13.7 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤο Ειδικό Δικαστήριο του 86Σ και η ποινική ευθύνη των Υπουργών

Το Ειδικό Δικαστήριο του 86Σ και η ποινική ευθύνη των Υπουργών


Της Συμέλας Θεοδοσιάδου,

Αποτελεί γενική ομολογία, που συνάγεται κατά τρόπο αυταπόδεικτο, ότι το ελληνικό Κοινοβούλιο και η Κυβέρνηση συνδέονται με μια άρρηκτη σχέση, που χαλυβδώνεται από το Σύνταγμα εν γένει. Τούτο δε, διαφαίνεται μέσα από θεμελιώδεις συνταγματικές διαδικασίες, όπως είναι τα άρθρα 41§1 εδ.α Συντάγματος (εφεξής «Σ»), 38§1 εδ.γ Σ και 37§3 εδ.γ. Σ αναφορικά με την αιτιώδη και αναιτιώδη διάλυση της Βουλής με κυβερνητική πρωτοβουλία ή αυτήν του άρθρου 84Σ, δηλαδή την ψήφο εμπιστοσύνης που παρέχει η Βουλή στην Κυβέρνηση, προκειμένου η δεύτερη να προχωρήσει στη διαχείριση της διακυβέρνησης της χώρας (έχουν αναλυθεί εκτενώς στα αντίστοιχα προηγούμενα άρθρα). Η εκτελεστική εξουσία εξαρτά την ύπαρξη και τα όριά της από τη νομοθετική εξουσία και το αντίστροφο γενικότερα, ήτοι Κυβέρνηση και Βουλή συμπλέκονται κατά τρόπο αλληλεξάρτησης, αλληλοπεριορισμού, αλληλοελέγχου και ειδικότερα, εξισορρόπησης του έργου τους.

Μία ακόμα πτυχή της σχέσης των δύο εξουσιών, από την οποία απορρέει το βάθος της αλληλεξάρτησής τους, αποτελεί η «ευθύνη των Υπουργών», η οποία διακρίνεται σε πολιτική και νομική. Η δεύτερη νοείται υπό διττή υπόσταση: αστική και ποινική. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η τελευταία κατά σειρά προαναφερθείσα, για τον πρωταρχικό λόγο ότι παρεκκλίνει από τις συνήθεις ποινικές διαδικασίες, αναπτύσσοντας ένα ιδιόμορφο καθεστώς, όπως θα αναπτυχθεί στη συνέχεια. Κατοχυρώνεται συνταγματικά στο άρθρο 86Σ -αναθεωρημένο πλέον–,  καθώς προβλέπεται και διαδικαστικά στο κεφάλαιο ΣΤ’ του Κανονισμού της Βουλής (εφεξής «ΚτΒ»), δηλαδή στα άρθρα 153-159 ΚτΒ. Υπάρχουν, επίσης, ο ειδικός  Ν. 3126/2003 «Ποινική Ευθύνη των Υπουργών» και ο εκτελεστικός Ν. 265/1976 «Περί της ευθύνης του Προέδρου της Δημοκρατίας», οι οποίοι ορίζουν τα σχετικά με την ποινική ευθύνη των προσώπων αυτών ζητήματα.

Η ποινική δίωξη ασκείται καταρχάς βάσει του 86§1Σ : «…κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως νόμος ορίζει. Απαγορεύεται η θέσπιση ιδιώνυμων υπουργικών αδικημάτων.» Επομένως, δεν είναι η ποινικά κολάσιμη πράξη αυτή που καθορίζει την ιδιαιτερότητα του ειδικού αυτού εκ του Συντάγματος καθεστώτος, καθώς αφορά γνωστά αδικήματα του ποινικού δικαίου. Το κρίσιμο είναι το πρόσωπο να τελεί το αδίκημα δια πράξεως ή παραλείψεώς κατά την άσκηση των κυβερνητικών καθηκόντων του και όχι απλώς κατά το χρόνο που κατείχε τη συγκεκριμένη υπουργική ιδιότητα. Όσον αφορά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ποινική δίωξη κατά αυτού μπορεί να ασκηθεί αντιστοίχως δυνάμει του άρθρου 49§1 Σ μόνο για «…εσχάτη προδοσία ή παραβίαση, με πρόθεση, του Συντάγματος.», ενώ σε περίπτωση που παραπεμφθεί σε δίκη, βάσει του 49§3Σ «…ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παραπέμπεται στο δικαστήριο του άρθρου 86 οι σχετικές μ’ αυτό διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση αυτή.».

