Της Βαλεντίας Γιαννακοπούλου,
Μπροστά στο ζήτημα των καταλήψεων το οποίο αναδύθηκε τον τελευταίο καιρό ως πρώτο θέμα, με βάση την απόφαση που πάρθηκε για την άμεση εκκένωσή τους, είναι σκόπιμο να μπορεί ο καθένας μας να τοποθετηθεί και να αντιληφθεί τη σκοπιμότητα -ή όχι- μιας τέτοιας δράσης. Οι καταλήψεις, κατά βάση δημόσιων εγκαταλελειμμένων κτηρίων, δεν είναι μια ιστορία που αφορά μόνο τη χώρα μας, αλλά ολόκληρη την Ευρώπη. Κατά τη δεκαετία του 1960 ξεκινά το κίνημα των καταλήψεων, με κέντρο το Βερολίνο, όπου παλιά ερειπωμένα κτήρια, όπως νοσοκομεία, στρατώνες, εργοστάσια και παλιά σπίτια, επανακτούν χρησιμότητα φιλοξενώντας ομάδες και δράσεις νέων ανθρώπων.
Οι ομάδες αυτές που στεγάζονται στις καταλήψεις είναι είτε άτομα που αδυνατούν να έχουν κάποια προσωπική στέγη, όπως μετανάστες και άποροι, είτε ομάδες νέων που προσπαθούν να συγκροτήσουν έναν εναλλακτικό πυρήνα εκπαίδευσης και πολιτισμού, κυοφορώντας νέες ιδέες και κουλτούρες. Συνήθως οι δράσεις που στεγάζονται είναι διάφορες λέσχες, όπως κινηματογραφικές ή θεατρικές, τοπικά μουσικά γκρουπ, δανειστικές βιβλιοθήκες, συλλογικές κουζίνες και χώροι φιλοξενίας αστέγων και επισκεπτών, ενώ γίνονται χώροι συγκέντρωσης τροφίμων, φαρμάκων και ρούχων για τους ασθενέστερους συνανθρώπους μας.
Υπό αυτό το πρίσμα οι καταλήψεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν σύμβολο μιας άλλης, νέας νοοτροπίας, που τίκτεται και θρέφεται μέσα στους χώρους αυτούς, δίνοντας τη δυνατότητα για συλλογική διαμόρφωση της καθημερινότητας και μιας συλλογικής και προσωπικής έκφρασης, που ταυτόχρονα συνδέεται αλλά και αποσυντονίζεται από τον κοινωνικό κομφορμισμό. Γι’ αυτόν τον λόγο ανά δεκαετίες, πολλές περιθωριοποιημένες ομάδες βρήκαν φωνή μέσα από τις καταλήψεις διεκδικώντας τα δικαιώματά τους και στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.
Ωστόσο, η ενέργεια της κατάληψης νομικά θεωρείται μια παράνομη πράξη. Έτσι από την αρχή της εμφάνισής τους ξεκινά και μια σχέση καταστολής και αντίστασης με τις αστυνομικές αρχές. Το στοιχείο παράλληλα της παραβατικότητας που περικλείει τις δράσεις είναι και το σημείο που δίνει το βήμα στις ομάδες αυτές να ακουστεί ο λόγος και οι ιδέες τους. Το ερώτημα που προκύπτει σε αυτό το σημείο είναι το κατά πόσο ο τρόπος προβολής που δίνεται για τα «κοινωνικά εργαστήρια» αυτά είναι ο καταλληλότερος.
Έτσι υπάρχει η αντίθετη οπτική που αντιλαμβάνεται τους χώρους των καταλήψεων ως κέντρα περίθαλψης κακοποιών στοιχείων και χρηστών ουσιών που χρειάζεται την άμεση παρέμβαση της αστυνομίας ακόμα και με τη χρήση βίας, ώστε να θεραπευτεί αυτό το «άρρωστο» μέρος της κοινωνίας. Σε περιπτώσεις που αυτό συμβαίνει είναι και πάλι σκόπιμο να αναλογιστούμε τις βαθύτερες αιτίες που οδηγούν σε αυτό το φαινόμενο. Δηλαδή κατά πόσο ο ίδιος ο κρατικός μηχανισμός έχει ωθήσει τη μετάλλαξη των χώρων κατάληψης σε κέντρα περίθαλψης ανθρώπων άπορων, εξαρτημένων και γενικότερα κατατρεγμένων από διάφορα γεγονότα. Ίσως αποτελεί μια εύκολη λύση να απορροφήσει κάπως αυτά του τα στοιχεία μπροστά στη δική του ανικανότητα διαχείρισης, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος…
Ένα διαφορετικό παράδειγμα διαχείρισης των καταλήψεων είναι εκείνο που πραγματοποιήθηκε στο Βερολίνο, όπου ο δήμος έδωσε στεγαστικά δάνεια σε κάποιους, επί χρόνια, καταληψίες των υποβαθμισμένων περιοχών Kreuzberg, Charlotterburg και Schoneberg για να τα επισκευάσουν και να τα αυτοδιαχειρίζονται. Έτσι έλυσε ουσιαστικά το πρόβλημα πολλών άστεγων πολιτών, ενδυναμώνοντας πιθανώς και το δημιουργικό χαρακτηριστικό των υπόλοιπων καταλήψεων με σκοπό να λειτουργήσουν ως κέντρα τέχνης και κουλτούρας.
Στη χώρα μας και με βάση τα τελευταία τεκταινόμενα οφείλουμε να εξετάσουμε με μια κριτική στάση αυτήν την άμεση λήψη αποφάσεων για τις βίαιες εκκενώσεις των καταλήψεων. Καταλήψεις που δε θα ήθελα να χαρακτηρίσω χρήσιμες ή άχρηστες, καλές ή κακές, εργαστήρια ή κρησφύγετα. Το πού εντάσσονται και με τι σκοπό λειτουργούν είναι αποτέλεσμα ολόκληρου του κοινωνικού ιστού στον οποίο αναπόφευκτα εμπλέκονται. Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι καταλήψεις έχουν υπάρξει εφαλτήριο για πολλές κατακτήσεις, τόσο ατομικές όσο και συλλογικές. Επειδή, όμως, αποτελούν μια γκρίζα ζώνη είναι εύκολο να μετατραπούν σε σημεία που κρύβουμε ό,τι δε μας αρέσει, σημεία κάτω απ’ το χαλί που όμως κάποια στιγμή είναι λογικό να παραγεμίσει και να σκοντάψουμε πάνω στο ίδιο μας το δημιούργημα.
Οι καταλήψεις έχουν δύναμη και αυτό αποδεικνύεται από την ενασχόληση του κρατικού μηχανισμού με αυτές. Το ερώτημα είναι τι είδους ενασχόληση θέλουμε να είναι αυτή, καθώς αυτή είναι που επηρεάζει άμεσα και το είδος των καταλήψεων που υπάρχουν…
Και ας μην ξεχνάμε κάτι βασικό…
Η βία θα φέρνει πάντα βία…
Ας τοποθετηθούμε, λοιπόν.
Είναι τελειόφοιτη σπουδάστρια στο τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης. Δραστηριοποιείται σε πολιτιστικές, κοινωνικές και εθελοντικές ομάδες, ενώ επίσης παρακολουθεί συνέδρια και συμμετέχει σε ακαδημαϊκά σεμινάρια. Στον ελεύθερο της χρόνο απολαμβάνει την ανάγνωση εγχειριδίων περί τεχνών και φιλοσοφίας.