Του Παναγιώτη Στέφου,
H δεκαετία του 1920 ήταν για πολλούς λόγους μία δύσκολη περίοδος για το πολίτευμα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και τον διεθνή καπιταλισμό. Η Ιταλία ως μία από τις νικήτριες χώρες της Τριπλής Συμμαχίας είχε καταφέρει αποφασιστικά χτυπήματα κατά του Αυστριακού εχθρού στα πεδία των μαχών στον βορρά και την ανατολή κατά το 1918, υπήρχαν όμως ακόμη φλέγοντα ζητήματα στο πεδίο της πολύ λαοφιλούς εθνικιστικής πολιτικής. Η χώρα ήταν διχασμένη όχι μόνο λόγω της οικονομικής δυσπραγίας που είχε ακολουθήσει τη λήξη της τριετούς για τη χώρα διεθνούς διένεξης, αλλά και λόγω του πάθους για την ολοκλήρωση του irredentismo, της εθνικής δηλαδή απελευθέρωσης των Ιταλών που ζούσαν σε περιοχές όπου ανήκαν τώρα στο Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων που μία δεκαετία αργότερα θα μετονομαζόταν σε Γιουγκοσλαβία. Ήδη από το 1919 υπό την ηγεσία της πρωτο-φασιστικής φιγούρας του Gabriele D’Annunzio, η πόλη του Fiume (σήμερα Rijeka στην κροάτικη γλώσσα), καταλήφθηκε από εθελοντές, στρατιώτες και αξιωματικούς ταγμένους υπέρ του κινήματός του και οι εθνικιστές επιχείρησαν να ζητήσουν ένωση με την Ιταλία. Επρόκειτο για ένα εγχείρημα το οποίο ενέτεινε τις μιλιταριστικές εκφράσεις εντός της χώρας. Ενδεικτικό της έξαρσης ήταν ένα περιστατικό που συνέβη κατά τη διάρκεια μίας ομιλίας του σοσιαλιστή πολιτικού Leonida Bissolati ο οποίος είχε πολεμήσει στον Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν αυτός υποστήριξε πως “ένας πόλεμος για την Ιταλία θα ήταν ωφέλιμος, μόνο αν ήταν «δίκαιος πόλεμος»” και πως “το Fiume έχει μεν το δικαίωμα να θεωρείται σαν ιταλική πόλη, η Δαλματία όμως δεν αποτελεί ιταλικό έδαφος”, ένθερμοι οπαδοί του εθνικισμού τον καταδίκασαν ως «προδότη» και «Κροάτη». Επρόκειτο για υποστηρικτές ενός από τους νέους και δυναμικότερους εκφραστές της νέας Δεξιάς στην Ιταλία, του πρώην αριστερού επαναστάτη Benito Mussolini.
Το παράτολμο σχέδιο του D’Annunzio και των συνεργατών του μπορεί να θεωρηθεί ως ένα προοίμιο της φασιστικής κατάληψης της εξουσίας που θα ερχόταν 3 χρόνια αργότερα. Όταν η διεθνής κοινότητα θα αρνηθεί να αναγνωρίσει το κρατίδιό του και ο Ιταλικός στρατός θα εξαπολυθεί εναντίον του, ο D’Annunzio θα οργανώσει με τη βοήθεια του συνεργάτη του και θεωρητικού του συνδικαλισμού Alceste De Ambris το Σύνταγμα του Fiume, στο οποίο διατρανώνει με βομβαρδιστικό και λυρικό λόγο πως το νέο αυτό κράτος θα διατηρούσε την πολιτική παράδοση της πόλης ως μία “Κοινότητα” (Commune). Κατά πολλές απόψεις το κείμενο ήταν θεαματικά φιλελεύθερο για την εποχή του. Υποσχόταν καθολική ψηφοφορία και την απόλυτη ελευθερία και των δύο φύλων. Είναι αξιοσημείωτο πως η μόνη χώρα που αναγνώρισε την «Αντιβασιλεία του Καρνάρο» ήταν η ΕΣΣΔ. Ως εκ τούτου κάθε εργάτης εντός των συνόρων του Fiume θα εντασσόταν σε μία από τις 10 Eταιρίες, οι οποίες θα διηύθυναν ευρέως τη δράση τους. Το κράτος θα αμυνόταν μεν υπέρ του «τίμιου παραγωγού», όμως το Σύνταγμα δε προσφέρει προεξέχουσα θέση σε εκείνους τους εργάτες οι οποίοι είναι «υπεράνθρωποι». Συγκεκριμένα, το κείμενο αναφέρει:
