Του Βασίλη Τρικούπη,
Η ενορχηστρωμένη από την Άγκυρα υβριδική επίθεση με όπλο την μεταναστευτική πίεση στον Έβρο φώτισε χαρακτηριστικά μια άνευ προηγουμένου προσέγγιση μεταξύ των γειτόνων μας, Βουλγαρίας και Τουρκίας. Η προσέγγιση αυτή λαμβάνει βεβαίως και σαφή προσωποπαγή χαρακτηριστικά με τον Πρωθυπουργό της Βουλγαρίας Boyko Borisov και τον Πρόεδρο της Τουρκίας Recep Tayyip Erdoğan να βρίσκονται στο επίκεντρο. Έτσι, στην εκπνοή του Φλεβάρη ο Πρωθυπουργός Borisov εξέφρασε την ανησυχία του για το ενδεχόμενο σοβαρών μεταναστευτικών πιέσεων, έλαβε όμως τηλεφωνικά τη διαβεβαίωση του Τούρκου Προέδρου πως δε θα υπήρχε “καμία άμεση απειλή προς την Βουλγαρία”, την οποία και ενίσχυσε με άμεση συνάντηση των δύο ηγετών στην Άγκυρα. Στράφηκε μάλιστα, στο βουλγαρικό λαό με εμφατικές δηλώσεις “πως μπορούν να κοιμούνται ήρεμα” συνεχίζοντας πάνω στην αντιμεταναστευτική πολιτική που ακολουθεί την οποία και κάνει σαφή διαχρονικά με τη βία σε όσους επιδιώκουν να περάσουν παράνομα τα σύνορα.
Το άμεσο αυτό κέρδος για τον κρατικό μηχανισμό της Βουλγαρίας αλλά και την ίδια την πολιτική θέση του κυρίου Borisov μπορεί να αναγνωστεί ιδιαίτερα μέσα από το πρίσμα της στάσης του απέναντι στην Τουρκία μετά από την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος το 2016, τηρώντας θετική στάση σε όλα τα αιτήματα Erdoğan, παραδίδοντας παράνομα, μάλιστα, στις τουρκικές αρχές δύο επιχειρηματίες και άλλα έξι άτομα που κατηγορούνταν ως υποστηρικτές του Fethullah Gülen. Την προσέγγιση ανάμεσα στις δύο χώρες και μάλιστα την απομάκρυνση από την Ελλάδα και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς το τελευταίο διάστημα, επιβεβαιώνουν και οι δηλώσεις του Αντιπροέδρου της βουλγαρικής Κυβέρνησης και Υπουργού Αμύνης, Krasimir Donchev Karakachanov, ο οποίος προ δεκαπενθήμερου εξέφρασε την έντονη δυσαρέσκεια της Σόφιας στην πρόθεση της ελληνικής Κυβέρνησης να ιδρύσει κλειστό κέντρο κράτησης μεταναστών στα βόρεια των Σερρών κοντά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα χαρακτηρίζοντας την ιδέα “παράλογη” και όχι πράξη καλής γειτονίας, κάνοντας σαφή την πρόθεσή του να κάνει χρήση του στρατού για την αποφυγή ενός νέου μεταναστευτικού κύματος.
O ίδιος αξιωματούχος, όμως, λίγες μέρες πριν προέβη και σε σκληρή αντιευρωπαϊκή ρητορική κατηγορώντας την Ένωση πως δεν προσέφερε καμία βοήθεια στη χώρα του για την διαχείριση της υγειονομικής κρίσης του κορωνοϊού, ενώ αντίθετα βοήθησαν χώρες όπως η Κίνα, το Βιετνάμ, η Ινδία και η Τουρκία ευχαριστώντας μάλιστα, την τελευταία για ένα συναφθέν συμβόλαιο αγοράς μασκών και προστατευτικών ενδυμάτων. Τόνισε κιόλας πως η ακριβή ευρωπαϊκή γραφειοκρατία δουλεύοντας προς το συμφέρον συγκεκριμένων κύκλων καταστρέφει τα έθνη κράτη που μόνο αυτά μπορούν να δουλέψουν για το συμφέρον των πολιτών. Μία επιφανειακή προσέγγιση των εξελίξεων, θα μπορούσε να αποδώσει τον προσανατολισμό προς ανατολάς της κυβέρνησης Borisov στις μακρόχρονες καλές σχέσεις και την πολιτική σύγκλιση με τον Erdoğan ήδη από την εποχή κατά την οποία αμφότεροι καταλάμβαναν το αξίωμα των Δημάρχων Σόφιας και Κωνσταντινούπολης, αντίστοιχα.
