Της Σοφίας Σιδερίδου,
Με τη «Λογοτεχνία» δεν τα πηγαίναμε ποτέ καλά στο σχολείο. Ούτε τη συμπαθούσα, ούτε με συμπαθούσε. Έτσι πίστευα όσο ήμουν ακόμα μαθήτρια. Αδυνατούσα να καταλάβω πώς είναι δυνατόν να εξεταζόμαστε σε ένα μάθημα που από τη φύση του έχει μια ωραία ελευθερία, περιζήτητη στο ελληνικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα.
Την ίδια στιγμή, όμως, λάτρευα τη λογοτεχνία. Διάβαζα από πολύ μικρή μυθιστορήματα, πεζογραφία και λιγότερο ποίηση. Τελικά συνειδητοποίησα ότι μου άρεσε να τη διαβάζω για μένα και αυτό που σιχαινόμουν τόσο πολύ ήταν ότι υπήρχαν συγκεκριμένοι αποτυπωμένοι τρόποι που ερμηνευόταν κάθε σειρά και κάθε πρόταση. Ίσως να είχα τέτοια γνώμη γιατί άλλα σκεφτόμουν στο σπίτι και αλλά λέγαμε στην τάξη. Εκεί δε στις πανελλήνιες που έπρεπε να βάλω όλη αυτήν την ελευθερία σε τετραγωνάκια… Δράμα!
Έτσι ελεύθερα, λοιπόν, θα αφήσω εδώ ένα αγαπημένο μου, χρόνια τώρα, απόσπασμα της Αλκυόνης Παπαδάκη και ο καθένας ελεύθερα ας το σκεφτεί και ας το ερμηνεύσει όπως θέλει.
Σχεδόν τίποτα. Σχεδόν καλά. Σχεδόν μαζί.
Σχεδόν οριστικά. Σχεδόν ανέπαφα. Σχεδόν επιφανειακά.
Σχεδόν μηχανικά. Σχεδόν αθώος. Σχεδόν μετανιωμένος.
Σχεδόν αποφασισμένος. Σχεδόν ηλίθιος.
Σ’ αυτή τη λέξη, την πονηρή, ναυάγησε ολόκληρη η ζωή σου!
Τι κρίμα! Κι ήταν, σχεδόν, δυο βήματα η στεριά!
Σχεδόν! Πώς είναι δυνατόν μια τόσο δα μικρή λέξη να αλλάζει νοήματα ολόκληρα, πώς είναι δυνατόν να «αδειάζει» έτσι εύκολα «βαριές» και «γεμάτες» λέξεις και να τις φτωχαίνει. Αυτό, όμως, κάπως το καταλαβαίνω. Εκείνο που δεν καταλαβαίνω είναι πώς είναι δυνατόν, ενώ ξέρουμε ότι μια τόσο δα μικρούλα λέξη χαλάει όλη την ουσία, εμείς εκεί την κρατάμε κολλημένη δίπλα σε ό,τι μας χαρακτηρίζει. Σχεδόν αποφασισμένος και σχεδόν ευτυχισμένος και στην τελική σχεδόν καλά.
Αυτό το σχεδόν, λοιπόν, κατέστρεψε το απόλυτο! Και η ζωή είναι φτιαγμένη για τα απόλυτα συναισθήματα. Είτε απόλυτα προς τα πάνω, είτε απόλυτα προς τα κάτω, μόνο έτσι μας βοηθούν πραγματικά.
Κάποια πράγματα μένουν στο σχεδόν, γιατί τυχαίνει, γιατί δεν εξαρτώνται ολοκληρωτικά από εμάς. Ακόμα όμως και αυτά που φαίνονται να μην εξαρτώνται απόλυτα από μας, στο τέλος της ημέρας είναι επιλογή μας πώς θα τα δούμε, πώς θα τα ερμηνεύσουμε και πώς θα τα αντιμετωπίσουμε. Γιατί και γι’ αυτούς που έφτασαν στη «στεριά» αδυνατώ να πιστέψω ότι όλος ο δρόμος ήταν ιδανικά στρωμένος. Απλώς την είδαν αλλιώς!!!
Τις περισσότερες φορές όμως που μείναμε στο «σχεδόν» (σχεδόν μαζί με κάποιον, σχεδόν ερωτευμένος, σχεδόν μετανιωμένος, σχεδόν αποφασισμένος), μείναμε γιατί φοβηθήκαμε. Φοβόμαστε το απόλυτο. Το νομίζουμε επικίνδυνο, γιατί ενέχει μια ευθύνη. Δεν έχει την ασφάλεια του «demi». Αφηνόμαστε στο σχεδόν, γιατί δε θέλουμε να πάρουμε το βάρος μιας τελειωτικής, ολοκληρωτικής επιλογής. Αφηνόμαστε στο σχεδόν για να έχουμε την ασφάλεια να αλλάξουμε γνώμη. Αυτή η ασφάλεια, λοιπόν, μας κρατάει μακριά από τη «στεριά».
Εγώ προσωπικά νομίζω ότι μένουμε στο σχεδόν αντί να φτάσουμε στην κορυφή των πραγμάτων και να ολοκληρώσουμε ό,τι κάνουμε, γιατί στην ουσία φοβόμαστε δύο πράγματα. Πρώτον φοβόμαστε τον εαυτό μας, πώς θα αντιδράσει εκεί στην άκρη και πώς θα διαχειριστεί το οριστικό των επιλογών του. Πιο πολύ από τον εαυτό μας, όμως, φοβόμαστε τους άλλους. Φοβόμαστε όλους αυτούς που ξαφνικά θα έχουν λόγο στη «στεριά» μας. Όλους αυτούς που στο σχεδόν μας έμεναν σιωπηλοί και ξαφνικά τώρα μιλούν. Όλους αυτούς που ξαφνικά είδαν την ευτυχία, την επιτυχία, τον έρωτα, την αποφασιστικότητα, την ηρεμία, τη δύναμη, την αλλαγή μόνα τους και δε χαίρονται. Μας πλησιάζουν όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά απλώς για να σφηνώσουν με κάποιο τρόπο ένα «σχεδόν» εκεί δίπλα. Και είναι πολύ πιθανό να βρούμε εκεί ανθρώπους που μέχρι τότε και καλά μας βοηθούσαν να σβήσουμε το «σχεδόν» από τη ζωή μας. Φοβόμαστε για το ποιοι θα μας απογοητεύσουν.
Περνώντας λίγο και από την απέναντι πλευρά, του σχεδόν δυστυχισμένου, πληγωμένου και αδύναμου, θα πω ότι καμιά φορά και αυτό το «σχεδόν» είναι επικίνδυνο. Και είναι επικίνδυνο γιατί αν το βγάλουμε τελείως και παραδεχτούμε στον εαυτό μας την απολυτότητα προς τα κάτω, θα συνειδητοποιήσουμε ότι έπρεπε να φύγει το «σχεδόν» για να αφυπνιστούμε. Δεν είναι κακό πού και πού να πιάνουμε πάτο. Αυτό χρειάζεται καμιά φορά ο άνθρωπος για να αποφασίσει ότι αυτή τη φορά θα πάρει πιο πολύ ώθηση, θα ξεπεράσει το «σχεδόν» και θα το φτάσει στο τέλος.
Σχεδόν το ένα, σχεδόν το άλλο… Πονηρό και ύπουλο το «σχεδόν» μας κρατάει μακριά από τη «στεριά» μας. Κάντε το «σχεδόν» σχεδία και ταξιδέψτε στη στεριά σας!