Της Ελευθερίας-Μαρίας Γκίκα,
«Η λογοτεχνία είναι ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τη ζωή» διάβασα φευγαλέα στο οπισθόφυλλο του ακριανού βιβλίου της βιβλιοθήκης του δωματίου μου, μισογυρμένο όπως ήταν. Πολύ μου είχε αρέσει η ρήση αυτή όταν την πρωτοδιάβασα και καθόλου δεν έχει λιγοστέψει το ενδιαφέρον που μου προκαλεί. Με τη φράση αυτή κλείνει την περιγραφή του «Σεργιάνι στο Γκιναρντό» ο Χουάν Μαρσέ.
Προτού ξεκινήσω να μιλάω για το βιβλίο αυτό, το θέμα του, τους λόγους που το έχω διαβάσει παραπάνω από τρεις φορές, ποιο είναι το ηθικό του δίδαγμα, θα ήθελα να σας «γνωρίσω» με τον Ισπανό μυθιστοριογράφο και συγγραφέα του, Χουάν Μαρσέ. Γεννημένος στη Βαρκελώνη το 1933, δούλεψε σε ωρολογοποιείο ως τα 26 του χρόνια. Το 1960 κυκλοφορεί το πρώτο του μυθιστόρημα Encerrados con un solo jugete με τα μυθιστορήματα της δεκαετίας που ακολουθεί να σκιαγραφούν το γενικότερο κλίμα το οποίο αιωρείται σε όλο του σχεδόν το συγγραφικό έργο, τον κόσμο της μεταπολεμικής Βαρκελώνης και το χάσμα μεταξύ των μεταναστών και της υψηλής καταλανικής κοινωνίας. Μάλιστα, το έργο του Si te dicen que cai, γνωστό ίσως με τον αγγλικό τίτλο της ταινίας If they tell you I fell, απαγορεύτηκε από τη δικτατορία του Φρανσίσκο Φράνκο, γεγονός που ουδεμία έκπληξη προξενεί, καθότι κεντρικό ήρωα του έργου αποτελεί ένας νεαρός έμπορος οργάνων που ερωτεύεται μια ιερόδουλη. Το θέμα μπορούσε να χαρακτηριστεί τολμηρό κι εκκεντρικό ακόμη και για τις δημοκρατίες της εποχής πόσο δε για τις δικτατορίες… Παρ’ αυτά, το βιβλίο εκδίδεται στο Μεξικό, όπου και βραβεύεται. Πολλά ακόμη έργα του έχουν τιμηθεί με ποίκιλλα βραβεία, μεταξύ αυτών το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας του 1999 και το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας της Ισπανίας, το 2000.
Μη θέλοντας να πλατειάσω περισσότερο για το συγγραφικό έργο του συγγραφέα –παρ’ ότι υπάρχουν πολλά να πει κανείς– επανέρχομαι στο βιβλίο μου, το Σεργιάνι στο Γκιναρντό. Την κτητική αντωνυμία στο «βιβλίο», θα δικαιολογήσω παραθέτοντας ότι το ένιωσα πολύ γρήγορα οικείο, με κέρδισε μέσα στις μόλις 148 του σελίδες. Μάιος του 1945 λοιπόν, την ημέρα που η ναζιστική Γερμανία συνθηκολογεί, ένας καθ’ όλα διεφθαρμένος αστυνομικός, περιπολεί πιθανόν για στερνή φορά τη Βαρκελώνη. Αποστολή του, να οδηγήσει ένα νεαρό ορφανό κορίτσι, τη Ροσίτα, στο νεκροτομείο κάποιου νοσοκομείου ώστε να αναγνωρίσει τη σωρό του εγκληματία που την είχε βιάσει δυο χρόνια πριν. Η αφήγηση, το σεργιάνι, όπως ακριβώς ονομάζεται, του αστυνομικού με τη Ροσίτα, ως το νεκροτομείο καλύπτει ακριβώς την έκταση του μυθιστορήματος.
