9.6 C
Athens
Πέμπτη, 26 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΑνάπτυξηΔημόσιος vs Ιδιωτικός τομέας

Δημόσιος vs Ιδιωτικός τομέας


Του Μανώλη Ανδριγιαννάκη,

Συζητώντας για την οικονομία πολύ συχνά αναφερόμαστε στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Ποιες είναι όμως οι διαφορές μεταξύ δημοσίων και ιδιωτικών επιχειρήσεων στην πράξη και ποιες είναι τελικά αποτελεσματικότερες;

Ο ιδιωτικός τομέας αποτελείται από μεγάλες ή μικρές επιχειρήσεις που ανήκουν σε ιδιώτες. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, ως παράγοντας της οικονομίας, προκειμένου να επιβιώσουν πρέπει να έχουν κέρδη. Για να το επιτύχουν αυτό, πρέπει να «κερδίζουν» τα χρήματά τους, προσφέροντας στους καταναλωτές προϊόντα και υπηρεσίες, που αυτοί χρειάζονται, στην καλύτερη δυνατή ποιότητα και στη χαμηλότερη δυνατή τιμή. Οι επιχειρήσεις, μάλιστα, σε μια ελεύθερη αγορά ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την προτίμηση την καταναλωτών, επιδιώκοντας να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητά τους, το μερίδιό τους στην αγορά και τελικά τα κέρδη τους. Η επιτυχία δηλαδή της ιδιωτικής επιχείρησης βασίζεται στην ικανοποίηση των καταναλωτών.

Από την άλλη πλευρά, ο δημόσιος τομέας και συγκεκριμένα οι δημόσιες επιχειρήσεις δεν λειτουργούν βάσει του θεμελιώδους κανόνα της επιχειρηματικής δραστηριότητας, δηλαδή την επιδίωξη του κέρδους. Αντίθετα, οι δημόσιες επιχειρήσεις στοχεύουν κατά προτεραιότητα στην εξυπηρέτηση του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου, όσο ασαφές κι αν ακούγεται αυτό. Ως αποτέλεσμα, δεν ανταγωνίζονται προκειμένου να προσελκύσουν πελάτες και να αυξήσουν το τζίρο τους, αφού χρησιμοποιούν τους φόρους των πολιτών για να χρηματοδοτήσουν και να παράξουν τις υπηρεσίες που προσφέρουν στους καταναλωτές. Πρακτικά, όλοι μας πληρώνουμε για τις δημόσιες επιχειρήσεις και τις υπηρεσίες που παρέχουν είτε τις χρησιμοποιούμε πολύ είτε όχι.

Αυτό το μοντέλο έχει λογική σε κάποιες κομβικές υπηρεσίες, απαραίτητες για την προστασία και την ευημερία της κοινωνίας. Κρατικές υπηρεσίες όπως τα δικαστήρια, ο στρατός, η αστυνομία, η πυροσβεστική ή άλλες στρατηγικής σημασίας δραστηριότητες, όπως ναυπηγεία και αμυντική βιομηχανία, και υποδομές όπως δρόμοι και λιμάνια, θα ήταν επικίνδυνο να ιδιωτικοποιηθούν και να αφεθούν στο έλεος του μηχανισμού της αγοράς και τους ανταγωνισμού, λόγω ευρύτερους συμφέροντος και ανάγκης ελέγχου. Η κρατική μέριμνα είναι συχνά αναγκαία για την εξυπηρέτηση των στοιχειωδών αναγκών μιας κοινωνίας.

Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, με τον τρόπο που λειτουργούν οι δημόσιες επιχειρήσεις είναι λογικό να το κόστος να αυξάνεται και η ποιότητα της υπηρεσίας να είναι χαμηλότερη. Αυτό συμβαίνει γιατί οι δημόσιες επιχειρήσεις δεν στοχεύουν κατά προτεραιότητα στην επίτευξη κέρδους και άρα στη διαδικασία ελαχιστοποίησης του κόστους, με την καλύτερη δυνατή ποιότητα, για τη μεγιστοποίηση των κερδών τους. Άλλωστε, ταυτόχρονα, ξέρουν πως σε κάθε περίπτωση δεν κινδυνεύουν να χρεοκοπήσουν, αφού διαρκώς θα χρηματοδοτούνται και θα διασώζονται από τον κρατικό προϋπολογισμό και τα χρήματα των φορολογουμένων. Είναι πολύ σύνηθες τα κράτη να μην αφήνουν ελλειμματικές και υπερχρεωμένες δημόσιες επιχειρήσεις να πτωχεύσουν, αφού το γεγονός αυτό θα έπληττε την αξιοπιστία τους. Οι δημόσιες επιχειρήσεις, συνεπώς, από κάθε άποψη δεν λειτουργούν με βάση τους κανόνες της αγοράς και καθίστανται εξαρτημένες στην κυβερνητική στήριξη. Αντίθετα, μια ιδιωτική επιχείρηση γνωρίζει ότι αν δεν προσφέρει ικανοποιητικές υπηρεσίες και αν δεν έχουν τζίρο, τότε θα κλείσει. Το κίνητρό της δηλαδή να πείσει τους καταναλωτές να την εμπιστευτούν είναι εκ των ων ουκ άνευ για την επιβίωσή της.

Όταν, λοιπόν, συγκρίνουμε θεμελιωδώς τον δημόσιο με τον ιδιωτικό τομέα είναι ξεκάθαρο πως ο -προσανατολισμένος στην αγορά- ιδιωτικός τομέας είναι αποτελεσματικότερος. Όταν δεν απαιτείται να είσαι κερδοφόρος ή υπόλογος για την πορεία της επιχείρησης, όπως είδαμε, τότε τείνεις να γίνεσαι λιγότερο ανταγωνιστικός και άρα λιγότερο αποδοτικός.

Προφανώς, τα προηγούμενα συμπεράσματα ισχύουν υπό κανονικές συνθήκες οικονομίας και καταρρίπτονται σε ορισμένες περιπτώσεις κρίσεων ή διαμόρφωσης μονοπωλίων. Ας ξεκινήσουμε από την πρώτη περίπτωση, αυτή των κρίσεων, μιας και με την εξάπλωση της πανδημίας του κορωνοϊού φαντάζει ιδιαίτερα επίκαιρη. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, λόγω οποιασδήποτε κρίσης, καθίσταται επικίνδυνο να βασιστεί κανείς στις διαθέσεις του κερδοσκοπικού ιδιωτικού κεφαλαίου και απαιτείται η σταθερή παρέμβαση του κράτους, για την εξομάλυνση της κατάστασης προς εξυπηρέτηση του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου. Ουδείς λογικός υπέρμαχος της ελεύθερης αγοράς μπορεί να ισχυριστεί ότι η αγορά είναι ικανή να αυτορρυθμιστεί σε κάθε περίπτωση, ακόμα και σε περιόδους κρίσεων ή έστω αυτό να συμβεί κατά τρόπο «ανθρώπινο».

Φανταστείτε να είχε καθιερωθεί στην Ελλάδα ένα αποκλειστικά ιδιωτικό σύστημα υγείας. Θα μπορούσε αυτό να διαχειριστεί επαρκώς την εξάπλωση μιας επιδημίας, χωρίς κεντρικό σχεδιασμό και συνεργασία με το δημόσιο; Το πιθανότερο είναι ότι το σύστημα θα κατέρρεε και δεν θα μπορούσε ή δεν θα το συνέφερε να καλύψει τις ανάγκες των αρρώστων. Σε ειδικές καταστάσεις, ο κεντρικός σχεδιασμός λειτουργεί αποτελεσματικά και είναι αυτός που απαιτείται, όταν αποτυγχάνει η αποκεντρωμένη ιδιωτική διαχείριση.

Αντίστοιχα, σε διαφορετικό πλαίσιο και υπό κανονικές συνθήκες, δύναται ένας δημόσιος φορέας να κριθεί πιο αποτελεσματικός του ιδιωτικού στην περίπτωση ενός μονοπωλίου. Αν και το ιδανικότερο μοντέλο σε κάθε κλάδο μια αγοράς θα ήταν ο πλήρης ανταγωνισμός ή έστω και ο μονοπωλιακός ανταγωνισμός (ακόμα και με τη συμμετοχή του δημοσίου), στην περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο υπάρχει μονοπώλιο είναι σημαντικό να μελετηθεί ποια μορφή είναι προτιμότερη. Στην Ελλάδα, από τα χρόνια της κρίσης, επιχειρήθηκε και επιχειρείται η ιδιωτικοποίηση καίριων δημοσίων οργανισμών και επιχειρήσεων (ΔΕΚΟ), που αποτελούσαν de facto μονοπώλια. Αυτή η διαδικασία περιλαμβάνει την παραχώρηση μέρους, ή συνήθως της πλειοψηφίας, του μετοχικού κεφαλαίου της επιχείρησης, «πουλώντας» την δηλαδή σε ιδιώτες επενδυτές.