“Η δέκατη (εταιρία) δεν προσδιορίζεται από κάποια ιδιαίτερη τέχνη, καταχώρηση ή τίτλο. Φυλάσσεται για τις μυστηριώδεις δυνάμεις της προόδου και της περιπέτειας. Είναι ένα είδος τάματος προς την ιδιοφυΐα του αγνώστου, προς τον άνθρωπο του μέλλοντος, προς την ελπίζουσα εξιδανίκευση της καθημερινής εργασίας, προς την απελευθέρωση του ανθρώπινου πνεύματος πέρα από την αγκομαχούσα προσπάθεια και τον αιματηρό ιδρώτα του σήμερα[…]”
Το απόσπασμα αυτό, γραμμένο στο εξεζητημένο στυλ του D’Annunzio, συνοψίζει ίσως την ηθική του κινήματός του. Εμπνευσμένος από τον Nietzsche, ο il Vate, όπως αυτοαποκαλούνταν, διαχώριζε μεταξύ των “κανονικών” εργατών και μίας τάξης ανθρώπων η οποία ήταν ικανή όχι μόνο να λειτουργήσει εντός του κρατικού μηχανισμού, αλλά και να ανορθώσει την κοινωνία, να την οδηγήσει και να την ανανεώσει. Επρόκειτο γι’ αυτούς που θα οδηγούσαν το έθνος σε μία νέα χρυσή εποχή μέσω των πνευματικών τους προτερημάτων και του φανατικού τους ζήλου. Ήταν επί μίας κοινωνίας τέτοιων ανδρών και γυναικών που ο D’Annunzio ήθελε να είναι επικεφαλής. To Σύνταγμα, επίσης, θέσπιζε το αξίωμα του «Commandante», εμπνευσμένο από τις εποχές της Ρεπουμπλικανικής Ρώμης. Ένας ηγέτης μπορούσε να αναλάβει την απόλυτη εξουσία και να διευθύνει τις προσπάθειες του κράτους εναντίον της δύναμης που το απειλούσε. Δεδομένης της κατ΄ουσίαν εμπόλεμης κατάστασης στην οποία βρισκόταν το κρατίδιο, ο D’Annunzio διόριζε τον εαυτό του ως δικτάτορα.
Όσο μεγαλόπνοα κι αν ήταν τα διαγγέλματά του όμως, οι δυνάμεις που συντάχθηκαν εναντίον του ήταν υπέρτερες. Ο Ιταλικός στρατός εισέβαλε στο Fiume και εντός τριών ημερών είχε συντρίψει τη Λεγεώνα του. Το πείραμα του Fiume απέτυχε και ο D’Annunzio επέστρεψε στην Ιταλία. Λόγω της δημοτικότητάς του δε φυλακίστηκε για τις πράξεις του, ωστόσο η πορεία του ως πρωταγωνιστής στο πεδίο των πολιτικών εξελίξεων διακόπηκε απότομα. To κίνημά του μπορεί να κατανικήθηκε από τις δυνάμεις του κοινοβουλευτισμού, είχε ωστόσο βρει δυνατά ερείσματα ανάμεσα στους εθνικιστές της Ιταλίας. Οι ιδέες του D’Annunzio απαθανατίζουν την όλο και μεγαλύτερη αποστροφή του Ευρωπαίου της εποχής απέναντι στις φιλελεύθερες αρχές που προήγαγε το αστικό κράτος και το ιδανικό μίας “ήρεμης, παραγωγικής” ζωής. Κατά τον D’Annunzio το «dulce et decorum» βρισκόταν σε μία ζωή που ήταν όχι μόνο παραγωγική αλλά και βίαιη. Η φιλοσοφία του D’Annunzio πάντρευε την αντιδραστική Δεξιά πολιτική με την οικονομική θεωρία του συνδικαλισμού, κάτι που θα επηρέαζε άμεσα τους φασίστες. Ο ελιτισμός έρχεται να διασφαλίσει τη θέση του εργάτη μέσα σε μία κοινωνία με στρατιωτικές αξίες, όπου οι λίγοι και ικανοί διευθύνουν και τα πειθήνια όργανα τους υπακούουν.
Είναι φανερό πως μέσα στο κλίμα σύγχυσης των αξιών που ακολούθησε τον «κατακλυσμό» του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου πολιτικές θεωρίες που σήμερα θεωρούνται ασύμβατες ανάμεσά τους, μπορούσαν να βρουν κοινούς εχθρούς μέσα σε μία κατάσταση αποσύνθεσης που διείπε το πολιτικό κλίμα της εποχής.
Βιβλιογραφία
- Georg Scheuer, Σύντροφος Μουσολίνι, Ρίζες και δρόμοι του πρωτογενούς φασισμού, 1999
- Mark Mazower, Σκοτεινή Ήπειρος, Ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας, 2011
- Lucy Hughes-Halett, The Pike, Gabriele D’Annunzio – Poet, seducer and preacher of war, 2013