Σε μία μόνο διαδρομή ξετυλίγεται με όλη της την ωμότητα η φρίκη που έχει σκορπίσει ο πόλεμος, οι –ανεπανόρθωτες μάλλον– πληγές που άνοιξε σε μια ολόκληρη κοινωνία συνολικά αλλά και σε κάθε οντότητα που την απαρτίζει μεμονωμένα. Κάθε χαρακτήρας που θα συναντήσουν οι δυο τους, αλλά και αυτοί οι ίδιοι αντιπροσωπεύουν ένα διαφορετικού είδους θύμα του πολέμου. Κάποτε το θύμα συμφιλιώνεται με τον εχθρό, συνεργάζεται μαζί του και στηριγμένο στη ματαιοδοξία του, επιβιώνει. Άλλοτε, το θύμα περνά απ’ τη νηπιακή ηλικία ευθύς στην πιο σκληρή ενηλικίωση, έρμαιο του χάους και του σκοτεινού σκηνικού που στήθηκε εις βάρος κι εν αγνοία του. Κάποια θύματα τελούν και χρέη θύτη, ενώ άλλα ουδέποτε αντιλαμβάνονται τη θέση στην οποία βρίσκονται, παίρνοντας για κανονικότητα τη δεινή αυτή πραγματικότητα, τον καθημερινό αγώνα επιβίωσης. Ο περίπατος του αστυνόμου μέσα στο φρικαλέο μεταπολεμικό σκηνικό «συμβολίζει την πορεία του ανθρώπου μέχρι τα όρια της αντίστασης της ίδιας του της ύπαρξης απέναντι στη φρίκη».
Παρ’ ότι το αντικείμενο του μυθιστορήματος είναι καθ’ όλα στενάχωρο, κυνικό και άδικο, το συγγραφικό ταλέντο του μυθιστοριογράφου σε παρακινεί να βιώσεις ξανά τη σκηνή που σου περιγράφει, συνδυάζοντας καλύτερα τα ερεθίσματα που σου παρουσιάζει, προκαλώντας την ενσυναίσθηση κι αλληλεπίδρασή σου με τους πρωταγωνιστές του βιβλίου του. Μέσα σε μια αφήγηση μικρής έκτασης το Σεργιάνι στο Γκιναρντό σε μεταφέρει με όλη του την ένταση, τη γλαφυρότητα αλλά και την απλότητα, στον μεταπολεμικό κόσμο της εποχής. Για’ μένα, χωμένα κάπου διάσπαρτα και αμυδρά, μπορείς να διακρίνεις σημεία μιας δειλής μεταμέλειας. Δειλής, μα διόλου αδιάφορης. Αν την ανάγεις στο πρώτο ανθάκι που βλασταίνει μέσα απ’ τη γη που’ χε προηγουμένως καεί, μπορείς να ελπίσεις κάποτε σ’ ένα δάσος.
Το «ανθάκι» που σου παρουσιάζει το Σεργιάνι στο Γκιναρντό εκφράζει νομίζω την ελπίδα που συμπορεύεται με κάθε νέα αρχή, είτε αυτή αφορά τη λήξη ενός ολόκληρου πολέμου, είτε το ξεκίνημα μιας νέας ζωής, είτε την αλλαγή μιας απλής συνήθειας. Τη γοητεία που κρύβει αυτό το «Σεργιάνι» λοιπόν, εγώ τη βρήκα κάπου ανάμεσα στη σημασία αυτού του «κάτι» μέσα στο «όλον»!
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1998, όπου και διαμένει σήμερα, έχοντας στο μεταξύ ζήσει σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Είναι φοιτήτρια του Τμήματος Ρωσικής Φιλολογίας και Σλαβικών Σπουδών στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αγαπά τις ξένες γλώσσες και τη συμμετοχή σε προγράμματα που προωθούν την εκμάθηση και διδασκαλία τους -summer schools κοκ. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με το τραγούδι, τη γυμναστική, τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία.