Του Θεόφιλου Νούση,
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως είναι ευρέως γνωστό, παρά την πολιτική επέκτασης που διατηρούσε έως τώρα, είχε έκδηλη καχυποψία την οποία έτρεφε και τρέφει προς τις χώρες της βαλκανικής χερσονήσου. Στα τέλη της περσινής χρονιάς, υπογράφηκε η Συνθήκη των Πρεσπών, επιλύοντας το Μακεδονικό ζήτημα, το οποίο ήταν το μεγαλύτερο, όπως φαινόταν, εμπόδιο της γειτονικής μας χώρας, προκειμένου να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλβανία και Βόρεια Μακεδονία, ήταν σχεδόν σίγουρες ότι η Σύνοδος Κορυφής, που έλαβε χώρα στις 17-18 Οκτωβρίου 2019 αλλά και οι διαδικασίες που πραγματοποιήθηκαν στους κόλπους άλλων ευρωπαϊκών οργάνων, θα έδιναν ξανά ώθηση στις διαδικασίες ένταξης των δύο χωρών στην Ε.Ε. Βέβαια, η αισιοδοξία τους δεν ήταν αβάσιμη, καθώς οι πιο πρόσφατες ετήσιες εκθέσεις της Ε.Ε. ήταν άκρως θετικές, ως προς τη βελτίωση που σημείωσαν οι εν λόγω χώρες όσον αφορά την εκπλήρωση των απαιτήσεων ένταξης μέσω των Κριτηρίων της Κοπεγχάγης και τα θετικά σχόλια των υπολοίπων κρατών μελών ήταν αρκετά θερμά.
Τότε όμως, ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν άφησε σύσσωμο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο άναυδο και επικαλούμενος το δικαίωμά του, άσκησε βέτο στο αίτημα ένταξης των δυο χωρών. Η αιτιολογία της κίνησής του αυτής ήταν πως η Ευρώπη δεν είναι έτοιμη να ξεκινήσει διαδικασίες ένταξης νέων χωρών, δεδομένων των συνθηκών του διεθνούς γίγνεσθαι. Έπρεπε, σύμφωνα με τον Μακρόν, η Ευρώπη να αναθεωρήσει τα βασικά κριτήρια ένταξης των χωρών, καθώς αυτά έχουν παραμείνει απαράλλαχτα από την ίδρυση της Ένωσης και δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες του σήμερα. Ακόμα, δήλωσε πως δεν είναι σε θέση η Ευρώπη αυτή τη στιγμή να στηρίξει παραπάνω χώρες «ζημιογόνες και με χαμηλά πολιτικά και κοινωνικά στάνταρ». Αυτή η στάση της Γαλλίας, δημιούργησε, όπως ήταν αναμενόμενο, μεγάλη αναστάτωση, τόσο στη Δυτική όσο και στην Ανατολική Ευρώπη. Δημιουργήθηκαν εντάσεις από μεριάς των δυο χωρών και κυρίως στη Βόρεια Μακεδονία, όπου η κυβέρνηση είχε υποσχεθεί την «ευρωπαϊκοποίηση» στους πολίτες της και μη κατορθώνοντας να τηρήσει αυτήν την υπόσχεση αποσταθεροποιήθηκε, με αποτέλεσμα να πέσει λίγους μήνες αργότερα. Στην Αλβανία υπήρξαν επίσης, πολλές εσωτερικές εντάσεις.
Επιπρόσθετα, η κίνηση αυτή, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έως απαξιωτική και υποτιμητική από την πλευρά της Ευρώπης· άλλωστε, έτσι το εξέλαβαν και οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων. Ήταν πλέον έκδηλο ότι οι χώρες της κεντρικής Ευρώπης δεν βλέπουν ως ισάξιές τους αυτές τις χώρες. Έτσι, φάνηκε πολύ πιθανό να μην αλλάξει ποτέ αυτή η διαφοροποίηση μεταξύ των χωρών, καθώς η ιδέα του οριενταλισμού έχει εδραιωθεί εδώ και πολλά χρόνια. Τη θέση του Μακρόν υποστήριξαν η Δανία και η Ολλανδία εντείνοντας περαιτέρω την ήδη τεταμένη κατάσταση. Όλα αυτά δυσχεραίνουν ακόμα περισσότερο την θέση της Ευρώπης, η οποία χάνει ολοένα με ταχύτερους ρυθμούς την εμπιστοσύνη αυτών των κρατών. Παράλληλα, οι Βαλκανικές χώρες επαφίενται σε τρίτες δυνάμεις, επιτρέποντάς τες να εισχωρούν λίγο λίγο στην επικράτεια της Ευρώπης. Αμφότερες οι υπό ένταξη χώρες των Βαλκανίων είναι μέλη του Ο.Η.Ε. και του Ν.Α.Τ.Ο, το οποίο ασκεί αρκετή επιρροή στα δύο κράτη.
Ακόμη, η κίνηση του Μακρόν χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό λάθος από τις περισσότερες χώρες μέλη της Ε.Ε, καθώς οδηγεί τα Βαλκάνια, κατευθείαν στα χέρια Κίνας και Ρωσίας, κάνοντάς τους ένα τεράστιο δώρο, όπως ειπώθηκε. Πολλοί πολιτικοί ηγέτες ζήτησαν και επίσημα συγγνώμη από τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και σε ομιλίες τους. Ο Μακρόν, ύστερα από πιέσεις, αναθεώρησε και υποσχέθηκε να επιτρέψει πλέον στις αιτούσες χώρες να συνεχίσουν τις διαδικασίες ένταξής τους, εφόσον η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για τα δύο κράτη είναι θετική. Οι σπόροι όμως της διχόνοιας και της καχυποψίας έχουν ήδη φυτευτεί. Η κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας άλλαξε και η Αλβανία κρατάει επιφυλακτική στάση απέναντι στην Ευρώπη.
Εν αναμονή της συνόδου κορυφής Ε.Ε.-Βαλκανικών χωρών, που έχει προγραμματιστεί να λάβει χώρα στο Ζάγκρεμπ στις αρχές του Μαΐου, παρά την υπόσχεση του προέδρου της Γαλλίας να στηρίξει τις δυο χώρες και την διαδικασία ένταξης τους, δεν μπορούμε να βγάλουμε σίγουρα συμπεράσματα για το ποια θα είναι η έκβαση της συνόδου, εφόσον αντικειμενικά οι δυο χώρες υστερούν σε ορισμένα θέματα διοίκησης και δικαίου, τα οποία αποτελούν κύρια προ-απαιτούμενα κριτήρια ένταξης από την Ε.Ε. Επιπλέον, η Γαλλία δεν ήταν η μόνη χώρα που εξέφρασε ανοιχτά αμφιβολίες για την ένταξη αυτών των χωρών. Επομένως, αναμένεται να δούμε τι μέλει γενέσθαι στην σύνοδο του Μαΐου, καθώς διαφορετικά θέματα παγκόσμιας σημασίας, όπως ο Κορωνοϊος και το μεταναστευτικό, απασχολούν αυτή τη στιγμή την Ευρώπη και έχουν επιπτώσεις όσον αφορά την οικονομία αλλά και την ενότητα και τη σταθερότητα της Ένωσης. Συνοψίζοντας, η Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται να αντιμετωπίσει πιο άμεσα και φλέγοντα θέματα, μη έχοντας την ευχέρεια να δώσει την πρέπουσα σημασία στο εν λόγω θέμα και ως αποτέλεσμα την μεγάλη πιθανότητα να κρίνει βεβιασμένα την ενταξιακή πορεία των δυο χωρών.