Της Ελευθερίας-Μαρίας Γκίκα,
Θα έχεις πολλές φορές προσέξει εκείνο το σκύλο που τριγυρνάει στη γειτονιά σου, πότε ψαχουλεύοντας στα σκουπίδια, πότε γυρεύοντας βιαστικά χάδια από τους περαστικούς, κάποτε φοβισμένο, άλλοτε κλαίγοντας και άλλοτε με τα παιχνιδιάρικα μάτια του να αναζητούν σημασία. Η σταθερά για εκείνον είναι πάντα να δώσει και να πάρει αγάπη.
Στη χώρα μας δυστυχώς, έχουμε πολλές τέτοιες περιπτώσεις και όσα μέτρα κι αν έχουν παρθεί, κρίθηκαν ανεπαρκή ή αναποτελεσματικά. Παρά τη νομοθεσία, η οποία προβλέπει για κάθε Δήμο να συντηρεί άσυλο αδέσποτων ζώων και να αναλαμβάνει στειρώσεις, ελάχιστοι Δήμοι εφαρμόζουν τα μέτρα. Έτσι, υπάρχουν αδέσποτα ζώα που προέκυψαν είτε από ζώα που αγοράστηκαν αλλά έγιναν… «ενοχλητικά», είτε από γέννες κατοικίδιων και ούτω καθεξής.
Έχοντας την ευκαιρία να επισκεφθώ πολύ πρόσφατα τη Γερμανία, δε θα μπορούσα να μην προσέξω την απουσία αδέσποτων ζώων στους κεντρικούς αλλά και απλούς συνοικιακούς δρόμους των πόλεων. Αντιθέτως, σε μαγαζιά, εστιατόρια, δημόσια κτήρια και μέσα μεταφοράς συναντούσες σχεδόν συνέχεια κατοικίδια με τους ιδιοκτήτες τους. «Ποια είναι αυτή η πολιτική που τόσο καλά έχει λειτουργήσει εκεί και όχι στην Ελλάδα;» διερωτήθηκα πολλές φορές.
Ανατρέχοντας στη χώρα με τον χαμηλότερο διεθνώς αριθμό αδέσποτων ζώων, την Ολλανδία, διαπιστώνει κανείς πως η πολιτική αυτή δεν είναι κάποια φοβερά εξεζητημένη τεχνική, ούτε και κάποιο δαπανηρό μέτρο της πολιτείας.
Από το 19ο αι, η Ολλανδία φιλοξενεί ένα μεγάλο πληθυσμό σκύλων και γενικότερα κατοικίδιων, καθότι αποτελούσαν σύμβολο κοινωνικού στάτους. Ο αυξημένος τους αριθμός όμως, οδήγησε κάποτε σε έξαρση λύσσας που με τη σειρά της προκάλεσε πολλούς θανάτους. Ως εκ τούτοις, πολλοί άνθρωποι άρχισαν να εγκαταλείπουν τα κατοικίδιά τους και δημιουργήθηκε έτσι μεγάλος αριθμός αδέσποτων στους δρόμους όλης της χώρας. Προκειμένου αυτές οι συνθήκες ν’αλλάξουν, θεσπίστηκαν μέρες αναγκαστικής δωρεάν στείρωσης. Το κράτος κάλυπτε εξ ολοκλήρου τα έξοδα της στείρωσης, ενώ αναλάμβανε και μετέπειτα εξέταση του ζώου ή ιατρική βοήθεια.
Με αυτό τον τρόπο στειρώθηκε περίπου το 70% των θηλυκών σκύλων. Τα μέτρα για την προστασία των ζώων πάντως, δεν περιορίστηκαν εδώ. Η νομοθεσία για την προστασία και τις καλές συνθήκες διαβίωσης των κατοικίδιων διευρύνθηκε, η κακοποίηση τους περιορίστηκε. Η παράβαση των άνωθεν νόμων, οδηγούσε σε τριετή φυλάκιση ή καταβολή πρόστιμου άνω των 16.000 δολαρίων. Φορολογήθηκαν επιπλέον τα σκυλιά από καταστήματα, ώστε ο κόσμος να προτιμήσει την υιοθεσία αδέσποτων, όπως και συνέβη. Συν τοις άλλοις, ομάδες και οργανισμοί ανέλαβαν τη φροντίδα αδέσποτων, αποτελούμενες και από απλούς πολίτες, οι οποίοι ξεκινούσαν συμμετέχοντας στη φροντίδα των ζώων στους δρόμους, για να καταλήξουν να δένονται ο καθένας με κάποιο διαφορετικό ζωάκι και τελικά να το υιοθετούν. Το 2011 μάλιστα συγκροτήθηκε η ομάδα «Animal Cops», αστυνομία δηλαδή υπεύθυνη για την προστασία και την ασφάλεια ζωής των σκύλων.
