7.7 C
Athens
Δευτέρα, 25 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΗ απόκρυψη των αρχαιοτήτων κατά τη διάρκεια της κατοχής (Μέρος Α')

Η απόκρυψη των αρχαιοτήτων κατά τη διάρκεια της κατοχής (Μέρος Α’)


Του Παναγιώτη Τσελέκη,

Η έκρηξη του πολέμου την 28η Οκτωβρίου 1940 βρήκε τα αρχαιολογικά μουσεία της Ελλάδας σε λειτουργία και χωρίς να έχει γίνει κάποια απόκρυψη αρχαίων ή να έχουν ληφθεί κάποια μέτρα προστασίας τους. Οι ιταλικές αεροπορικές επιδρομές σε αστικά κέντρα κατά τις πρώτες ημέρες του πολέμου είχαν φαίνεται ως αποτέλεσμα τη συνειδητοποίηση των από αέρος κινδύνων για τα αρχαία των ελληνικών μουσείων και στις 11 Νοεμβρίου 1940 η Διεύθυνση Αρχαιολογίας, η οποία τότε υπαγόταν στο Υπουργείο Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, απέστειλε εγκύκλιο υπογραφομένη από τον Υφυπουργό Νικόλαο Σπέντζα (1905-1959) στις αρχαιολογικές εφορείες και τα μουσεία με θέμα «Γενικαί τεχνικαί οδηγίαι διά την προστασίαν των αρχαίων των διαφόρων μουσείων από τους εναερίους κινδύνους».

Με βάση, λοιπόν, τις οδηγίες του εγγράφου αυτού, προβλέπονταν δύο τρόποι ασφάλισης των ογκωδών και μη μετακινήσιμων εκθεμάτων. Ο πρώτος ήταν «διά της περικαλύψεως του αγάλματος διά γαιοσάκκων, αφ’ ου προηγουμένως τούτο περιβληθή δι’ ενός ξυλίνου ικριώματος επενδεδυμένου διά σανίδων ως το υπόδειγμα» και ο δεύτερος που προκρίθηκε ως αποτελεσματικότερος με την κατάχωση των αγαλμάτων εντός του δαπέδου της αίθουσας ή στην αυλή του μουσείου ή σε περιφραγμένες αυλές και υπόγεια δημόσιων ιδρυμάτων. Η μέθοδος της κατάχωσης, μάλιστα, δινόταν με κάθε λεπτομέρεια. Τα αγάλματα έπρεπε να αποτεθούν στον πυθμένα του ορύγματος που ήταν επενδεδυμένο με οπλισμένο σκυρόδεμα σε οριζόντια θέση (σαν νεκρά σώματα σε τάφο), να καλυφθούν με αδρανή υλικά και το όρυγμα να σφραγιστεί με πλάκα τσιμέντου.

Σύμφωνα με τις οδηγίες, το ίδιο με τα αγάλματα προβλεπόταν και για τα μαρμάρινα και λίθινα αντικείμενα τα οποία ήταν άρτια και μπορούσαν να θαφτούν ολόκληρα χωρίς φόβο κατακερματισμού. Διαφορετική διαδικασία έπρεπε να ακολουθηθεί για τα μαρμάρινα αντικείμενα που είχαν αλλοιώσεις και συγκολλήσεις. Αυτά θα έπρεπε να τυλιχθούν με χαρτί αρχικά και ύστερα με ένα παχύ στρώμα γύψου. Μέσα στον γύψο έπρεπε να τοποθετηθούν σιδερένιες βέργες για να ενώνεται το αντικείμενο με τη βάση του λάκκου. Ύστερα από την τοποθέτηση στους λάκκους καλύπτονταν με κοσκινισμένο χώμα.

Τα χρυσά αντικείμενα ήταν υποχρεωτικό να κατατεθούν στα θησαυροφυλάκια των κοντινότερων σε κάθε μουσείο τραπεζών. Για τα χάλκινα προβλεπόταν το τύλιγμά τους με βαμβάκι και ξυλοβάμβακα και η φύλαξή τους εντός καθαρών κιβωτίων επενδεδυμένων με κηρόχαρτο ή κηρόπανο ή πισσόχαρτο για τον φόβο της υγρασίας. Ο πυθμένας των κιβωτίων έπρεπε να είναι επιστρωμένος με ροκανίδια ή άχυρα ή χόρτα τυλιγμένα σε χαρτί. Τα μικρού μεγέθους πήλινα αντικείμενα θα φυλάσσονταν σε ξύλινα κιβώτια τυλιγμένα με σιγαρόχαρτο, ενώ τα μεγάλου μεγέθους θα θάβονταν όπως τα αγάλματα. Όλα τα κιβώτια θα βρίσκονταν στο υπόγειο ή το ισόγειο των μουσείων σκεπασμένα από σάκους άμμου ή χώματος.

