Του Παναγιώτη Δωρή,
Από αρκετά νεαρή ηλικία τα παιδιά σέρνονται από τους γονείς στην εκμάθηση ορισμένων κανόνων, οι οποίοι στόχο έχουν, κατά την πρώιμη ειδικά φάση, την οριοθέτηση της δράσης των παιδιών και την εγκαθίδρυση ενός ιδεατού «φράχτη», τον οποίο σε καμία των περιπτώσεων δεν είναι εφικτή, όχι μονάχα η σκέψη προσπέλασής του, αλλά και η κατ’ ουσία εφαρμογή της, καθώς στο μυαλό του νεότατου αυτού παιδιού φαντάζει σφάλμα ανυπολόγιστης αξίας, η τυχόν απόπειρα καταπάτησης αυτών των κανόνων, πόσο δε μάλλον η παραβίαση αυτών.
Στο επόμενο στάδιο που βρισκόμαστε, το ίδιο παιδί, στην εφηβική πλέον ηλικία, έχει καλλιεργήσει τον νου και την μεθοδολογία της σκέψης του μέσω πολλών παραγόντων που καταλαμβάνουν πρωταρχική θέση στην ζωή του. Το σχολείο, οι παρέες, το θρησκευτικό αίσθημα, καθώς και κάθε μορφή κοινωνικοποίησης του παιδιού δρα, άλλοτε σε μικρό και άλλοτε σε μεγάλο βαθμό, κρίνοντας έτσι την μετέπειτα σύνθετη ψυχική και πνευματική οντότητά του. Το παιδί ενηλικιώθηκε. Σπουδάζει. Και πολλές φορές αναρωτιέται. Ένας εσω-σωματικός και ψυχογενετικός αγώνας δρόμου μόλις ξεκίνησε για τον άνθρωπο αυτό. Και σε αυτό το σημείο εκκινούν οι ερωτήσεις, που αναπάντητες μένουν μπροστά στο αιώνιο φως. Ερωτήσεις που αφορούν την ύπαρξη, τον σκοπό, την αλληλεπίδραση, την ψυχική λειτουργία, τον περιβάλλοντα χώρο και άλλες πολλές κατακλύζουν τον εγκέφαλό του, μετουσιώνοντας ένα ον σε ανθρώπινο ον, με την κυριολεκτική έννοια του όρου.
Ένα από τα βασικότερα ερωτήματα που θα αντιμετωπίσει αυτή η δια-αισθητηριακή διεργασία είναι η ύπαρξη καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής των ορισμένων αυτών κανόνων, που μας ακολουθούν σε κάθε πτυχή και δραστηριότητά μας. Αποτελεί μια ζοφερή και άκρως επικίνδυνη σκέψη η θεωρία που εγκαταβιεί με ευλαβικό τρόπο στον βυθό της προσωπικότητάς μας, το γεγονός ότι οι κανόνες δρουν ώστε να δρουν αντίθετα στην δράση. Καλλιεργείται στο μικρό παιδί, επιβεβαιώνεται στον έφηβο και μόνο στον ενήλικο πια άνθρωπο αποδεικνύεται η ισχύς της. Το σύστημα των δεοντολογικών κανόνων σαφώς και είναι η ηθική. Ζήτημα παρ’ όλα αυτά υπάρχει από την γένεση του όρου έως και σήμερα, καθώς κανείς δεν κωδικοποιεί κατ’ εξαντλητικό τρόπο το γιατί, μονάχα το πρέπει. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο συζητάμε περί δεοντολογικών κανόνων, και όχι υπαρξιακών-αιτιολογικών.
Ποια η σημασία βέβαια του διαχωρισμού και της έγερσης αυτής της διαφοράς;
Η ηθική έως και σήμερα επέτυχε να συγκεράσει τον ανθρώπινο πλούτο της γνώσης σε ένα κατασκευασμένο και χαραγμένο μονοπάτι, το οποίο ο άνθρωπος οφείλει, κατά την ίδια, να το ακολουθήσει απαράλλακτα, δίχως να παρεκκλίνει σπιθαμή από αυτό. Το γεγονός ότι σπουδαίοι πολιτισμοί εθνών και κρατών σε πολλά γεωγραφικά πλάτη της γης κατά ταυτόχρονο χρονικό στάδιο εξελίχθηκαν πάνω στο θεμέλιο της ηθικής αποτελεί την μέγιστη απόδειξη των όσων προαναφέραμε. Η ηθική αποτελεί το βέλτιστο εργαλείο, με το οποίο δύναται ο άνθρωπος να λαξεύσει το «άγαλμα» της υστεροφημίας του, ένα «άγαλμα», το οποίο δεν θα το θαυμάσει κατά τις αντικειμενικές περιστάσεις.
