Του Μανώλη Ανδριγιαννάκη,
Πριν από περίπου δύο εβδομάδες, ψηφίστηκε από τη Βουλή το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο από την κυβέρνηση. Σε ένα κλίμα ανησυχίας, λόγω της εξάπλωσης του κορωνοϊού, αλλά και της αναταραχής στα βόρεια σύνορα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη προχώρησε σε μια νέα νομοθετική παρέμβαση στο διαχρονικά πολύπαθο ζήτημα της δημόσιας ασφάλισης. Το συγκεκριμένο νομοθέτημα αποτελούσε μέρος των προεκλογικών δεσμεύσεων της κυβέρνησης που αφορούσε την αντικατάσταση του προηγούμενου νόμου Κατρούγκαλου.
Ο νέος νόμος περιλαμβάνει σημαντικές αλλαγές που καλύπτουν όλο το εύρος του εθνικού συστήματος ασφάλισης, όπως για παράδειγμα στα ποσοστά αναπλήρωσης της ανταποδοτικής σύνταξης και στις ασφαλιστικές εισφορές, μαζί με συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις που αφορούν ειδικές κατηγορίες ασφαλισμένων.
Συγκεκριμένα, επιχειρείται η αναπροσαρμογή των κύριων συντάξεων, με τα ποσοστά αναπλήρωσης να αυξάνονται από τα 30 έτη ασφάλισης και πάνω, ενώ επιστρέφουν οι επικουρικές συντάξεις στα επίπεδα του 2016. Οι αυξήσεις αυτές θα αφορούν τόσο τους νυν, όσο και τους μελλοντικούς συνταξιούχους. Ωστόσο, αυξήσεις στις καταβαλλόμενες συντάξεις θα δουν προπαντός οι “νέοι” συνταξιούχοι. Οι παλαιοί συνταξιούχοι, από την άλλη, που έχουν πάνω από 30 έτη ασφάλισης και προσωπική διαφορά, θα δουν την προσωπική τους διαφορά να μειώνεται και τις αυξήσεις συντάξεων σταδιακά να έρχονται πιο κοντά. Αναλυτικότερα τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης έχουν ως εξής:
- Για έως 15 έτη ασφάλισης, το ποσοστό αναπλήρωσης θα ανέλθει στο 0,77%
- Από 15,01 έως 18 έτη ασφάλισης, στο 0,84%
- Από 18,01 έως 21 έτη, στο 0,90%
- Από 21,01 έως 24 έτη, στο 0,96%
- Από 24,01 έως 27 έτη στο 1,03%
- Από 27,01 έως 30 έτη, στο 1,21%
- Από 30,01 έως 33 έτη στο 1,98% (έναντι 1,42% που προβλέπει ο νόμος Κατρούγκαλου)
- Από 33,01 έως 36 έτη στο 2,50% (έναντι 1,59%)
- Από 36,01 έως 40 έτη στο 2,55% (έναντι 1,80%)
- Από 40,01 και πάνω έτη προσαυξάνεται κατά 0,5% ανά έτος.
Υπό το νέο καθεστώς, επιβραβεύονται όσοι έχουν συμπληρώσει περισσότερα χρόνια ασφάλισης, 30 και πλέον, ή όσοι μελλοντικοί συνταξιούχοι θα θεμελιώσουν το συνταξιοδοτικό τους δικαίωμα με μεγάλη διάρκεια ασφαλιστέας εργασίας. Αυτό συμβάλλει στην εμπέδωση ενός συστήματος δικαιοσύνης στο ασφαλιστικό σύστημα, αφού η εργασία και κατ’ επέκταση οι περισσότερες εισφορές επιβραβεύονται στην πράξη με υψηλότερα ποσοστά αναπλήρωσης. Παράλληλα, ανοίγει ο δρόμος για τις πρώτες ουσιαστικές αυξήσεις στις τρέχουσες συντάξεις μετά από χρόνια.
Επίσης, με το νέο πλαίσιο, εκκινεί η διαδικτυακή πλατφόρμα του e-ΕΦΚΑ. Η ψηφιοποίηση του μεγάλου δημόσιου ασφαλιστικού ταμείου αποτελεί ένα βήμα μπροστά προς την επιτάχυνση της απόδοσης συντάξεων, τη μείωση της περιττής γραφειοκρατίας και την απλοποίηση των διαδικασιών. Στον e-ΕΦΚΑ εντάσσεται πλέον και το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (ΕΤΕΑΕΠ). Ως αποτέλεσμα, δημιουργείται ο Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης για περίπου 4 εκατομμύρια ασφαλισμένους και σχεδόν 2,6 εκατομμύρια συνταξιούχους, διαμορφώνοντας πλέον ένα ασφαλιστικό υπερ-ταμείο.
