10.5 C
Athens
Παρασκευή, 27 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΗ φρίκη της Μακρονήσου δε χωράει σε βιβλία

Η φρίκη της Μακρονήσου δε χωράει σε βιβλία


Της Κατερίνας Μαργαριτίδου,

«Η φρίκη της Μακρονήσου δε χωράει σε βιβλία. Διαβάζεται μόνο μες στα μάτια των τρελών της. Μόνο τ’ αυτιά του Λαυρίου πρόφτασαν ν’ αρπάξουν κάτι ξεφτίδια απ’ τις φωνές… Στην αρχή, γιατί αργότερα ράγισαν κι αυτά και δεν άκουγαν πια τίποτα.»

Ο Ελληνικός εμφύλιος πόλεμος (1946-1949) αποτέλεσε αναμφισβήτητα μια σκληρότατη πολεμική αναμέτρηση ολοκληρωτικού χαρακτήρα, καθώς δεν περιλάμβανε μόνο την εμπλοκή των αντίπαλων στρατών αλλά και του συνόλου της ελληνικής κοινωνίας. Από το φθινόπωρο του 1946 η γενίκευση των πολεμικών επιχειρήσεων και ο πολλαπλασιασμός των μετώπων του Εμφυλίου, η στρατιωτική παράδοση και ο δυναμισμός της Αριστεράς, το πολιτικό της βάρος αλλά και η ευρύτατη κοινωνική της εμβέλεια έφεραν με πιεστικό τρόπο στην επιφάνεια τα προβλήματα συγκρότησης του Εθνικού Στρατού (ΕΣ) από την πλευρά των κυβερνητικών δυνάμεων, αλλά και την ουσιαστική δυσκολία τους να φέρουν σε πέρας τον πόλεμο.

Μόνο οι οργανωμένες δυνάμεις ενός τακτικού στρατού θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στις ανάγκες του πολέμου και να αντιπαρατεθούν στις δυνάμεις τις Αριστεράς, οι οποίες αποδεικνύονταν καθημερινά πολύ περισσότερο αποτελεσματικές από τους αυτοσχέδιους παραστρατιωτικούς μηχανισμούς και τα σώματα ασφαλείας. Το πρόβλημα της συγκρότησης του ΕΣ αποτελούσε το πρωτεύον ζήτημα προς επίλυση καθώς αντανακλούσε και την προοπτική της εξέλιξης του πολέμου: Η μαζική επιστράτευση πολιτών είχε τον κίνδυνο να οδηγήσει σε ένα στράτευμα που θα αποτελείτο από κομμουνιστές, φιλοκομμουνιστές, ΕΑΜίτες, πρώην μέλη της ΕΠΟΝ και γενικότερα από νεοσύλλεκτους «ύποπτων εθνικών φρονημάτων».

Γι’ αυτούς τους λόγους (συνοπτικά), προωθήθηκε η ιδέα της δημιουργίας ενός ειδικού στρατοπέδου, χώρου συγκέντρωσης-εκτόπισης όλων των «ύποπτων» στρατεύσιμων για την αντιμετώπιση του «κομμουνιστικού κινδύνου». Ένα τέτοιο στρατόπεδο ήταν και η Μακρόνησος. Οδηγίες… προς κρατουμένους. Οι «10 εντολές» του Ελληνικού αντικομμουνισμού. Η πρόσφατη διεθνής καταδίκη της φασιστικής και ναζιστικής θηριωδίας (έστω και σε επίπεδο δικονομίας με τη δίκη της Νυρεμβέργης) επέβαλε «λεπτούς χειρισμούς» στη δημιουργία ενός νέου στρατοπέδου συγκέντρωσης, αν και πολλά ευρωπαϊκά κράτη δεν ήταν ριζικά αντίθετα με τέτοιες πρακτικές ως μέσο επιβολής απέναντι στους λαούς. Λόγω αυτής της συγκυρίας, η Μακρόνησος (26 Μαΐου 1947) λειτούργησε πρωτίστως (και επισήμως) ως στρατιωτική μονάδα του ΕΣ από τη συγχώνευση των «ταγμάτων σκαπανέων» (Α’ Κρήτης, Β’ Λάρισα και Αττική, Γ’ Θεσσαλονίκης) που αποτελούσαν μονάδες αβέβαιες και ασταθείς λόγω των μαζικών αυτομολήσεων στις «γραμμές του εχθρού», αξιωματικούς και υπαξιωματικούς του ΕΛΑΣ, τροφίμους των Στρατιωτικών Φυλακών Αθηνών κ.α. Πίσω, όμως, από την «έννομη» στρατιωτική λειτουργία του, το ξερονήσι της Μακρονήσου αποτέλεσε το ουσιαστικότερο κέντρο πρωτοφανών βασανιστηρίων, έναν τόπο εξορίας και θανάτου όπου το μοναρχοφασιστικό καθεστώς επιχειρούσε τη μετατροπή των στρατεύσιμων-κρατουμένων σε πειθήνια όργανά του. Η αποκήρυξη των ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ, των υπόλοιπων αντιστασιακών οργανώσεων και του ΚΚΕ αποτελούσε μέρος της -δια του μαστιγίου- πολιτικής αναμόρφωσης των κρατουμένων (ανάνηψη) για τη σταδιακή ένταξή τους στο κυβερνητικό στράτευμα και όσοι δε συμμορφώνονταν οδηγούνταν προς τη φυσική τους εξόντωση.