Για να φτάσει η υπόθεση ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 86Σ και να εκδικαστεί από αυτό, προηγούνται ως γνωστόν κάποιες ποινικές δικονομικές διαδικασίες, οι οποίες στην προκειμένη περίπτωση που εξετάζεται διαφέρουν σε ορισμένα ουσιώδη σημεία από τις συνήθεις. Πιο συγκεκριμένα, αναφορικά με τα πρόσωπα, νυν ή πρώην του κυβερνητικού σχηματισμού, προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη ή όχι, απαιτείται η ακόλουθη σχηματικά διαδικασία που εκμαιεύεται από το άρθρο 86§3Σ και 154ΚτΒ ως εξής:

  1. πρόταση κατατιθέμενη από 30 κατ’ελάχιστο αριθμό βουλευτές για την άσκηση της ποινικής δίωξης,
  2. απόφαση της Βουλής με πλειοψηφία 151 τουλάχιστον βουλευτών υπέρ της σύστασης ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής, για να διενεργήσει η επιτροπή αυτή την προκαταρκτική εξέταση,
  3. εισαγωγή του πορίσματος της προαναφερθείσας προκαταρκτικής εξέτασης στην Ολομέλεια του Κοινοβουλίου και τέλος
  4. απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, επί τη βάσει του άνωθεν πορίσματος σχετικά με την άσκηση ή μη της ποινικής δίωξης, με απαιτούμενη την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, ήτοι τουλάχιστον 151 ψήφοι υπέρ ή κατά.

Η απόφαση για την ποινική δίωξη κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας λαμβάνεται δυνάμει του 49§2Σ και 159ΚτΒ ως εξής:

  1. πρόταση κατηγορίας υπογεγραμμένη από τουλάχιστον 100 βουλευτές
  2. απόφαση της Βουλής που κάνει δεκτή την πρόταση της κατηγορίας με πλειοψηφία τουλάχιστον 200 βουλευτών.

Βάσει, επομένως, του άρθρου 86§4Σ, συγκροτείται Ειδικό Δικαστήριο (αδόκιμα γνωστό κι ως «Υπουργοδικείο») το οποίο είναι αρμόδιο να εκδικάσει τις σχετικές υποθέσεις. Συντίθεται από 13 συνολικά δικαστές, εκ των οποίων οι 7 αποτελούν μέλη του Αρείου Πάγου (εφεξής «ΑΠ») και οι εναπομείναντες 6 του Συμβουλίου της Επικρατείας (εφεξής «ΣτΕ»). Όπως ρητά αναφέρεται στο εδάφιο γ’ του 86§4Σ: «Του Ειδικού Δικαστηρίου προεδρεύει ο ανώτερος σε βαθμό από τα μέλη του Αρείου Πάγου που κληρώθηκαν και μεταξύ ομοιόβαθμων ο αρχαιότερος.». Η ρύθμιση αυτή έχει ως βάση ότι ο δικαστής που προέρχεται από τον Άρειο Πάγο έχει κατά τεκμήριο βαθύτερη γνώση κι εξοικείωση με το ποινικό δίκαιο και τις διαδικασίες απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, επομένως φέρει περισσότερα εχέγγυα για την ορθή προεδρεία της δικαστικής σύνθεσης και τη δικαστική πορεία της ποινικής υποθέσεως. Εντούτοις, δημιουργείται ένα παράδοξο που δεν περνά απαρατήρητο: είναι δυνατόν στη δικαστική αυτή σύνθεση να βρίσκεται ο Πρόεδρος του ΣτΕ, ως απλό μέλος της, ενώ παράλληλα θα προεδρεύει ένας συγκριτικά πιο χαμηλόβαθμος δικαστής εν απουσία του Προέδρου του ΑΠ. Το Ειδικό Δικαστήριο αποφαίνεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, δηλαδή εκδίδει απόφαση τελεσίδικη και αμετάκλητη, η οποία δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, εξουσία που πηγάζει και από τον εκ του Συντάγματος χαρακτηρισμό ως ανώτατο δικαστήριο.

