Του Ραφαήλ Νικόλαου Μπελενιώτη,
Ο Σπύρος Λούης υπήρξε μαραθωνοδρόμος και ολυμπιονίκης κατά την αναβίωση των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων του 1896 και θεωρείται από πολλούς εθνικός ήρωας. Γεννήθηκε στις 12 Ιανουαρίου του 1873 στο Μαρούσι της Αττικής. Έφερε την καταγωγή του από μια αγροτική και φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν νερουλάς και ο ίδιος είχε εργασθεί ως ένα διάστημα μαζί του, βοηθώντας τον στις γειτονιές, μιας και η Ελλάδα τότε δεν είχε κεντρική ύδρευση.
Το 1894 αποφασίσθηκε η προσπάθεια αναβίωσης των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων, στην Αθήνα. Ένα από τα Ολυμπιακά αθλήματα ήταν ο διαγωνισμός στον μαραθώνιο δρόμο, άθλημα που δεν είχε λάβει χώρα ποτέ μέχρι τότε. Η ιδέα άνηκε στον Γάλλο Μισέλ Μπρεάλ, ο οποίος είχε εμπνευστεί από την διαδρομή του είχε διανύσει ο Αγγελιοφόρος Φειδιππίδης, προκειμένου να ανακοινώσει την νίκη των Αθηναίων στη μάχη του Μαραθώνα.
Η ελληνική επιτροπή είχε ενθουσιαστεί με την ιδέα και αποφάσισε να διοργανώσει προκαταρκτικούς αγώνες για τους Έλληνες αθλητές που επιθυμούσαν να στελεχώσουν την αντιπροσωπεία. Ο Λούης συμμετείχε στους δεύτερους προκριματικούς αγώνες ύστερα από πίεση κοντινών ανθρώπων του. Ο Μαραθώνιος ήταν προγραμματισμένος να λάβει χώρα στις 10 Απριλίου. Ο Σπύρος Λούης κατά την εκκίνηση του αγώνα δεν κατείχε σημαντικό προβάδισμα, ενώ προηγούνταν ο Αυστραλός Έντγουϊν Φλακ που πρωτύτερα είχε πάρει μετάλλιο στα 800 και 1500 μέτρα. Ο Έλληνας αθλητής είχε αρχίσει σιγά σιγά να ελαττώνει την απόσταση που τους χώριζε και ο Αυστραλός που δεν ήταν μαθημένος σε τέτοιες μεγάλες αποστάσεις, κατέρρευσε ύστερα από μερικά χιλιόμετρα αφήνοντας το προβάδισμα στον Λούη. Παράλληλα οι θεατές ήταν τεταμένοι καθώς έφθαναν φήμες πως ο Λούης δεν έχει το προβάδισμα που αναμενόταν. Τελικά, ο Λούης κατάφερε και έτρεξε χωρίς καμία ιδιαίτερη προετοιμασία με τα μέσα που διέθετε την εποχή εκείνη και κατόρθωσε να επικρατήσει των αντιπάλων. Περί τους 80.000 θεατές, που είχαν κατακλύσει το Καλλιμάρμαρο, παραληρούσαν με τη πρωτιά του.
Φτάνοντας νικητής στον τερματισμό, τον υποδέχτηκε ο λαός, μαζί με δύο τους δύο μεγαλύτερους πρίγκιπες, τον κατοπινό διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο και τον πρίγκιπα Γεώργιο, μετέπειτα Ύπατο Αρμοστή της Κρήτης. Τον κέρναγαν κρασί, γάλα, μπύρα και άλλα δώρα. Ο Λούης έκανε συνολικά δύο ώρες, 58 λεπτά και 50 δεύτερα. Μετά το τέλος των Ολυμπιακών επέστρεψε στο χωριό του και δεν έτρεξε ξανά σε άλλη διοργάνωση. Έζησε μια ήρεμη ζωή δίχως εντάσεις, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, εργαζόμενος αρχικά ως αγρότης και ύστερα ως τοπικός αστυνομικός.
Απεβίωσε σαν σήμερα, στις 26 Μαρτίου του 1940.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1999. Είναι τελειόφοιτος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, με κατεύθυνση στην Ιστορία. Αρέσκεται στο να αποκωδικοποιεί την τρέχουσα επικαιρότητα μέσω της αρθρογραφίας.