Στο μέτωπο των εισφορών, ο νόμος περιλαμβάνει τη μείωση κατά 0,90 μονάδες στις εισφορές εργοδότη- εργαζομένου, από την 1η Ιουνίου 2020, στις περιπτώσεις πλήρους απασχόλησης. Η μείωση αφορά κατά 0,75 ποσοστιαίες μονάδες στα ασφάλιστρα υπέρ του κλάδου ανεργίας. Η μείωση επιμερίζεται κατά 0,48 ποσοστιαίες μονάδες στην εισφορά του εργοδότη και κατά 0,27 ποσοστιαίες μονάδες στην εισφορά του εργαζομένου. Το συνολικό ασφάλιστρο υπέρ ανεργίας διαμορφώνεται σε 4,25% και κατανέμεται 2,69% στον εργοδότη και 1,56% στον εργαζόμενο. Ταυτόχρονα, κατά 0,15% μειώνονται τα ασφάλιστρα υπέρ του Ενιαίου Λογαριασμού για την εφαρμογή Κοινωνικών Πολιτικών (ΕΛΕΚΠ).
Μάλιστα, μέσω της νέας ηλεκτρονικής πλατφόρμας του ΕΦΚΑ, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενοι και αγρότες θα μπορούν να επιλέξουν ελεύθερα, το επόμενο διάστημα, την ασφαλιστική κατηγορία που επιθυμούν, με βάση το καινούριο σύστημα εισφορών για τους μη μισθωτούς. Η κατώτερη μηνιαία ασφαλιστική εισφορά ανέρχεται σε 210 ευρώ και η ανώτερη σε 566 ευρώ τον μήνα για τις συγκεκριμένες κατηγορίες ασφαλισμένων. Το νέο σύστημα προσφέρει μεγαλύτερη ευελιξία στις παραπάνω κατηγορίες ασφαλισμένων και είναι στη σωστή κατεύθυνση.
Γενικά, η μείωση των εισφορών και ειδικότερα της εισφοράς των εργοδοτών χαρακτηρίζεται ως μια φιλο-επιχειρηματική πολιτική, αφού περιορίζει το μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων και τις διευκολύνει σημαντικά, σε μια περίοδο που ο τζίρος παραμένει σε μέτρια επίπεδα, αυξάνοντας τα κέρδη και τα προς επένδυση κεφάλαιά τους. Την ίδια στιγμή, όμως, μειώνονται και οι κρατήσεις που υφίστανται οι εργαζόμενοι, με αποτέλεσμα να κυκλοφορήσει περισσότερο χρήμα στην αγορά και να αυξηθεί η κατανάλωση.
Παράλληλα, σε αντιστοιχία με τις προεκλογικές εξαγγελίες της κυβέρνησης, καταργήθηκε η φερόμενη ως «13η» σύνταξη, που ψηφίστηκε από την προηγούμενη με ξεκάθαρη προεκλογική χροιά. Θεωρείται μια υπερβολική παροχή για την τρέχουσα κατάσταση των ταμείων, αλλά και της ελληνικής οικονομίας εν γένει. Δεν θα ήταν φρόνιμο να επιστρέψουμε σε μια κατεύθυνση επαναφοράς της 13ης, έστω και «πετσοκομμένης», ή και της 14ης σύνταξης, αν πρώτα δεν έχουμε εξασφαλίσει την ικανότητα των ταμείων να χρηματοδοτήσουν μια τέτοια «ακριβή» κοινωνική πολιτική. Κανείς δεν αντιλέγει στην ανάγκη στήριξης των συνταξιούχων και ιδίως τον χαμηλοσυνταξιούχων που έχουν υποστεί δυσβάσταχτες μειώσεις τα τελευταία χρόνια, ωστόσο κάτι τέτοιο θα πρέπει να γίνει σταδιακά και με σχέδιο, έτσι ώστε να μην τεθούν σε κίνδυνο τα ασφαλιστικά ταμεία και ο κρατικός προϋπολογισμός, τώρα που βγήκαμε από το τούνελ της κρίσης.
Σε γενικές γραμμές, ο νέος ασφαλιστικός νόμος δεν επιδίωξε ριζοσπαστικές αλλαγές στη δομή του συστήματος ασφάλισης, αλλά με προσεκτικές κινήσεις πραγματοποιεί ορισμένες παραμετρικές αλλαγές με στόχο την στήριξη κάποιων κατηγοριών ασφαλισμένων και την επιβράβευση των συνταξιούχων του παρόντος και του μέλλοντος με πολλά έτη ασφάλισης. Δεν αποτελεί, βέβαια, την πλήρη κατάργηση του νόμου Κατρούγκαλου, μάλλον την ποιοτική αναβάθμισή του. Παρά ταύτα, κινείται σε σωστή κατεύθυνση και περιλαμβάνει διατάξεις πολύ σημαντικές, όπως η ψηφιοποίηση του ΕΦΚΑ, η μείωση των εισφορών και η αύξηση των ποσοστών αναπλήρωσης στην ανταποδοτική σύνταξη, με μέτρο και ανάλογα με την αντοχή του συστήματος.