Ωστόσο, από μια πολύπλευρη σκοπιά θα μπορούσε να ειπωθεί πως ο Πρωθυπουργός Borisov δύναται να απολαύσει εσωτερικά πολιτικά οφέλη από την αποσόβηση του κινδύνου μιας μεταναστευτικής κρίσης απέναντι σε ένα εκλογικό σώμα που βιώνει σημαντικές βιοποριστικές προκλήσεις και χαμηλό επίπεδο διαβίωσης σε μεγάλο ποσοστό, πάρα το “οικονομικό θαύμα” που βιώνει τις τελευταίες δεκαετίες η χώρα. Στο ίδιο μήκος κύματος βέβαια, μια ακόμα ανοιχτή πόρτα συνεργασίας οικονομικής και διπλωματικής για την κυβέρνηση Borisov, με την Τουρκία των 80, πλέον, εκατομμυρίων μπορεί να αποδειχθεί ιδιαιτέρως επωφελής εναλλακτική δεδομένων και των διαρθρωτικών και ταυτοτικών κρίσεων από τις οποίες νοσεί η Γηραιά Ήπειρος. Επομένως, η αναγωγή των καλών σχέσεων της Βουλγαρίας με την Τουρκία σε κορυφαία προτεραιότητα εξωτερικής πολιτικής αποτελεί ορθολογική επιλογή.
Με βάση αυτό το πόρισμα ακόμα, μπορεί να ερμηνευτεί και η φιλοδοξία του κυρίου Borisov να αναδειχθεί διαμεσολαβητής στη συνάντηση της Βάρνας ανάμεσα στους Ευρωπαίους ηγέτες και την τουρκική πλευρά, κατά τη βουλγαρική προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου το πρώτο εξάμηνο του 2018, ως πρώτης τάξεως ευκαιρία για αναβάθμιση του ρόλου της Βουλγαρίας στην περιοχή. Ωστόσο, οι χειραψίες και τα τυπικά φληναφήματα, μάλλον προορίζονταν για εσωτερική χρήση, καθώς η συνάντηση δεν απέδωσε ιδιαίτερους καρπούς για τις σχέσεις των δύο πλευρών. Αλλά και πιο πρόσφατα, η επιδίωξη του κυρίου Borisov να φέρει στο ίδιο τραπέζι τους κυρίους Erdoğan και Μητσοτάκη στο πλαίσιο της κρίσης στον Έβρο απέτυχε με κάθετη άρνηση Erdoğan, κατόπιν της διαρροής είδησης πως υπήρξαν θάνατοι μεταναστών από την Ελληνική Αστυνομία κατά την απόπειρά τους για είσοδο στη χώρα, είδηση που η ελληνική πλευρά απέρριψε από την πρώτη στιγμή ως fake news.
Επομένως, εύκολα μπορεί να εξαχθεί εκ των ανωτέρω πως η βουλγαρική κυβέρνηση κινείται στο πλαίσιο των πολιτικών υπολογισμών της κυβέρνησης Erdoğan και των ορίων που αυτή θέτει, ενώ οποιαδήποτε κίνηση διαμεσολάβησης πάντα φέρει χαρακτηριστικά εξάρτησης της βουλγαρικής πλευράς από τον ισχυρότερο εταίρο. Άλλωστε, για τη διαμεσολάβηση, η Βουλγαρία ουδέποτε απέκτησε από την Ένωση επίσημη εντολή, παρά μόνο ανεπίσημο πρακτικό ρόλο, ενώ για τα κρίσιμα ζητήματα ο κύριος Erdoğan απευθύνεται άμεσα στους καθοριστικής σημασίας ηγέτες των κρατών της Ένωσης, παρακάμπτοντας τον βουλγαρικό παράγοντα. Ο κύριος Borisov, καταληκτικά, προσεγγίζει επικοινωνιακώς την τουρκική ηγεσία υπερφιλόδοξα, επιδιώκοντας βραχυπρόθεσμα πολιτικά οφέλη, που η γεωγραφική και οικονομική της θέση επιτρέπει, αδυνατώντας, ωστόσο, να διαμορφώσει καθοριστικά την ατζέντα για την εξέλιξη των σχέσεων ανάμεσα στη χώρα του και τη γείτονα Τουρκία. Οι σχέσεις αυτές, αδιαμφισβήτητα χαρακτηρίζονται, άλλωστε, με όρους ξεκάθαρης ανισορροπίας ισχύος οικονομικής, διπλωματικής και στρατιωτικής χρησιμοποιώντας ορολογία της ρεαλιστικής παράδοσης στις Διεθνείς Σχέσεις.