Η Επιτροπή κάθε μουσείου ήταν υπεύθυνη για την καλή σφράγιση των κιβωτίων, την αρίθμησή τους και την καταγραφή του περιεχομένου τους. Κάθε κιβώτιο έπρεπε υποχρεωτικά να συνοδεύεται από τον κατάλογο του περιεχομένου του. Κάθε αντικείμενο το οποίο θα είχε κατατεθεί στην τράπεζα, κρυφτεί ή θαφτεί, απαραίτητα περιλαμβανόταν στον λεπτομερή κατάλογο της Επιτροπής. Στον κατάλογο αυτόν, η Επιτροπή έπρεπε να γράφει για καθετί: α) τον αριθμό ευρετηρίου του, β) την περιγραφή του, γ) την ύλη του και δ) τις διαστάσεις του. Ο κατάλογος αφού είχε υπογραφεί από τον Πρόεδρο και όλα τα μέλη της Επιτροπής, έπρεπε να αναπαραχθεί σε τέσσερα (4) αντίτυπα και να δοθεί στον Πρόεδρο της Επιτροπής, στα αρχεία του μουσείου, στην Αρχαιολογική Εταιρεία και στο Υπουργείο Παιδείας.

Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο σήμανε συναγερμός. Με υπουργική απόφαση συστάθηκε η Επιτροπή Απόκρυψης και Ασφάλισης των εκθεμάτων του, με επικεφαλής τρεις Αρεοπαγίτες και μέλη τον γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας Γεώργιο Οικονόμο, τον προσωρινό διευθυντή του μουσείου Αναστάσιο Ορλάνδο, τον καθηγητή Σπυρίδωνα Μαρινάτο, τους εφόρους Γιάννη Μηλιάδη και Σέμνη Καρούζου, την επιμελήτρια Ιωάννα Κωνσταντίνου και ορισμένους μηχανικούς και αρχιτέκτονες του υπουργείου. Στην ομάδα προστέθηκαν και εθελοντές, όπως ο διευθυντής του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Otto Walter, ο Βρετανός αρχαιολόγος Alan Wace και o ακαδημαϊκός Σπύρος Ιακωβίδης που ήταν τότε πρωτοετής φοιτητής Αρχαιολογίας. «Πολύ πρωί, πριν να δύσει η σελήνη, συγκεντρώνονταν στο μουσείο όσοι είχαν αναλάβει την εργασία τούτη. Νύχτα έφευγαν το βράδυ για να πάνε στα σπίτια τους» γράφει χαρακτηριστικά η Σέμνη Καρούζου. Η φύλαξη των γλυπτών γινόταν ανάλογα με το μέγεθος και τη σημασία του καθενός. Τα μεγαλύτερα από αυτά παρατάσσονταν όρθια σε βαθιά ορύγματα που είχαν ανοιχτεί στα δάπεδα των βόρειων αιθουσών του μουσείου, το οποίο ήταν άλλωστε θεμελιωμένο πάνω στον μαλακό βράχο. Για την κάθοδο των αγαλμάτων στα ορύγματα χρησιμοποιήθηκαν αυτοσχέδιοι ξύλινοι γερανοί τους οποίους χειρίζονταν αδιάκοπα οι τεχνίτες του μουσείου. Τα ορύγματα που έμοιαζαν με πολυάνδρια δηλαδή με ομαδικούς τάφους, συγκέντρωσαν ένα σαστισμένο πλήθος μορφών, σαν αυτό που εικονίζεται στην πιο πολύτιμη από τις φωτογραφίες του ομώνυμου αρχείου του μουσείου. Ανάμεσα στις μορφές των αγαλμάτων που στέκονται αμήχανα στον νέο τους τάφο, βρίσκεται κι ένας από τους ανώνυμους πρωταγωνιστές του Έπους της Απόκρυψης. Ένας τεχνίτης του μουσείου που κοιτά αφηρημένα τον φακό. Κι έτσι όπως συμμερίζεται την αβέβαιη μοίρα των ημερών, καταλήγει να μην ξεχωρίζει από το πλήθος τριγύρω. «Αν καμιά ζημιά δεν έγινε στα μάρμαρα παρ’ όλες αυτές τις μετακινήσεις, οφείλεται τούτο κυριότατα στο ότι προϊστάμενος του συνεργείου των εργατών ήταν τότε έως και στα πρώτα χρόνια ύστερα από τον πόλεμο ο παλαιός, έμπειρος και αφοσιωμένος γλύπτης των ελληνικών μουσείων Ανδρέας Παναγιωτάκης» αφηγείται η Σέμνη Καρούζου.