Επιπροσθέτως, ρητώς ορίζονται εκ του Συντάγματος και τα υπόλοιπα δικαστικά πρόσωπα και δικαστικά όργανα, τα οποία σχηματικώς είναι:

  • Δικαστικό Συμβούλιο: πενταμελές με 2 μέλη εκ του ΣτΕ και 3 εκ του ΑΠ, το οποίο αποφαίνεται με την έκδοση βουλεύματος. Τα μέλη του δεν μπορούν να είναι και μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου. Με αμετάκλητο παραπεμπτικό βούλευμα εισάγει την υπόθεση προς εκδίκαση στο Ειδικό Δικαστήριο.
  • Ανακριτής: δικαστής που προέρχεται από τον ΑΠ και ορίζεται κατόπιν απόφασης του Δικαστικού Συμβουλίου.
  • Εισαγγελέας: τα εισαγγελικά καθήκοντα ασκούνται από μέλος της Εισαγγελίας του ΑΠ μετά από κλήρωση αυτού κι ενός ακόμα μέλους ως αναπληρωτή του.

Ενόσω φαίνεται ότι οι προδικαστικές πράξεις που διενεργούνται εως την παραπομπή της υποθέσεως με σχετικό βούλευμα ενώπιον του ακροατηρίου του Ειδικού Δικαστηρίου ακολουθούν τη συνήθη ποινική δικονομία, η διάταξη του 86§2Σ τις διαφοροποιεί, θέτοντας τη Βουλή ως το όργανο εκείνο που επιτηρεί καθ’ολοκληρίαν κάθε πράξη οποιουδήποτε δικαστικού προσώπου. Αυτό γίνεται αποδεκτό από τη σαφήνεια και ενδελέχεια του συνταγματικού κειμένου: «Δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση κατά των προσώπων και για τα αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν επιτρέπεται χωρίς προηγούμενη απόφαση της Βουλής κατά την παράγραφο 3. Αν στο πλαίσιο άλλης ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής εξέτασης ή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με τα πρόσωπα και τα αδικήματα της προηγούμενης παραγράφου, αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση.».

Ο κομβικός ρόλος της Βουλής διαφαίνεται όχι μόνο από την εξέταση κάθε προδικαστικής πράξης και την έγκριση αυτών, αλλά και από το ότι μπορεί «…οποτεδήποτε να ανακαλεί την απόφασή της ή να αναστέλλει τη δίωξη, την προδικασία ή την κύρια διαδικασία.». Ωστόσο, για να προβεί η Βουλή σε κάποια από αυτές τις ενέργειες, απαιτείται η συνδρομή απόλυτης πλειοψηφίας του συνολικού αριθμού των βουλευτών, δηλαδή τουλάχιστον 151 ψήφοι.

