεια, ενώ για όλα τα υπόλοιπα, από το να φτιάξεις δεντρόσπιτο μέχρι πολυκατοικία, πρέπει να διέλθεις από τις συμπληγάδες πέτρες της ελληνικής γραφειοκρατίας. Συνεπώς, η αγορά μισθώσεων προσομοιάζει περισσότερο στις «μουσικές καρέκλες» και άρα η επιδότηση θα έχει κατά κόρον αναδιανεμητικά αποτελέσματα. Σταθερός αριθμός ενοικιαζόμενων διαμερισμάτων, σε συνδυασμό με αυξανόμενο αριθμό δυνητικών νοικάρηδων σημαίνει πως στο τέλος κάποιοι θα μείνουν άστεγοι.
Για να το κατανοήσουμε καλύτερα. Ποιο είναι το επιχείρημα αυτών που ζητούν την κεφαλήν της Airbnb επί πίνακι; Ότι ιδιοκτήτες βγάζουν τα διαμερίσματά τους στην αγορά της βραχυχρόνιας μίσθωσης, με αποτέλεσμα δάσκαλοι να μην βρίσκουν να μείνουν στα νησιά και φοιτητές να μην βρίσκουν να νοικιάσουν για να σπουδάσουν, διότι οι ιδιοκτήτες τα δίνουν στους τουρίστες. Τα «φιλάνθρωπα» επιδόματα προς άτομα που δεν έχουν μπολιαστεί στην εγχώρια αγορά εργασίας οδηγεί σε αντίστοιχα αποτελέσματα. Η διαφορά μεταξύ τους έγκειται βέβαια στο γεγονός ότι οι μεσολαβούμενες από την Airbnb συναλλαγές είναι ελεύθερες και γίνονται επί τη βάσει του σεβασμού των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, είναι εθελούσιες και αμοιβαίως επωφελείς.
Σε μία ελεύθερη αγορά, όπως την έχουμε στο μυαλό μας οι φιλελεύθεροι, τα αγαθά κατανέμονται σε αυτόν που τα εκτιμά περισσότερο και τα εκτιμά περισσότερο ο πλειοδότης, αυτός δηλαδή που δίνει τα περισσότερα λεφτά. Και βγάζει τα περισσότερα λεφτά αυτός του οποίου η εργασία είναι υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, δηλαδή αυτός που παράγει περισσότερο ή οι υπηρεσίες που προσφέρει είναι διεθνώς εμπορεύσιμες και ελκύουν έντονο αγοραστικό ενδιαφέρον. Αν σας ζητούσε κάποιος να ταξινομήσετε τους κάτωθι σε σειρά αυξανόμενης προστιθέμενης αξίας, η ανισότητα θα ήταν κάπως έτσι: Ανειδίκευτος μετανάστης που τσεπώνει τζάμπα 1000€ με επίδομα < φοιτητής κοινωνιολογίας < ηλεκτρολόγος μηχανικός με PhD στην ρομποτική που βγάζει από τη δουλειά του 1000€.
Σε μία ελεύθερη αγορά, η μετανάστευση των ανθρώπων είναι ένας μηχανισμός “optimal allocation of labor”. Η ελεύθερη αγορά είναι κάτι σαν το γραφείο “human resources management” που υπάρχει σε κάθε εταιρία. Ο οικονομικός μετανάστης του Μεξικού πάει στις ΗΠΑ, διότι η αμερικανική αγορά παράγει περισσότερες θέσεις εργασίας απ’ όσοι είναι οι άνεργοί της και άρα μπορεί να απορροφηθεί (άρα κακώς ο Τραμπ κλείνει τα σύνορα στο Μεξικό). Έτσι και ένας γιατρός από την Ελλάδα μεταναστεύει στην Αγγλία, διότι εκεί υπάρχουν ελλείψεις σε ιατρικό προσωπικό και κενά στο σύστημα υγείας, σε αντίθεση με την Ελλάδα όπου το επάγγελμα είναι υπερκορεσμένο και υπάρχει πλεόνασμα προσωπικού.
Σε μία ελεύθερη αγορά, στον μηχανικό θα νοικιαζόταν το διαμέρισμα του παραδείγματος, ακόμα κι αν ήταν αλλοδαπός, μιας και η αγορά δεν κάνει διακρίσεις. Θα νοικιαζόταν στον μηχανικό, επειδή κερδίζει τα περισσότερα, δηλαδή η εργασία του είναι υψηλής προστιθέμενης αξίας και κερδίζει τα περισσότερα, διότι σαν κοινωνία τον χρειαζόμαστε περισσότερο από έναν ακόμα φοιτητή κοινωνιολογίας σε μία υπερκορεσμένη κοινωνία από πτυχιούχους με κορνιζαρισμένο χαρτί χωρίς αντίκρισμα. Αυτό διότι ο μηχανικός αυτός έχει PhD στη ρομποτική, θα διδάξει στο τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του ΑΠΘ, κάνει έρευνα και θα ιδρύσει μία καινοτόμα εταιρία, θα προσφέρει internships, θα φέρει κεφάλαια από joint ventures, θα εξάγει τεχνολογία και θα φέρει έτσι ανάπτυξη που θα εκτοξεύσει το πραγματικό ΑΕΠ, ενώ ο φοιτητής κοινωνιολογίας θα θεωρητικολογεί για τη συγκριτική των έμφυλων ρόλων και κατά πάσα πιθανότητα όταν αποφοιτήσει απλά θα κάνει λάντζα σε γυράδικο.
Απεναντίας, σε μία αγορά επιδοματούχων μεταναστών, το σπίτι δεν το παίρνει ο μηχανικός, δεν το παίρνει καν ο νεαρός scholar φοιτητής, αλλά το διεκδικούν οι μετανάστες που μήτε κάποια δεξιότητα έχουν, μήτε σπουδάζουν κάτι για να αποκτήσουν κάποια δεξιότητα, ούτε πήραν αυτά τα λεφτά επειδή έκαναν κάποια εργασία. Αυτός όμως ο παρεμβατισμός, αυτή η επιδοτούμενη μετανάστευση, σε αντίθεση με την «ελευθεραγορίτικη», δημιουργεί στρεβλώσεις όπως φαίνεται εύγλωττα και από το προαναφερθέν εποπτικό παράδειγμα. Καταφθάνουν ξένοι για να εισπράξουν παχυλά επιδόματα, δεν αυξάνουν το ΑΕΠ, άρα η πίτα παραμένει σταθερή, οπότε το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μειώνεται, αφού ο πλούτος δεν παράγεται και δεν κατανέμεται επί τη βάσει συμβασιακών (contractual) συναλλακτικών αμοιβαίως επωφελών σχέσεων, αλλά διατηρείται σταθερός και αναδιανέμεται κατά τρόπο που βαίνει εις βάρος των ημεδαπών. Και ως εκ τούτου πρέπει να αποθαρρύνεται.
Για να λυθεί το μεταναστευτικό, δεν αρκεί να αγοράσουμε τη λύση με επιδόματα. Θα χρειαστεί να τεθεί σε εφαρμογή ένας μηχανισμός κατανομής μεταξύ των χωρών της ΕΕ, προκειμένου να αμοιβαιοποιηθεί το διαχειριστικό βάρος και να ελαχιστοποιηθούν οι κοινωνικές τριβές. Η Ελλάδα δεν μπορεί να εξαγοραστεί με κονδύλια και βοηθήματα και σίγουρα όχι με μαγικές συνταγές τύπου «αύξησης της ζήτησης»…