Τα ερωτήματα, όμως, παραμένουν σχετικά με την αναφορά του όρου της ηθικής και την επιδίωξη εντέλει αυτής. Αποτελούν οριοθέτηση της δράσης του ανθρώπου ή έναν τρόπο ζωής και διαβίωσης, ο οποίος με την μακροχρόνια και ομοιόμορφη πρακτική του εθιμικά έχει αποκρυσταλλωθεί στην καθημερινότητα της κοινωνίας, που είναι πλέον τόσο συνυφασμένη με την ύπαρξη αυτής, ώστε κάθε αναφορά κοινωνίας δίχως ηθική να καθιστά την κοινωνία «ανήθικη»;
Ακολουθώντας για μια ακόμη φορά τον συλλογισμό, με τον οποίο πλέουμε τόσες γραμμές, οφείλουμε να διεκπεραιώσουμε και την εξής διεργασία: η ανηθικότητα με τι σχετίζεται; Σχετίζεται πολύ ορθά, εξ αντιδιαστολής πάντα, με το μη δέον, αποτελεί δηλαδή ένα περιεχόμενο λουσμένο με το ανάρμοστο και το μη αποδεκτό. Ζήτημα εγείρεται, όμως, στην κατ’ «εθιμικό» τρόπο, όπως αναφέραμε πριν, εξόδου της κοινωνίας, των ανθρώπων της δηλαδή, από το μονοπάτι που έχουν χαράξει. Στην περίπτωση αυτή πράξεις που προηγουμένως θεωρούνταν ανάρμοστες θα θεωρηθούν δέουσες; Ο συλλογισμός μας, έχοντας φτάσει στον επόμενο σταθμό του επάνω στις ράγες του ρεαλισμού, καταλήγει σε ένα αδιέξοδο: Αν θεωρηθεί η ηθική οριοθέτηση της δράσης του ανθρώπου, ποια η νομιμοποίηση αυτής της οριοθέτησης με τα σύγχρονα δεδομένα και την σημερινή πρακτική, που πυρήνας της θεωρείται η προάσπιση των ατομικών δικαιωμάτων; Και εάν θεωρηθεί τρόπος ζωής και διαβίωσης, ποιος εγγυάται την σταθερή θεμελίωση και πορεία των κοινωνιών, στις οποίες οι άνθρωποι κατέχουν την εξουσία και την δυνατότητα αλλαγής των ηθικών αξιών, καθώς είναι αυτονόητη στην περίπτωση αυτή η κλειστού τύπου σχέση ηθικής και κοινωνίας; Το ζήτημα της ηθικής περιπλάνησης καταλήγει πάντοτε στον πυρήνα της ανθρώπινης σκέψης. Εν τέλει, καταλήγουν σπουδαίοι άνθρωποι, η λογική και η σκέψη δεν συνεπάγονται την ηθική, αλλά ούτε και η ηθική εγγυάται την σκέψη και την λογική. Παρ’ όλα αυτά, είναι αξιοσημείωτη η μη δυνατότητα αποκοπής της κοινωνίας από την ηθική, σαν κάτι να ενώνει αιωνίως και αενάως τις δυο αυτές έννοιες, σε σημείο που η μια να θεωρείται αυταπόδεικτη της άλλης.
Είναι γνωστό, ότι η σκέψη εξουσιάζει τον κόσμο. Όσο μικροί και αν είμαστε μπροστά στην αιωνιότητα, μπροστά στο παρόν και μπροστά στο μέλλον, με την σκέψη γιγαντωνόμαστε. Καθώς εμείς αποτελούμε έλλογα όντα της δια-οργανικής διεργασίας, η σκέψη δίχως φράγματα θα αποτελούσε ένα όπλο ολικής και μαζικής καταστροφής, που όμοιο του δεν εμφανίζεται στην καταγεγραμμένη ανθρώπινη ιστορία. Ίσως η ηθική εντέλει δεν αποτελεί ούτε τρόπο ζωής ούτε οριοθέτηση της δράσης του ανθρώπου. Ίσως η ηθική αποτελεί ένα μέτρο σύγκρισης της σκέψης του ανθρώπου με τις σκέψεις των υπόλοιπων ανθρώπων μιας δρώσας κοινωνίας, που έχει ως στόχο την περιπλάνηση του ατόμου προς τα έσω, στην αναζήτηση δηλαδή συγκατάβασης και συμφωνίας του ανθρώπου με τον ίδιο.
Κλείνοντας, την σύγχρονη εποχή είναι πιο καίρια από ποτέ η ερώτηση εάν η ηθική συμπίπτει με την πολιτική. Η πλειοψηφία των διανοουμένων τείνει στην απάντηση πως ηθική και πολιτική αποτελούν παράλληλες εις το διηνεκές γραμμές, με αποτέλεσμα η «πολιτική κοινωνία της ηθικής» να αποτελεί έως και σήμερα μια ουτοπία. Μια άλλη μερίδα φιλοσοφικών περιπατητών θεωρεί ότι οι δύο αυτές έννοιες-θεμέλια της σύγχρονης ιστορίας τέμνονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, με την ηθική να εμφιλοχωρεί σε πολλών ειδών μείζονος σημασίας πολιτικές δραστηριότητες, όπως είναι για παράδειγμα η κρατική έννομη τάξη, η οποία στηρίζει σε συχνό βαθμό τις ενέργειές της επικαλούμενη την ηθική ως ένα «παγοθραυστικό» μπροστά σε έναν «ωκεανό πάγου», που αποτελεί τις αντίθετες με την βούληση της κρατικής εξουσίας ενέργειες. Στη δεύτερη, όμως, περίπτωση καταλήγουμε και πάλι στο παράδοξο της νομιμοποίησης, καθώς η νομιμότητα είναι εξ αντικειμενικών στοιχείων οριοθετημένη, ενώ η ηθική με υποκειμενικά κίνητρα.