Τελευταία σημαντική παρατήρηση αναφορικά με την ποινική υπουργική ευθύνη είναι ότι μετά τη συντελεσθείσα αναθεώρηση, που ολοκληρώθηκε με το Ψήφισμα της 25ης  Νοεμβρίου 2019 της Θ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων καταργήθηκε η αποσβεστική προθεσμία για την άσκηση την αποκλειστικής αρμοδιότητας της Βουλής να ασκήσει ποινική δίωξη με 274 «υπέρ» κανένα «κατά» και 11 «παρών. Η προσφάτως καταργηθείσα προθεσμία είχε ως αφετηριακό χρονικό σημείο την τέλεση του αδικήματος και υφίστατο μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της επόμενης βουλευτικής περιόδου.Εν κατακλείδι, η διαδικασία της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης γίνεται φανερό πως κατά παρέκκλιση ακολουθεί μία διαδικασία κατοχυρωμένη στο Σύνταγμα λεπτομερειακή και εκτενώς διατυπωμένη ως προς τις δικονομικές ρυθμίσεις, όταν έχει ως κατηγορούμενο ένα τέτοιο πρόσωπο. Δεν έχει ως σκοπό να δημιουργήσει μία ανισότητα στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης ένεκα της ιδιότητας του κατηγορουμένου ως μέλους του κυβερνητικού σχηματισμού ή ως κατέχοντος του αξιώματος του ΠτΔ, αλλά οι ειδικές αυτές διατάξεις λειτουργούν  -κατά το δυνατόν- ως θεσμικές δικλείδες της ανεμπόδιστης ενάσκησης των κυβερνητικών καθηκόντων, ασφαλίζοντας το κυβερνητικό σώμα από διώξεις πολιτικής σκοπιμότητας που θα έβλαπταν την κυβερνητική σταθερότητα. Γι’ αυτόν ακριβώς, το λόγο η Βουλή βρίσκεται σε ρόλο επιτηρητή των πράξεων και σε θέση να μπορεί να παρεμβαίνει αποτελεσματικά και καθοριστικά για την έκβαση της υπόθεσης. Η τελευταία σχετική υπόθεση που αφορά εκδίκαση υπόθεσης από το Ειδικό Δικαστήριο για ποινική ευθύνη μέλους της κυβέρνησης, είναι αυτή του πρώην Υπουργού Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου, ενώ συχνά, η ποινική ευθύνη των κυβερνώντων προσώπων καθίσταται σημείο αναφοράς της πολιτικής επικαιρότητας.


Πηγές

Συμέλα Θεοδοσιάδου

Γεννηθείσα το 1996, είναι επί πτυχίω φοιτήτρια στο Τμήμα Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Από ξένες γλώσσες, κατέχει άριστη γνώση της αγγλικής. Έχει παρακολουθήσει ημερίδες και συζητήσεις με νομικό περιεχόμενο. Μέσα από την αρθρογραφία, ευελπιστεί ότι θα κατανοήσει, διευρύνει κι ερευνήσει περαιτέρω το αντικείμενο σπουδών της. Στον ελεύθερό της χρόνο, ανάμεσα στις ασχολίες της, ξεχωρίζει τη δραστηριοποίησή της ως ενεργού μέλους φοιτητικού πολιτιστικού συλλόγου της Θεσσαλονίκης. Συμμετέχει στο εγχείρημα του OffLine Post αρθρογραφώντας κυρίως με νομικό άξονα.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Συμέλα Θεοδοσιάδου
Συμέλα Θεοδοσιάδου
Είναι απόφοιτη της Νομικής του ΑΠΘ και αυτό το διάστημα είναι ασκούμενη δικηγόρος. Από ξένες γλώσσες, κατέχει άριστη γνώση της αγγλικής. Έχει παρακολουθήσει ημερίδες και συζητήσεις με νομικό περιεχόμενο. Μέσα από την αρθρογραφία, ευελπιστεί ότι θα κατανοήσει, διευρύνει κι ερευνήσει περαιτέρω το αντικείμενο σπουδών της. Στον ελεύθερό της χρόνο, ανάμεσα στις ασχολίες της, ξεχωρίζει τη δραστηριοποίησή της ως ενεργού μέλους φοιτητικού πολιτιστικού συλλόγου της Θεσσαλονίκης. Συμμετέχει στο εγχείρημα του OffLine Post αρθρογραφώντας κυρίως με νομικό άξονα.