11.1 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΚορωνοϊός: όταν ο φόβος γεννά έκνομες καταστάσεις

Κορωνοϊός: όταν ο φόβος γεννά έκνομες καταστάσεις


Της Βασιλικής Οικονόμου,

Στις 31 Δεκεμβρίου 2019 οι αρχές ειδοποιούν τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας για την εμφάνιση κρουσμάτων πνευμονίας αγνώστου προελεύσεως στην κινεζική πόλη Ουχάν. Λίγες μέρες αργότερα, οι αναλύσεις φέρνουν στο φως έναν ιό τύπου «κορώνα», παρόμοιο με τον ιό SARS, έναν ιό άτυπης πνευμονίας (Σοβαρό Οξύ Αναπνευστικό Σύνδρομο). Σύντομα ανακοινώνεται ότι ο νέος ιός μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο, ενώ νοσούν ολοένα και περισσότεροι κάτοικοι κινεζικών μεγαλουπόλεων. Βαθμιαία ο ιός πλήττει κι άλλες ασιατικές χώρες, όπως τη Νότια Κορέα, την Ιαπωνία, την Ταϊβάν, τη Μαλαισία κ.ά. Μέσα μεταφοράς αναστέλλουν τη λειτουργία τους, μεγάλα εργοστάσια κλείνουν προσωρινά, ενώ οι εμπορικές και ταξιδιωτικές συναλλαγές με την Κίνα σταδιακά περιορίζονται. Ο «νέος κορωνοϊός» περνά σε ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ελλάδα. Όταν τα κρούσματα ανέρχονται πια σε 10.000 και οι θάνατοι σε 213 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας χαρακτηρίζει την επιδημία «Κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης σε Παγκόσμιο Επίπεδο», ενώ ήδη λόγω του μεγάλου αριθμού θανάτων, ο ιός έχει χαρακτηριστεί ως πανδημία.

Το ξέσπασμα κι η εξέλιξη της επιδημίας γίνονται αντικείμενο δημοσιογραφικών αναλύσεων ανά τον κόσμο. Το κοινό ενημερώνεται για την πορεία των νοσούντων, άλλα και για τα κατάλληλα μέτρα προφύλαξης από την επιδημία. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης η συζήτηση για τον κορωνοϊό ξεκινά από ψύχραιμες και εμπεριστατωμένες δηλώσεις, για να φτάσει σε συμπεράσματα που προκαλούν αναστάτωση, ενώ δεν λείπουν κι οι χιουμοριστικές προσεγγίσεις. Το σίγουρο είναι ένα: όλοι μιλάνε γι’ αυτόν. Όμως, όπως και σε κάθε περίπτωση επιδημίας, κανείς δεν είναι σε θέση να κάνει κάτι ουσιαστικό ώστε να αποφύγει τον κίνδυνο, πράγμα που, τελικά σπέρνει τον φόβο.Αυτός ακριβώς ο φόβος αποτέλεσε πρόσφατα αφορμή για ξεσπάσματα μίσους και βίας σε διάφορα μέρη του κόσμου. Η παρουσία ενός Ταϊλανδού στο μετρό του Los Angeles δημιούργησε ένα παραλήρημα, στη βάση του οποίου «κάθε επιδημία έρχεται από τους αηδιαστικούς Ασιάτες». Σε δρόμο της Νέας Υόρκης μια γυναίκα ασιατικής καταγωγής δέχθηκε επίθεση μόνο και μόνο επειδή φορούσε μάσκα, ενώ στο Μπέρμιγχαμ οργισμένοι νέοι χτύπησαν άλλη μια γυναίκα ασιατικής καταγωγής, φωνάζοντάς της «πάρε τον κορωνοϊό σου και γύρνα στο σπίτι σου». Αναμφίβολα, οι επιθέσεις αυτές συνιστούν -τουλάχιστον για τα δεδομένα της ελληνικής έννομης τάξης- ποινικά κολάσιμες συμπεριφορές, στο μέτρο που προσβάλλουν τα έννομα αγαθά, τόσο της τιμής (στην πρώτη και τρίτη περίπτωση), όσο και της προσωπικής ελευθερίας (στην δεύτερη περίπτωση) των εκάστοτε θυμάτων. Συγκεκριμένα, το άδικο των σχετικών πράξεων, αν αυτές είχαν διαπραχθεί στην Ελλάδα, θα κρινόταν ως εξής:

