Της Έλενας Καππέ,
Ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρ γεννήθηκε στις 13 Ιουλίου 100 π.Χ. και πέθανε στις 15 Μαρτίου 44 π.Χ. Ήταν Ρωμαίος πολιτικός, στρατηγός και αξιόλογος συγγραφέας της λατινικής ιστοριογραφίας. Έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στον μετασχηματισμό της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Το 60 π.Χ., ο Καίσαρ, ο Μάρκος Λικίνιος Κράσσος και ο Πομπήιος σχημάτισαν πολιτική συμμαχία που κυριάρχησε στη ρωμαϊκή πολιτική για αρκετά χρόνια. Οι προσπάθειές τους να συγκεντρώσουν εξουσία βρήκαν μεγάλη αντίδραση εντός της Ρωμαϊκής Συγκλήτου. Οι νίκες του Καίσαρα στους Γαλατικούς Πολέμους, που ολοκληρώθηκαν το 51 π.Χ., τον βοήθησαν να επεκτείνει το έδαφος της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας μέχρι τη Μάγχη και τον Ρήνο. Ο Ιούλιος Καίσαρ έγινε ο πρώτος Ρωμαίος στρατηγός που έχτισε γέφυρα στο Ρήνο και πραγματοποίησε την πρώτη εισβολή στη Μεγάλη Βρετανία.
Αυτά τα επιτεύγματα, του απέδωσαν τεράστια στρατιωτική ισχύ. Με την ολοκλήρωση των Γαλατικών πολέμων, η Σύγκλητος διέταξε τον Καίσαρα να παραιτηθεί από τη στρατιωτική διοίκηση και να επιστρέψει στη Ρώμη. Ο Καίσαρας όμως αρνήθηκε να υπακούσει στην εντολή και επέδειξε την περιφρόνησή του το 49 π.Χ. όταν διέσχισε το Ρουβίκωνα με τη 13η λεγεώνα, αφήνοντας την επαρχία του και εισερχόμενος παράνομα στη ρωμαϊκή Ιταλία με στρατό. Το γεγονός οδήγησε σε εμφύλιο πόλεμο και η νίκη του Καίσαρα στον πόλεμο τον έβαλε σε μία ασυναγώνιστη θέση ισχύος και επιρροής.
Ήταν εξαίρετος στρατηγός και χαρισματικός πολιτικός, και άλλαξε τη μορφή του πολιτεύματος της Ρώμης ενώ με τις κατακτήσεις του έβαλε τις βάσεις της εξέλιξης του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Αν και αριστοκρατικής καταγωγής, τάχθηκε υπέρ της φιλολαϊκής παράταξης στη διαμάχη της με τη συγκλητική, κατέκτησε τη Γαλατία, ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Ιβηρικής χερσονήσου, εισέβαλε στη Βρετανία και ανέκοψε όλες τις γερμανικές εισβολές. Όταν νίκησε τον μεγάλο αντίπαλό του Πομπήιο και επικράτησε οριστικά, κατάργησε ουσιαστικά τόσο τη συγκλητική όσο και τη λαϊκή κυριαρχία και επέβαλε το ηγεμονικό καθεστώς.
Ο Καίσαρ είχε θριαμβεύσει σε όλα τα μέτωπα, αλλά η οικονομία της Ιταλίας ήταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Εκατό χρόνια εμφυλίων πολέμων είχαν καταστρέψει την παραγωγή και είχαν αποδιοργανώσει εντελώς τον λαό. Οι πατρίκιοι τον εχθρεύονταν, έμεναν ασυγκίνητοι από την επιείκειά του και αδιαφορούσαν για τις προτάσεις του.
Η Σύγκλητος το 44 τον ανακήρυξε ισόβιο δικτάτορα και του επέτρεψε να φορά δάφνινο στεφάνι. Ήταν ύπατος, τιμητής, δήμαρχος και μέγας αρχιερεύς. Οι λαϊκές συνελεύσεις οδηγούνταν από τον ίδιο ή τους υπαρχηγούς του αλλά ούτως ή άλλως ήταν μαζί του.
Το πρωί της 15ης τον παρακάλεσαν να μη πάει στη Σύγκλητο εκείνη την ημέρα γιατί οι ιερείς ήρθαν και είπαν ότι οι οιωνοί ήταν απαίσιοι. Αλλά ο ένας εκ των συνωμοτών για τη δολοφονία του Δέκιμος Βρούτος περιγέλασε γυναίκες και ιερείς κι έπεισε τον Καίσαρα να μεταβεί τη Σύγκλητο, έστω για ν’ αναβάλει τη συνεδρίαση.
Μπήκε στη Σύγκλητο και όταν κάθισε στο έδρανο του, οι συνωμότες τον περικύκλωσαν προφασιζόμενοι ικεσίες για την ανάκληση του εξόριστου αδελφού του Τίλλιου Κίμβρου. Ο Καίσαρ αρνούνταν και τότε ο Κίμβρος του τράβηξε προς τα κάτω την τήβεννο όπου ήταν το σύνθημα τους. Πρώτος ένας από τους Κάσκες τον κτύπησε στον αυχένα αλλά η πληγή δεν ήταν σοβαρή. Ο Καίσαρ προσπάθησε ν’ αντισταθεί αλλά όπου κι αν στρεφόταν έβλεπε τα γυμνά σπαθιά των συνωμοτών, ενώ οι άλλοι συγκλητικοί παρακολουθούσαν με έκπληξη και φόβο. Τον χτύπησαν όλοι για να έχουν όλοι συμμετοχή στον φόνο, κι όταν είδε και τον Βρούτο να ορμά εναντίον του είπε στα Ελληνικά «Και συ, τέκνον Βρούτε;» και σκέπασε το κεφάλι του με την τήβεννο. Δέχτηκε είκοσι τρία χτυπήματα και κατέρρευσε στη βάση του αγάλματος του Πομπήιου.