Τον Οκτώβριο του 1940 όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, μόλις είχα εγγραφεί στο πανεπιστήμιο πρωτοετής φοιτητής» θυμάται σε συνέντευξή του ο ακαδημαϊκός Σπύρος Ιακωβίδης. «Η απόκρυψη είχε ήδη αρχίσει κι εγώ προσέφερα την εθελοντική μου εργασία. Με έβαλαν σε μία από τις αποθήκες, όπου υπήρχαν τεράστια κασόνια. Η δουλειά μου ήταν να τυλίγω ταναγραίες σε παλιές εφημερίδες και με μεγάλη προσοχή να τις τοποθετώ στα κασόνια. Μετά τη δουλειά συνέχιζε η ειδική επιτροπή που είχε συσταθεί. Όλοι δουλεύαμε ενάντια στον χρόνο με τον φόβο της εισβολής των Γερμανών και βέβαια με τεράστια προσοχή. Οι ταναγραίες τυλίγονταν εύκολα. Όμως, τα αγγεία έσπαγαν ακόμα πιο εύκολα… Η δουλειά γινόταν στα υπόγεια του μουσείου. Τα αγάλματα τοποθετούνταν σαν άνθρωποι σε διαδήλωση. Στη συνέχεια χυνόταν πάνω τους άμμος που ξεχώριζε το ένα από το άλλο και τα σκέπαζε και από πάνω έπεφτε πλάκα τσιμέντο. Τα παράθυρα των υπόγειων χώρων τα φράζανε με τσουβάλια από άμμο. Με αυτόν τον τρόπο δε μπορούσαν να πάθουν τίποτε από αεροπορική επιδρομή».

Τα ξύλινα κιβώτια με τα πήλινα αγγεία και τα ειδώλια, καθώς και με τα χάλκινα έργα τοποθετούνταν στις ημιυπόγειες αποθήκες της επέκτασης του μουσείου, που είχε μόλις ολοκληρωθεί προς την οδό Μπουμπουλίνας. Μετά τη συμπλήρωση των χώρων, τα δωμάτια γεμίζονταν μέχρι την οροφή με στεγνή άμμο, προκειμένου να αντέξουν τη διάρρηξη της τσιμεντένιας πλάκας της οροφής τους από ενδεχόμενο βομβαρδισμό. Ένα στιγμιότυπο αυτής της εργασίας του εγκιβωτισμού αποτυπώθηκε σε μία ξεχωριστή φωτογραφία, τη μόνη που εικονίζει τους τεχνίτες του μουσείου σε μια στιγμή ανάπαυλας να κοιτούν ανέκφραστοι τον φακό, ανθρώπους που αναρωτιέται κανείς για την τύχη τους τους σκληρούς μήνες της αθηναϊκής Κατοχής. Η Σέμνη Καρούζου διέσωσε το όνομα ενός από αυτούς: «Σε όλη την εργασία του ξεριζώματος και του εγκιβωτισμού των αρχαίων της Συλλογής Αγγείων και Μικροτεχνημάτων πρωτοστατούσε ο μακαρίτης αρχιτεχνίτης Γεώργιος Κοντογιώργης, ένας από τους τεχνίτες που τόσα προσέφεραν και προσφέρουν στην ανάδειξη και την ασφάλεια των αρχαίων».

Ταυτόχρονα με τα αρχαία εγκιβωτίστηκαν και οι πολύτιμοι κατάλογοι του μουσείου, δηλαδή τα βιβλία καταγραφής και τεκμηρίωσης των αρχαιοτήτων του. Τα κιβώτια αυτά παραδόθηκαν στον γενικό ταμία της Τράπεζας της Ελλάδος στις 29 Νοεμβρίου 1940. Στις 17 Απριλίου 1941 στο κεντρικό κατάστημα της ίδιας τράπεζας υπογράφηκε το πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής των ξύλινων κιβωτίων με τα χρυσά και με τα άλλα πολύτιμα ευρήματα των Μυκηνών. Ήταν η πράξη του τέλους μιας εξάμηνης επιχείρησης που πέτυχε να ασφαλίσει τον αμύθητο πλούτο του μεγαλύτερου μουσείου της χώρας.