  • Στην περίπτωση του «ρατσιστικού παραληρήματος» ενώπιον του Ταϊλανδού, με τη δήλωσή του ο δράστης εξέφερε μια αξιολογική κρίση προσβλητική για την τιμή μιας ομάδας ανθρώπων, προσδιορισμένης βάσει καταγωγής («αηδιαστικοί Ασιάτες»). Τόσο από τη θεωρία, όσο και από τη νομολογία γίνεται δεκτό ότι, για να καταφαθεί η τέλεση ενός εγκλήματος κατά της τιμής (η οποία είναι ένα ατομικό έννομο αγαθό), πρέπει η συμπεριφορά να στρέφεται εναντίον συγκεκριμένου προσώπου. Αυτό καταρχήν δεν συμβαίνει όταν η προσβολή εξαπολύεται εναντίον μιας μεγάλης και μη προσδιορίσιμης κοινωνικής ομάδας, όπως, εν προκειμένω, οι Ασιάτες. Εφόσον, όμως, εδώ η δήλωση βρίσκει ως αποδέκτη ένα μέλος της προσβαλλόμενης ομάδας, η προσβολή «εξατομικεύεται» σ’ αυτό. Θα λέγαμε, επομένως, ότι ο οργισμένος επιβάτης πληροί -τουλάχιστον από άποψη αδίκου- με τη συμπεριφορά του τη νομοτυπική υπόσταση του εγκλήματος της εξύβρισης (α. 361 Ποινικού Κώδικα).
  • Στη δεύτερη περίπτωση, ακόμα κι αν από την επίθεση που υπέστη η γυναίκα δεν τραυματίστηκε (ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για σωματική βλάβη εναντίον της), ωστόσο αναγκάστηκε να υπομείνει επενέργεια στο σώμα της (σωματική βία), η οποία είχε στόχο τον περιορισμό της κίνησής της. Φαίνεται, επομένως, να πληρούται η νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της παράνομης βίας (α. 330 ΠΚ).
  • Στην τελευταία περίπτωση, εκτός από τον περιορισμό της κίνησής του, το θύμα βρέθηκε μπροστά στη δημόσια διάδοση ενός γεγονότος: ότι έχει προσβληθεί από τον ιό. Σε αντίθεση με την πρώτη περίπτωση, όπου είχαμε την εκφορά μιας κρίσης αξιολογικής, εδώ οι δράστες έκαναν αναφορά σε ένα -πάντως ψευδές- γεγονός, το οποίο, κατά τις επικρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, θα μπορούσε να βλάψει την τιμή του θύματος. Πράγματι, λαμβάνοντας κανείς υπόψη το στιγματισμό μελών της κοινωνίας που πάσχουν από μια μεταδοτική ασθένεια, η διάδοση ενός τέτοιου ψεύδους θα θεωρούταν, μάλλον, ως δυσφήμιση (α.362 ΠΚ).