Με αυτό τον τρόπο, ωστόσο, όταν μιλάμε για κρατικά μονοπώλια όπως ο ΟΠΑΠ και η -προς ιδιωτικοποίηση- ΔΕΗ, αυτό που συμβαίνει είναι η μετατροπή ενός κρατικού μονοπωλίου σε ιδιωτικό. Δεδομένης όμως της στρατηγικής σημασίας των αντίστοιχων οργανισμών για το ελληνικό κράτος γίνεται σαφές πως μια τέτοια κίνηση δεν έχει πραγματική λογική, αν δεν οδηγεί στο «άνοιγμα» του κλάδου και τη δημιουργία ανταγωνισμού. Θα ήταν διαφορετικό αν επιχειρείτο η ιδιωτικοποίηση μια δημόσιας επιχείρησης, κατόπιν τεμαχισμού, με στόχο τη δημιουργία από ένα μεγάλο μονοπώλιο περισσότερες ιδιωτικές μικρότερες επιχειρήσεις. Υπό αυτό το μοντέλο, η αγορά θα άνοιγε και θα λειτουργούσε ανταγωνιστικά. Αυτό που συμβαίνει τώρα είναι η αλλαγή του διαχειριστή και αυτού που εκμεταλλεύεται το μονοπώλιο, με αποτέλεσμα να διαιωνίζονται όλες οι στρεβλώσεις της μονοπωλιακής αγοράς, αλλά πλέον με το δημόσιο να χάνει τον έλεγχο ενός στρατηγικού παίκτη για την οικονομία. Όπως γίνεται σαφές, ένα κρατικό μονοπώλιο είναι προτιμότερο από ένα ιδιωτικό μονοπώλιο.

Σε κάθε περίπτωση, παρατηρούμε ότι η ιδιωτική επιχείρηση υπερέχει υπό κανονικές συνθήκες της δημόσιας, αφού προσανατολίζεται στο κέρδος που επιτυγχάνεται μέσω περισσότερων πωλήσεων, ενώ η δημόσια χωρίς το κίνητρο του κέρδους αδιαφορεί σε πρώτη φάση για την ποιότητα και το κόστος των παρεχόμενων υπηρεσιών, καταλήγοντας μαθηματικά στην αποτυχία εκπλήρωσης του σκοπού της εκάστοτε δημόσιας επιχείρησης ή στην ανάγκη εξυγίανσή της. Σε αυτή την παγίδα έπεσαν διαχρονικά πολλές δημόσιες επιχειρήσεις στη χώρα μας, όπως οι ΛΑΡΚΟ, ΕΒΖ, ΔΕΗ και όχι μόνο, κάτι που οφείλεται στα δομικά χαρακτηριστικά ενός τέτοιου κρατικού εγχειρήματος, προφανώς με βάση τα ελληνικά πλαίσια. Πάντα, όμως, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις στη βάση του εθνικού και κοινωνικού συμφέροντος που δεν πρέπει να παραγράφονται. Άλλωστε, τελικός στόχος παραμένει η μέγιστη δυνατή ικανοποίηση των αναγκών των ατόμων, απαρχής οικονομικών επιστημών.


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μανώλης Ανδριγιαννάκης
Μανώλης Ανδριγιαννάκης
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1999 και είναι προπτυχιακός φοιτητής στο τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του ΟΠΑ. Παρακολουθεί σεμινάρια και ημερίδες πολιτικής, οικονομίας, γεωπολιτικής και τεχνολογίας, ενώ συμμετέχει σε συνέδρια και προγράμματα προσομοίωσης πολιτικών θεσμών (Europa.S, ΠΠΔΣ, ΜΒΕ, MEUS). Στις δημοτικές εκλογές του 2019 ήταν υποψήφιος Δημοτικός Σύμβουλος στο Δήμο Βύρωνα, στην Αθήνα. Στο OffLine Post έφερε την ιδιότητα του Αρχισυντάκτη Οικονομικών κατά το διάστημα Ιούνιος 2019-Ιούνιος 2020.