Της Ελένης Κυριακοπούλου,
Σε κάθε εποχική γρίπη η πιθανότητα να «κολλήσουμε» κάποιον από τον περίγυρο μας είναι τεράστια. Γι’ αυτό οφείλουμε να λαμβάνουμε τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των γύρω μας. Μέτρα όπως ο περιορισμός της επαφής μας με άλλα άτομα και η τήρηση των κανόνων της προσωπικής υγιεινής, προκειμένου να αποφευχθεί η μετάδοση του ιού που μας ταλαιπωρεί. Πόσο μάλλον την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, όπου η ελληνική κοινωνία απειλείται από τον κορωνοϊό, αποτελεί ζωτικής σημασίας η κατανόηση των τρόπων αναπαραγωγής και μετάδοσης ενός ιού. Σαφέστατα, οι επόμενες μέρες θεωρούνται κρίσιμες, καθώς παρά τα μέτρα που πάρθηκαν κατά της εξάπλωσης του ιού, πολλοί είναι εκείνοι που δεν επιθυμούν να συμμορφωθούν με αυτά.
Πως, όμως, αναπαράγεται ένας ιός;
Η πρόληψη των μολύνσεων προϋποθέτει τη γνώση των μηχανισμών ανάπτυξης και πολλαπλασιασμού των μικροοργανισμών.
Μόλυνση θεωρείται η είσοδος ενός παθογόνου μικροοργανισμού στον οργανισμό μας, ενώ η εγκατάσταση του στο κύτταρο-ξενιστή και ο πολλαπλασιασμός του ονομάζεται λοίμωξη.
Για να εισέλθει ένας ιός στο κύτταρο ξενιστή, πρέπει αρχικά να προσκολληθεί στην επιφάνειά του. Η είσοδός του ή μη στον οργανισμό εξαρτάται από τη δομή του. Κάθε ιός περιβάλλεται από ένα πρωτεϊνικό περίβλημα, το καψίδιο, μέσα στο οποίο φέρει το δικό του γενετικό υλικό το οποίο μπορεί να είναι DNA ή RNA, δίκλωνο ή μονόκλωνο. Μερικοί ιοί περιβάλλονται και από ένα επιπλέον στρώμα, το έλυτρο. Μέσω του ελύτρου ή του καψιδίου πραγματοποιείται η προσκόλληση. Αν διαθέτει έλυτρο, είτε εισέρχεται ολόκληρος ο μικροοργανισμός στο κύτταρο είτε το έλυτρο παραμένει προσκολλημένο στο εξωτερικό του. Αν από την άλλη διαθέτει καψίδιο, τότε παραμένει προσκολλημένο στην επιφάνεια. Ωστόσο, και στις δύο περιπτώσεις το νουκλεϊκό οξύ του ιού (γενετικό υλικό) εισέρχεται στο κύτταρο που θα μολύνει.
Μετά την είσοδό του αρχίζει άμεσα ο πολλαπλασιασμός του κάνοντας χρήση των μηχανισμών αντιγραφής και μεταγραφής του ίδιου του οργανισμού και των δομικών συστατικών του κυττάρου-ξενιστή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται νέα αντίγραφα του ιού, τα οποία απελευθερώνονται για να μολύνουν άλλα κύτταρα, ενώ την ίδια στιγμή το κύτταρο που έχει προσβληθεί από τον ιό δυσλειτουργεί ή αποσυντίθενται. Οι ιοί, λοιπόν, προκειμένου να αναπαραχθούν πρέπει να «παρασιτήσουν», να αναπτυχθούν δηλαδή σε βάρος του κυττάρου-ξενιστή και γι’ αυτό καλούνται υποχρεωτικά ενδοκυτταρικά παράσιτα.
Με ποιο τρόπο πραγματοποιείται η μετάδοση ενός ιού;
Για να αποφευχθεί η εξάπλωση μίας ιογενούς λοίμωξης, απαραίτητη κρίνεται η αποφυγή επαφής με μολυσμένα αντικείμενα και συναναστροφής με ανθρώπους που νοσούν.
Αρχικά, όσο ένας ιός χαρακτηρίζεται από χαμηλή μεταδοτικότητα οι πιθανότητες να νοσήσουμε είναι ελάχιστες. Σε αντίθετη περίπτωση, μία ίωση μεταδίδεται πολύ εύκολα. Ο βασικότερος τρόπος μετάδοσης είναι μέσω των σταγονιδίων που αφήνει στο περιβάλλον ή ακόμη και στον αέρα ένας άρρωστος όταν φτερνίζεται ή βήχει. Τα αντικείμενα στα οποία πέφτουν πάνω τα σταγονίδια μολύνονται με αποτέλεσμα, όταν ένα υγιές άτομο έρθει σε επαφή μαζί τους, να αρχίσει να «μεταφέρει» μία ποσότητα αυτού του ιού. Σε περίπτωση που με μολυσμένα χέρια ακουμπήσει τα μάτια, τη μύτη ή το στόμα του, τότε η πιθανότητα να μολυνθεί αυξάνεται σημαντικά.
Αντιθέτως, το να νοσήσει κάποιος εξαρτάται από το ανοσοποιητικό του σύστημα, υπεύθυνο για την εξολόθρευση «εισβολέων», και την αποδοτικότητα του έναντι κάθε μικροοργανισμού. Καθένας από εμάς δύναται να είναι ανθεκτικός σε κάποιες ιώσεις, αλλά ευάλωτος σε άλλες. Έτσι, μερικές φορές ύστερα από την επαφή μας με κάποιο μολυσματικό παράγοντα εμφανίζονται τα συμπτώματα, ενώ άλλες φορές όχι. Για να αποτρέψουμε, όμως, ακόμη και τον παραμικρό κίνδυνο μόλυνσης καθίσταται απολύτως σημαντική η σωστή πλύση των χεριών μας.
Γιατί αρρωσταίνουμε;
Από την στιγμή που ο ιός εισέρχεται στο κύτταρο, ενεργοποιούνται μηχανισμοί που κύριο σκοπό έχουν την εξουδετέρωση του ιού (ανοσοποιητικό σύστημα). Εάν όμως αυτό δεν καταστεί δυνατό, ο ιός πολλαπλασιάζεται μέσα στο κύτταρο. Έπειτα μεταφέρεται και στα γειτονικά κύτταρα, μπαίνει στην κυκλοφορία και τελικά αρρωσταίνουμε. Ύστερα από μερικές μέρες απαραίτητες για την επώαση του ιού, εμφανίζονται τα συμπτώματα της ασθένειας. Τα συμπτώματα μπορεί να είναι βήχας, πονόλαιμος, πονοκέφαλος, συνάχι και πυρετός. Ως περίοδος επώασης ορίζεται το χρονικό διάστημα μεταξύ της επαφής του ατόμου με την πηγή του ιού και της εμφάνισης των πρώτων συμπτωμάτων.
Πολλοί είναι εκείνοι που νομίζουν πως αρρωσταίνουμε από το έντονο ψύχος. Το μόνο σίγουρο είναι πως από το κρύο και μόνο, δίχως την παρουσία μικροοργανισμών, δεν δύναται να προκληθεί λοίμωξη. Οι λόγοι για τους οποίους τις μέρες με χαμηλότερη θερμοκρασία αρρωσταίνουμε με μεγαλύτερη συχνότητα είναι επειδή σε χαμηλότερες θερμοκρασίες η άμυνα του οργανισμού φθίνει, ενώ ταυτόχρονα επικρατεί συγχρωτισμός σε κλειστούς χώρους, γεγονός που καθιστά την μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο ευκολότερη.
Τέλος, πρέπει να γνωρίζουμε πως μία ίωση μεταδίδεται ανεξάρτητα από το αν κάποιος εκδηλώνει τα συμπτώματα ή όχι. Δηλαδή, είναι δυνατό να έχει μολυνθεί και ενώ δεν έχει εμφανίσει ακόμα τα συμπτώματα της νόσου να μπορεί να μεταδώσει την ίωση.