Από το έτος 1948, ύστερα από τη μεγάλη σφαγή των 300 στρατιωτών του Α’ τάγματος και τους τραυματισμούς εκατοντάδων, ξεκινά και η μεταφορά των πολιτικών εξόριστων από τα νησιά του Αιγαίου (κρατούμενοι του ΚΚΕ, μέλη ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ύποπτοι για φιλοκομμουνιστική δράση, λιποτακτούντες στρατιώτες κ.α.), εφήβων, ανηλίκων αλλά και γυναικών. Οι μετέπειτα δημοσιευμένες απόρρητες εκθέσεις του διαβόητου ταξίαρχου Γ. Μπαϊρακτάρη, διοικητή του στρατοπέδου της Μακρονήσου, περιγράφουν με απόλυτη σαφήνεια τη φύση, το «έργο» αλλά και την αναγκαιότητα ύπαρξης της εξορίας για τους σκοπούς του καθεστώτος. Ασφαλώς, η Μακρόνησος δεν έκρινε τον Εμφύλιο πόλεμο, αλλά απάντησε στο υπαρκτό πρόβλημα της συγκρότησης του ΕΣ και ταυτόχρονα της περαιτέρω αποδυνάμωσης του Δημοκρατικού Στρατού (ΔΣ). Θα ήταν λάθος σε μια σύγχρονη ανάλυση των γεγονότων να εξοβελίζεται ο ρόλος της Μακρονήσου ως κέντρο «προετοιμασίας» των νεοσύλλεκτων, ιδιαίτερα των νέων, με τους τρόπους που περιγράψαμε παραπάνω, σε μια περίοδο όπου η έκβαση του πολέμου δεν είχε ακόμα κριθεί. Πολλά από τα στελέχη του ΔΣ αναφέρουν «η Δεξιά μάς κέρδισε με τα δικά μας παιδιά, με τους ΕΠΟΝίτες της κατοχής και της αντίστασης».

Η Μακρόνησος έμελλε να δοξαστεί από τους εθνικόφρονες πολιτικούς πραίτορες (Π. Κανελλόπουλος, Κ. Τσάτσος κ.α.) ως «εθνική κολυμβήθρα», «εθνικό αναμορφωτήριο», «διδακτικό σχολείο», «νέος Παρθενώνας» κ.α. Όμως, η ιστορία της μακράς νήσου δεν είναι μόνο εκείνη των βασανιστών. Πρωτίστως, είναι η ιστορία των «τρελών της», εκείνων των χιλιάδων που αγωνίστηκαν απέναντι στη βαρβαρότητα του φασισμού και του ναζισμού και υπέστησαν τα αποτελέσματα της καπιταλιστικής κτηνωδίας κατά την απέλπιδα προσπάθεια της ελληνικής αστικής τάξης για τη διατήρηση της κυριαρχίας της Γυάρος (ή Γιούρα). Η Γυάρος ως τόπος εξορίας, στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων και μέσο αντιμετώπισης του «κομμουνιστικού κινδύνου» (όπως και η Μακρόνησος) κατά την περίοδο του Ελληνικού Εμφυλίου έκλεισε το 1952. Έτσι, ύστερα από τους μεταπολεμικούς κυβερνήτες της Ελλάδας, ήρθε η σειρά των απριλιανών δικτατόρων να αξιοποιήσουν τη Γυάρο. Οι εγκαταστάσεις για την υποδοχή των πολιτικών κρατουμένων ήταν ήδη κατασκευασμένες από τους εξόριστους του Εμφυλίου.