Τα χάλκινα μεγάλα αγάλματα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου συσκευάστηκαν το καθένα ειδικά με περιτυλίγματα, πισσόχαρτα και τοποθετήθηκαν σε κιβώτια, όπως η κεραμική και τα αντικείμενα μικροτεχνίας τα οποία φυλάχτηκαν στα υπόγεια της νέας πτέρυγας, ενώ τα πολύτιμα χρυσά στο θησαυροφυλάκιο της Τραπέζης της Ελλάδος. Εκεί παραδόθηκαν και τα ευρήματα της ανασκαφής των Δελφών του 1939, ελεφάντινα και χρυσά κ.ά. Τα γλυπτά ασφαλίστηκαν στα υπόγεια της νέας πτέρυγας του μουσείου. Τριάντα πέντε κιβώτια φυλάχτηκαν στο σπήλαιο της Εννεακρούνου και άλλα είκοσι δύο στις φυλακές του Σωκράτους. Τα πολύ μεγάλα αγάλματα και ανάγλυφα τάφηκαν σε τάφρους, που ανοίχτηκαν στις ίδιες αίθουσες στις οποίες ήταν εκτεθειμένα, όπως η Θέμις του Χαιρεστράτου, το ανάγλυφο της Ελευσίνος, ο κούρος των Μεγάρων, ο Ερμής της Άνδρου, η ιέρεια Αριστονόη του Ραμνούντος, οι κούροι του Σουνίου.

Η μεγάλη εποποιία της απόκρυψης διατρέχει όλη την Ελλάδα από τους Δελφούς και την Ολυμπία μέχρι τη Θεσσαλονίκη, τη Σπάρτη και τα ελληνικά νησιά. Και βέβαια στην Ακρόπολη, στο Μουσείο Κεραμεικού, στο Βυζαντινό Μουσείο. Ανά μουσείο, είχαν συσταθεί επιτροπές απόκρυψης στις οποίες συμμετείχαν δικαστικοί, πανεπιστημιακοί και δημόσιοι λειτουργοί, με επικεφαλής κάποιον αρχαιολόγο. Η μεγαλύτερη επιχείρηση πραγματοποιήθηκε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Από τους σημαντικότερους πρωταγωνιστές του έργου ήταν οι αρχαιολόγοι Χρήστος και Σέμνη Καρούζου, ο Γιάννης Μηλιάδης και ο Αντώνης Κεραμόπουλος.

Η διαδικασία που ακολουθήθηκε σχεδόν σε όλα τα μουσεία ήταν η εξής: έσπαγαν την πλάκα του δαπέδου, έσκαβαν ένα μεγάλο υπόγειο δωμάτιο, τοποθετούσαν μέσα τα αγάλματα, τα σκέπαζαν με άμμο κι έριχναν από πάνω νέα πλάκα μπετόν που τη σκέπαζαν με πλακάκια. Ωστόσο, υπήρχαν και φυσικές κρύπτες, σπηλιές στον βράχο της Ακρόπολης, τους λεγόμενους «υπονόμους» και στον λόφο του Φιλοπάππου. Στους Δελφούς άνοιξαν λάκκους έξω από το μουσείο, ενώ έκρυψαν αρχαία και στο λεγόμενο Μακεδονικό Τάφο και στη συνέχεια τον έκλεισαν με τσιμέντο. Όσο για τα χρυσά του Αρχαιολογικού Μουσείου, τα έκρυψαν στα υπόγεια του θησαυροφυλακίου της Τράπεζας της Ελλάδας.


Βιβλιογραφία


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Παναγιώτης Τσελέκης
Παναγιώτης Τσελέκης
Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Καλαμάτα. Αποφοίτησε το 2018 από το Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Είναι μεταπτυχιακός φοιτητής του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών με τίτλο «Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία: Νέες θεωρήσεις και προοπτικές, ενώ παράλληλα ολοκληρώνει και το δεύτερο πτυχίο του σε προπτυχιακό επίπεδο στο Τμήμα Πολιτικών επιστημών και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Έχει συμμετάσχει σε πλήθος σεμιναρίων, ημερίδων και συνεδρίων με θέματα που άπτονται του ενδιαφέροντός του.