Παρόμοια νομοθεσία με αυτή της Ολλανδίας, εφάρμοσαν και κράτη όπως η Γερμανία και η Αγγλία, λύνοντας έτσι το πρόβλημα των αδέσποτων ζώων. Μάλιστα, οι χώρες αυτές αναλαμβάνουν πλέον και την υιοθεσία αδέσποτων από άλλα κράτη – όπου το πρόβλημα βρίσκεται σε έξαρση – όπως η Ρουμανία, η Ουκρανία, η Τουρκία, η Ισπανία, η Ελλάδα και η Πολωνία. Η υιοθεσία πραγματοποιείται μέσα από αρμόδια σωματεία, στα οποία καταβάλλονται τέλη προστασίας που επέχουν θέση εγγυήσεως και καλύπτουν έξοδα εμβολίων, εξετάσεων, στείρωσης ή άλλης ιατρικής επέμβασης, αλλά και της μεταφοράς του ζώου.
Οι δυτικοευρωπαίοι φαίνεται να θεωρούν τη συμβίωση με ένα κατοικίδιο, καταλυτικά θετικό παράγοντα για την καθημερινή τους ζωή. Το 80% των Γερμανών, σύμφωνα με έρευνα του 2019, θα ήθελαν να ζουν με ένα σκύλο, ενώ το 50% ζουν με ένα τουλάχιστον κατοικίδιο. Κάθε χρόνο 500.000 σκυλιά γίνονται μέλη γερμανικών οικογενειών, μεταξύ αυτών 300.000 ημίαιμα. Η Γαλλία και το Βέλγιο δέχονται ετησίως ακόμα μεγαλύτερους αριθμούς ζώων για το σκοπό αυτό.
Πάντως, κατά καιρούς η μεταφορά του ζώου από τη μια χώρα σε άλλη κρύβει κινδύνους. Συγκεκριμένα, έχουν υπάρξει κατηγορίες ότι ποσοστό σκύλων που στάλθηκαν σε χώρες του εξωτερικού για υιοθεσία, κατέληξαν σε βιομηχανίες κρέατος, ως αντικείμενα παραγωγής κολλαγόνου. Φυσικά, το δείγμα αυτής της κατάληξης είναι αισθητά δυσανάλογο του ποσοστού των ζώων που απέκτησαν μια καλύτερη ζωή, μια οικογένεια κι ένα σπίτι. Παρόλα αυτά, από τη στιγμή που το ζώο φεύγει από τη χώρα, αν μη τι άλλο οι δυνατότητες «ελέγχου» της κατάληξής του από τα σωματεία, μειώνονται σημαντικά.
Επομένως, προτιμότερη κρίνεται η αντιμετώπιση του προβλήματος εντός των συνόρων της εκάστοτε χώρας. Φυσικά, η συμπληρωματική βοήθεια άλλων κρατών, που έχουν βρει τη λύση, είναι περισσότερο από ευπρόσδεκτη. Ας μην ξεχνάμε, πως το πρόβλημα δεν παύει να υπάρχει απλώς επειδή μετατέθηκε στη μοίρα και την καλή προαίρεση κάποιου άλλου κράτους, κάποιου άλλου λαού. Κάποτε πρέπει να στοχεύσουμε στην πρόληψή του, στην παύση του. Υπάρχουν κράτη που έχουν δείξει τον τρόπο και ο οποίος δεν είναι παρά η εφαρμογή της νομοθεσίας και η ευαισθητοποίηση των πολιτών.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1998, όπου και διαμένει σήμερα, έχοντας στο μεταξύ ζήσει σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Είναι φοιτήτρια του Τμήματος Ρωσικής Φιλολογίας και Σλαβικών Σπουδών στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αγαπά τις ξένες γλώσσες και τη συμμετοχή σε προγράμματα που προωθούν την εκμάθηση και διδασκαλία τους -summer schools κοκ. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με το τραγούδι, τη γυμναστική, τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία.