Της Μαρίας Κουτσανδριά,
Η αυτοκτονία είτε ενυπάρχοντας στις σκέψεις κάποιου ως πρόθεση προς πραγμάτωση, είτε ως πράξη συνιστά μια ιδιαίτερα συναισθηματικά φορτισμένη κατάσταση, καθώς και την τελική οδό όπου συγκλίνουν ποικίλοι κοινωνικοί, ψυχολογικοί, βιολογικοί, μορφωτικοί παράγοντες τόσο για τον ίδιο, όσο και για την οικογένειά του. Όπως όλοι γνωρίζουμε πρόκειται για ένα σύμπτωμα κοινωνικής ασθένειας, ένα περίπλοκο φαινόμενο και στην παρούσα φάση δε θα ήθελα να εστιάσω σε πολυπλοκότητες. Αντίθετα, θα ήθελα να επικεντρωθώ σε ένα στοιχείο που σχεδόν όλοι όσοι παρασύρονται σε μια δίνη αυτοκτονικών τάσεων φαίνεται να παρουσιάζουν ως κοινό.
Δεδομένου λοιπόν του εξαιρετικά ανεπτυγμένου αισθήματος και κινήτρου επιβίωσης που διακατέχει όλους τους έμβιους οργανισμούς, ποιος ο λόγος να νιώθει κανείς την ανάγκη να θέσει ένα τέλος στη ζωή του και γιατί μόνο τα ανθρώπινα όντα καταφεύγουν εκεί (ας σημειώσουμε εδώ πως οι ομαδικές αυτοκτονίες των λέμινγκ αποτελούν απλώς έναν μύθο, ο οποίος τροφοδοτήθηκε από μια κινηματογραφική απάτη στη δεκαετία του 1950); Ποια είναι άραγε τα βαθύτερα αίτια αυτής της, κατόπιν ανώριμης και μη ισολογιστικής σκέψης στην πληθώρα των περιπτώσεων, απόφασης; Μα φυσικά η απαλλαγή από την οδυνηρή και ανυπόφορη πραγματικότητα, η φυγή αλλά και το βέβαιο απότοκο ενός αδύναμου, δειλού χαρακτήρα, άποψη που διατύπωσε κι ένας εξαίρετος κοινωνικός ψυχολόγος, ο Δρ. Roy Baumeister, κατά τον οποίο ο λόγος που τα ζώα δεν κατακλύζονται από αυτοκτονικά συναισθήματα είναι διότι στο μυαλό τους δεν κυριαρχούν απεγνωσμένες σκέψεις.
Δεν ισχυρίζομαι, ούτε και κανένας άλλωστε, πως ο ανθρώπινος πόνος δεν είναι ένα πρόβλημα υπαρκτό. Καλούμαστε συχνά να επιδείξουμε ψυχική δύναμη σε σωρεία τραυματικών, δυσάρεστων, απρόβλεπτων γεγονότων με τα οποία ερχόμαστε αντιμέτωποι και να τα διαχειριστούμε δυναμικά, όχι ως ανυπέρβλητα εμπόδια. Ωστόσο, είναι αρκετά πιθανό εμείς οι ίδιοι να τροφοδοτούμε το βασανισμένο μυαλό μας με αρνητικότητα διατηρώντας τη φλόγα της δυστυχίας μας ζωντανή και προκαλώντας την αυτοκαταστροφή μας, αφού τα αισθήματα της θλίψης, της ενοχής, της συναισθηματικής μας νεκρότητας, σύντομα θα έρθουν να αντικαταστήσουν τα αντιστρόφως ανάλογα συναισθήματα της παντοδυναμίας, της εκδίκησης και του ελέγχου. Κάπως έτσι χαράσσουμε την κατεύθυνση προς έναν αργό ψυχολογικό θάνατο, συμπεριφερόμενοι με αχαριστία στο πολύτιμο αγαθό της ζωής, αφού εκπαιδεύουμε το μυαλό μας με τέτοιον τρόπο ώστε ακόμα κι αν η καθημερινότητά μας είναι αντιμετωπίσιμη, εμείς φροντίζουμε να την καταστρέψουμε ανακαλώντας αναμνήσεις του παρελθόντος φοβούμενοι και για το μέλλον. Στο τέλος της ημέρας αδειάζουμε, παραιτούμαστε και φλερτάρουμε με την εύκολη λύση. Δε ζούμε, αλλά επιβιώνουμε, αρνούμαστε να παλέψουμε και μοναδικός φονιάς του εαυτού μας αποδεικνύεται το ίδιο μας το μυαλό.
Όταν ένας άνθρωπος αποφασίζει να «υποβάλλει την παραίτησή του» στη ζωή λαμβάνοντας μια οριστική λύση σε ένα παροδικό πρόβλημα, σκέφτεται άκαμπτα και στενά, εστιάζοντας στο αυτοκτονικό του πλάνο. Δεν προκαλεί εντύπωση η διαπίστωση που προέκυψε από διενεργηθείσα έρευνα, κατά την οποία ο αυτοκτονικός δυσκολεύεται να φέρει εις πέρας σημαντικά στρεσογόνα γεγονότα ακριβώς διότι δε λειτουργεί εναλλακτικά, οπότε απελπίζεται και ευκολότερα. Άλλοτε πάλι συμβαίνει και το παράδοξο να δαπανά τόση ενέργεια στην επιτυχία του σχεδίου του με αποτέλεσμα να μουδιάζει, διαγράφοντας ασυνείδητα κάθε αποτυχία του παρελθόντος, κάθε ανασφάλεια για το μέλλον και βιώνοντας έτσι απελευθέρωση και συναισθήματα βελτίωσης σε σχέση με την κατάσταση που τον ώθησε στην αυτοκτονία, αφού πραγματοποίησε τα σχέδιά του έστω και χωρίς την επίτευξη του αρχικού σκοπού του. Χαρακτηριστική είναι η εξής παρατήρηση του Baumeister: «Μια ανεπιτυχής απόπειρα για αυτοκτονία ενδέχεται να είναι μια επιτυχημένη απόπειρα διαφυγής».
Οι παρεμβάσεις σχετικά με την πρόληψη της αυτοκτονίας οφείλουν να είναι πολυτροπικές και κατά το μέτρο του δυνατού αποτελεσματικές. Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να προσφέρουμε υποστήριξη, ειλικρινή φροντίδα και οπωσδήποτε όχι να εξαναγκάσουμε σε διάλογο ή θεραπεία. Επίσης, καλό θα ήταν να λάβουμε υπόψιν πως ο συντετριμμένος δικός μας άνθρωπος ίσως δε διαθέτει το ψυχικό σθένος να αναζητήσει το μονοπάτι προς τη σωτηρία του. Κάπου εδώ αντιλαμβανόμαστε πως έχει φτάσει η στιγμή να σταθούμε με ωριμότητα και υποστηρικτικότητα δίπλα του, σκεπτόμενοι ορθολογικά και σε κάθε περίπτωση χωρίς να αγνοούμε τα σημάδια.