Ύστερα από το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, όλα ήταν έτοιμα για να αντιμετωπιστεί -για άλλη μια φορά- «ο κίνδυνος της κομμουνιστικής εκτροπής της κοινωνίας». Η Χούντα των συνταγματαρχών εξαπέλυσε μια ευρύτατη επίθεση προς το σύνολο της κοινωνίας καταργώντας δια της βίας κάθε πολιτική και συνδικαλιστική ελευθερία. Αν και μέχρι το 1974 όπου επήλθε η κατάρρευση του στρατιωτικού καθεστώτος και το κλείσιμο του στρατοπέδου δεν υπήρχε φυσιολογική καπιταλιστική δημοκρατία στην Ελλάδα, τόσο η ντόπια αστική τάξη όσο και ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός στήριξαν με όλες τις δυνάμεις τους το στρατιωτικό καθεστώς, καθώς αποτελούσε τον μόνο τρόπο καθυπόταξης του αγωνιζόμενου κινήματος. Η απριλιανή δικτατορία δεν απέκτησε ποτέ λαϊκή βάση, δε μπόρεσε να διεμβολίσει την εργατική τάξη και τη νεολαία, γι’ αυτό άλλωστε στηρίχθηκε κυρίως στην τρομοκρατία, τις συλλήψεις, τα στρατοδικεία κ.α.

Οι περιγραφές από τα βασανιστήρια στα κτήρια της Ασφάλειας είναι δηλωτικές της απόκοσμης φύσης της επταετίας. Ταυτόχρονα, στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της εξάπλωσης του κομμουνισμού, τα ξερονήσια, όπως αυτό της Γυάρου, γέμισαν από τις πρώτες κιόλας ημέρες του καθεστώτος με έναν αδιευκρίνιστο μέχρι σήμερα αριθμό αγωνιστών της αριστεράς. Η επίσημη προπαγάνδα του χουντικού καθεστώτος, προσπαθώντας να κατευνάσει τη διεθνή κατακραυγή, κάνει λόγο για έναν -σχεδόν- ειδυλλιακό τόπο αναψυχής… με ιδεώδεις συνθήκες διαβίωσης.

Το πραγματικά φρικτό πρόσωπο της Γυάρου δε θα ειδωθεί ποτέ από τους δημοσιογραφικούς φακούς, καθώς θάφτηκε πίσω από τις πλάτες του καθεστώτος και των υποστηρικτών του. Όμως, η Χούντα και τα αίσχη της δεν κρύβονται εύκολα και η διεθνής κατακραυγή σε συνδυασμό με την προσπάθεια «εκδημοκρατισμού» του καθεστώτος οδήγησαν το καλοκαίρι του 1973 στην κατάργηση του στρατοπέδου και την απόλυση των κρατουμένων. Η ανατροπή της Χούντας (1974) σηματοδότησε και το οριστικό τέλος της λειτουργίας του στρατοπέδου της Γυάρου.


Βιβλιογραφία

  • Μάργαρης Ν., Ιστορία της Μακρονήσου, εκδ. Δωρικός, 1990
  • Ελευθεροτυπία, 2003
  • Πικρός Γ., Το χρονικό της Μακρονήσου, εκδ.Δρόμων, 2007

Κατερίνα Μαργαριτίδου

Γεννήθηκε το 1999 στην Αθήνα. Είναι φοιτήτρια στο τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και παράλληλα σπουδάστρια στην ιδιωτική σχολή δημοσιογραφίας του Αnt1MediaLab. Στον ελεύθερο της χρόνο ασχολείται με την έρευνα πάνω στο τομέα της ιστορίας και με την συγγραφή κειμένων.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