Όπως προαναφέρθηκε, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι οι επιθέσεις αυτές υπήρξαν απόρροια πανικού. Οι δράστες δεν ήταν παρά άνθρωποι φοβισμένοι, που, ανήμποροι μπροστά στην εξάπλωση μιας ασθένειας ικανής να πλήξει ανά πάσα στιγμή και τους ίδιους, επέλεξαν έναν τρόπο αντίδρασης που αντιβαίνει τόσο στους κανόνες κοινωνικής συμβίωσης, όσο και σ’ αυτούς της έννομης τάξης. Κάπου εδώ γεννιέται το ερώτημα: μπορεί αυτός ο πανικός να λειτουργήσει ως στοιχείο που αναιρεί τον -φαινομενικά αναντίρρητο- αξιόποινο χαρακτήρα τέτοιων επιθέσεων;Είναι σαφές πως ο φόβος, ως συναίσθημα, ανήκει στον ψυχικό κόσμο του ατόμου. Είναι συνδεδεμένος με τα κίνητρα των πράξεών του. Στο μέτρο που το άτομο έχει ήδη προβεί σε πράξη που αντικειμενικά στοιχειοθετεί μια άδικη πράξη, ο φόβος που τον «έσπρωξε» σ’ αυτήν θα κριθεί σε επίπεδο υποκειμενικό, δηλαδή σε επίπεδο καταλογισμού. Στο άρθρο 34 ΠΚ γίνεται αναφορά στη διατάραξη της συνείδησης, ως λόγου άρσης του καταλογισμού, που απαιτείται να υπάρχει, για να θεωρηθεί μια πράξη τελικά άδικη. Μένει να εξεταστεί αν ο φόβος των δραστών μπορεί να ενταχθεί στην έννοια της διατάραξης της συνείδησης. Διατάραξη της συνείδησης υπάρχει όταν έχει εκλείψει η ικανότητα του ατόμου να αντιλαμβάνεται και να επεξεργάζεται νοητικά τις προσλαμβάνουσες που έχει από την πραγματικότητα. Αυτή η αδυναμία μπορεί να προκύπτει είτε από κάποια ψύχωση, είτε από έκρηξη συναισθημάτων. Στις περιπτώσεις που εξετάζουμε, όμως, αφενός από τη συμπεριφορά και αφετέρου από τις δηλώσεις που απηύθυναν στα θύματα, οι δράστες φαίνεται να είχαν συνείδηση των τεκταινομένων, ενώ συνέδεσαν τις πράξεις με τα αίτια που τους οδήγησαν σ’ αυτές. Συγκεκριμένα, είδαν τα θύματα, διαπίστωσαν την καταγωγή τους, τη συνέδεσαν με την εξάπλωση της ασθένειας κι αντέδρασαν. Η λογική αυτή αλληλουχία μάς απομακρύνει από το συμπέρασμα ότι οι δράστες δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν την πραγματικότητα. Η παρατήρηση αυτή γεννά μια διαφορετική σκέψη: θα μπορούσε ο φόβος των δραστών να αξιολογηθεί με βάση το άρθρο 36 ΠΚ, στο οποίο εξετάζεται ο μειωμένος καταλογισμός; Στο άρθρο 36 ΠΚ γίνεται λόγος όχι για παντελή έλλειψη ικανότητας αξιολόγησης του αδίκου και δράσης του ατόμου βάσει της αξιολόγησης αυτής (όπως στο άρθρο 34 ΠΚ), αλλά για σημαντική μείωση της ικανότητας αυτής. Η μείωση αυτή είναι απόρροια είτε μιας ψυχικής διαταραχής, είτε μιας προσωρινής διατάραξης της συνείδησης, όπως μαρτυρά η παραπομπή του άρθρου 36 στο άρθρο 34. Μειωμένου καταλογισμού είναι ο -καταρχήν- ικανός για καταλογισμό που έχει βρεθεί κατά την τέλεση της πράξης σε κατάσταση που, για να μπορέσει να διακρίνει το άδικό της ή να συμπεριφερθεί σύμφωνα με αυτή τη διάκριση, θα πρέπει να καταβάλει μεγαλύτερη διανοητική και βουλητική προσπάθεια. Είναι σαφές ότι δεν εντάσσονται εδώ περιπτώσεις που ο δράστης απλώς δεν έχει την ψυχραιμία ή την νηφαλιότητα, ώστε να σταθμίσει τα αίτια που τον οδηγούν και αυτά που τον απωθούν από το έγκλημα. Άρα, στις προαναφερθείσες περιπτώσεις ο  τελικός καταλογισμός των δραστών δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.

Ακριβώς ο ίδιος φόβος μας απομακρύνει από το -μάλλον βιαστικό- συμπέρασμα ότι οι επιθέσεις εμπίπτουν στην έννοια του εγκλήματος με ρατσιστικά χαρακτηριστικά του άρθρου 82Α ΠΚ. Κι αυτό γιατί, για να επιβληθεί η επιβαρυντική περίσταση του εν λόγω άρθρου, θα πρέπει ο δράστης να έχει επιλέξει το θύμα βάσει «χαρακτηριστικών φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, γενετήσιου προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου». Παρόλο που ενοχοποιήθηκαν σε όλες τις εξετασθείσες περιπτώσεις μόνο άτομα ασιατικής καταγωγής, αυτά δεν στοχοποιήθηκαν βάσει κάποιου από τα περιοριστικά αναφερόμενα στο άρθρο 82 Α στοιχεία, αλλά στη βάση της σύνδεσης του στοιχείου της καταγωγής μ’ αυτό της νόσου. Ούτε η νόσος μπορεί να θεωρηθεί ως «χαρακτηριστικό φυλής», καθώς δεν παρουσιάζει κάποια μονιμότητα, ούτε προσδιορίζει συγκεκριμένο φύλο, αφού άλλωστε, σήμερα, έχουν νοσήσει άτομα σε κάθε ήπειρο.Σαφώς, ο φόβος, ως κινήσαν αίτιο των επιθέσεων σε βάρος υποτιθέμενων φορέων του κορωνοϊού, δε δίνει εύκολα στην κοινή γνώμη το περιθώριο να μιλήσει για εγκληματικές πράξεις, αλλά περισσότερο για ταραγμένες επιθέσεις. Στην ίδια κατεύθυνση, το ίδιο κινήσαν αίτιο, εφόσον δεν περιλαμβάνεται στον περιοριστικό κατάλογο ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 ΠΚ, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη από τον δικαστή στο πλαίσιο της επιμέτρησης της ποινής κατά το άρθρο 79 ΠΚ και να λειτουργήσει ως παράγοντας επιβολής ποινής που να απομακρύνεται από το ανώτατο όριο του προβλεπομένου στο νόμο πλαισίου.

Και ενώ ο φόβος γεννά τις αντιδράσεις των θυτών, απογοήτευση διακατέχει τους αποδέκτες τέτοιων «ρατσιστικών συμπεριφορών». Στη Γαλλία, οι τελευταίες στάθηκαν αφορμή, ώστε να δημιουργηθεί το hashtag #JeNeSuisPasUnVirus (δεν είμαι ιός), με το οποίο θύματα επιθέσεων μοιράζονται τις εμπειρίες τους. Σήμερα, με τα κρούσματα να ανέρχονται σε 100.000 και τους νεκρούς να ξεπερνούν τους 3.330, η ανησυχία είναι διπλή: και μη νοσήσουμε και μην «ξεπέσουμε».


Πηγές
  • Β.Ι. Σγατζού, «Η κατάστρωση της ανικανότητας προς καταλογισμό στον Ποινικό Κώδικα», 14/10/2019, https://eleftheriaonline.gr/stiles/apopseis/item/197669
  • «Κορωνοϊός: Το χρονικό της εξάπλωσης- από το πρώτο κρούσμα στον παγκόσμιο συναγερμό», 31/01/2020, ΑΠΕ-ΜΠΕ 

Βασιλική Οικονόμου

Γεννήθηκε στο Βόλο τον Μάρτιο του 1999. Αποφοίτησε από το Μουσικό Σχολείο Βόλου το 2017. Σπουδάζει έκτοτε στη Νομική Θεσσαλονίκης. Έχει άριστη γνώση αγγλικών και γαλλικών και απλή γνώση γερμανικών. Συμμετέχει σε σεμινάρια σχετικά με το αντικείμενο των σπουδών της, ενώ έχει συμμετάσχει στο RhodesMRC 2019. Η αρθρογραφία είναι για εκείνη ένα μέσο να διευρύνει τις νομικές της γνώσεις.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Σοφία Βογά
Σοφία Βογά
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1996, όπου και διαμένει μέχρι και σήμερα. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ήδη σήμερα δικηγόρος, ενώ πραγματοποιεί μεταπτυχιακές σπουδές με ειδίκευση στο Δημόσιο Δίκαιο στο Εθνικό και Καποδιαστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και αραβικά, και στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την ανάγνωση βιβλίων κλασικής λογοτεχνίας, τη μουσική, τον κινηματογράφο και τη γυμναστική.